- Ινδία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας
Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001)
Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και το Νεπάλ, ΒΑ με το Μπουτάν και Δ με το Πακιστάν. Ορίζεται στα Β από την οροσειρά των Ιμαλαΐων και προεκτείνεται προς τον Ινδικό Ωκεανό μεταξύ της Αραβικής θάλασσας προς τα Δ και του Κόλπου της Βεγγάλης προς τα Α, καταλαμβάνοντας τη μεγάλη νότια λωρίδα της Ασίας, στο κεντρικό τμήμα της.Χώρα κυρίως ηπειρωτική, η Ι. έχει σύνορα μήκους 14.103 χλμ. που τη χωρίζουν από το Μπαγκλαντές (4.053 χλμ.), το Μπουτάν (605 χλμ.), τη Μυανμάρ (1.463 χλμ.), την Κίνα (3.380 χλμ.), το Νεπάλ (1.690 χλμ.) και το Πακιστάν (2.912 χλμ.). Η ακτογραμμή της εκτείνεται σε μήκος 7.000 χλμ. Η Ι. ασκεί την κυριαρχία της και σε μερικά αρχιπελάγη, όπως στο Ανταμάν και Νικομπάρ, το οποίο από φυσική άποψη συνδέεται με τη νοτιοανατολική Ασία, και στο Λακσαντουίπ, που βρίσκεται στην Αραβική θάλασσα, ανοιχτά της ακτής Μαλαμπάρ. Ο σχηματισμός της Ι. ως σύγχρονης κρατικής οντότητας είναι αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, από την οποία η εκτεταμένη αυτή κτήση χειραφετήθηκε με την Πράξη της Ανεξαρτησίας των Ινδιών του 1947.
Με την ανεξαρτησία έγινε και η διαίρεση μεταξύ της περιοχής όπου επικρατούσαν οι ινδουιστές (σημερινή Ι.) και της περιοχής όπου επικρατούσαν οι μουσουλμάνοι (σημερινά Πακιστάν και Μπανγκλαντές, με τα οποία η Ι. συνορεύει, αντίστοιχα, στα Δ και στα Α). Στη δυτική πλευρά, η ορεινή περιοχή που αποτελεί το Κασμίρ είναι ένας άλυτος γόρδιος δεσμός. Το κράτος Τζάμου-Κασμίρ διεκδικήθηκε επανειλημμένα από το Πακιστάν και σήμερα καθορίζεται από τη γραμμή ανακωχής της τελευταίας σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών, που επικυρώθηκε το 1972 με τις συμφωνίες της Σίμλα (η Κίνα προσάρτησε ντε φάκτο το εσωτερικό τμήμα του Κασμίρ). Ακαθόριστη μεθόριος είναι επίσης η ανατολική, όπου μάλλον τεχνητό εμφανίζεται το διαχωριστικό όριο με τη Μυανμάρ (Βιρμανία) και όπου ανέκαθεν υπήρξαν ισχυρές οι φυγόκεντρες ωθήσεις, ιδιαίτερα από μέρους των πληθυσμών της Ναγκαλάνδης. Και εδώ υπήρξαν κινεζικές διεκδικήσεις, που αφορούν λιγότερο το τμήμα της ιμαλαϊανής πλευράς (το έδαφος του σημερινού Αρουνατσάλ Πραντές). Όσον αφορά τις πρώην πορτογαλικές κτήσεις της Γκόα, της Νταμάν και της Ντίου και τις πρώην γαλλικές της Τσαντερναγκόρ, της Γιανάμ, του Ποντισερί, της Καρικάλ και της Μαέ, έχουν τελείως απορροφηθεί στην Ι.Η διαίρεση της χώρας, που έχει ομοσπονδιακή δομή, είναι ένα από τα πιο εμφανή παραδείγματα του δύσκολου συμβιβασμού μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες αλλαγές από το 1956. Τότε, με πρωτοβουλία προπάντων του Πατέλ, ενός από τους ηγέτες του αγώνα για την ανεξαρτησία, η παλιά διοικητική δομή, που κληρονομήθηκε από τις Βρετανικές Ινδίες, ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε με μια διαίρεση σε κρατίδια, με ευρεία αυτονομία, και σε εδάφη της ένωσης, τα οποία διοικούνται από το κέντρο.
Οι παλιές υποδιαιρέσεις αντικατόπτριζαν τις φάσεις του βρετανικού αποικισμού ή των διαφόρων δυναστικών τυχών των τοπικών ηγεμόνων. Η αναδιοργάνωση αποσκοπούσε, αντίθετα, στη δημιουργία περιοχών όσο το δυνατόν πιο συμπαγών, στις οποίες θα μπορούσε να παραχωρηθεί ευρεία αυτονομία. Έτσι προέκυψαν διάφορα κρατίδια, των οποίων ο αριθμός διαφοροποιήθηκε ύστερα από αλλεπάλληλες αποφάσεις, που δημιουργήθηκαν προπάντων με βάση τις γλωσσικές διαφορές. Αντίθετα, τα εδάφη της ένωσης, των οποίων η τοπική αυτονομία είναι μικρότερη αφού βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο της πρωτεύουσας, είναι περιοχές αρκετά περιορισμένης έκτασης. Σήμερα υπάρχουν 28 κρατίδια, που είναι τα εξής (σε παρένθεση η ινδική ονομασία με λατινική γραφή, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός του κρατιδίου το 2001): Άντρα Πραντές (Αndhra Ρradesh, Χαϊντεραμπάντ, 75.727.54), Αρουνατσάλ Πραντές (Αrunachal Ρradesh, Ιταναγκάρ, 1.091.117), Ασάμ (Αssam, Ντισπούρ, 26.638.407), Γκόα (Goa, Πανάτζι, 1.343.998), Γκουντζαράτ (Gujarat, Γκαντιναγκάρ, 50.596.992), Δυτική Βεγγάλη (West Βengal, Καλκούτα, 80.221.171), Καρνατάκα (Κarnataka, Μπανγκαλόρ, 52.733.958), Κεράλα (Κerala, Τριβαντρούμ, 31.838.619), Μανιπούρ (Μanipur, Ιμπάλ, 2.388.634), Μάντγια Πραντές (Μadhya Ρradesh, Μποπάλ, 60.385.118), Μαχαράστρα (Μaharashtra, Βομβάη, 96.752.247), Μεγκαλάγια (Μeghalaya, Σιλόνγκ, 2.306.069), Μιζοράμ (Μizoram, Αϊζάβλ, 891.058), Μπιχάρ (Βihar, Πάτνα, 82.878.796), Ναγκαλάνδη (Νagaland, Κοχίμα, 1.988.636), Ορίσα (Οrissa, Μπουμπανεσβάρ, 36.706.920), Ουτάρ Πραντές (Uttar Ρradesh, Λούκνοου, 166.052.859), Ουταραντσάλ (Uttaranchal, Ντέρα Ντουν, 8.479.562), Παντζάμπ (Ρunjab, Τσαντιγκάρ, 24.289.296), Ρατζαστάν (Rajasthan, Τζαϊπούρ, 56.473.122), Σικίμ (Sikkim, Γκανγκτόκ, 540.493), Ταμίλ Ναντού (Τamil Νadu, Μαδράς, 62.110.839), Τζάμου-Κασμίρ (Jammu-Κashmir, Σριναγκάρ, 10.069.917), Τζαρχάντ (Jharkhand, Ραντσί, 26.909.428 κάτ.), Τριπούρα (Τripura, Αγκαρτάλα, 3.191.168), Τσατισγκάρ (Chhatisgarh, Ραϊπούρ, 20.795.956), Χαργιάνα (Ηaryana, Τσαντιγκάρ, 21.082.989), Χιματσάλ Πραντές (Ηimachal Ρradesh, Σίμλα, 6.077.248)· και 7 εδάφη της ένωσης, που είναι τα εξής (σε παρένθεση η ινδική ονομασία με λατινική γραφή, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός το 2001): Δελχί (Delhi, Δελχί, 13.782.976), Λακσαντουίπ (Lakshadweep, Καβαράτι, 60.595), νησιά Ανταμάν-Νικομπάρ (Αndaman-Νicobar Ιslands, Πορτ Μπλερ, 356.265), Νταμάν-Ντίου (Daman-Diu, Νταμάν, 158.059), Ντάντρα-Ναγκάρ Χαβελί (Dadra-Νagar Ηaveli, Σιλβάσα, 220.451), Ποντισερί (Ρondicherry, Ποντισερί, 973.829), Τσαντιγκάρ (Chandigarh, Τσαντιγκάρ, 900.914).
Τα κρατίδια Τσατιγκάρ, Τζαρχάντ και Ουταραντσάλ δημιουργήθηκαν μόλις το 2000 και αποσχίστηκαν από τη Μάντγια Πραντές, το Μπιχάρ και το Ουτάρ Πραντές αντιστοίχως.
Σε κάθε κρατίδιο εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία μία νομοθετική συνέλευση, από την οποία προέρχεται η κυβέρνηση· επικεφαλής της ιεραρχίας είναι ο κυβερνήτης, ο οποίος διορίζεται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας για μία πενταετία. Τα κρατίδια Μπιχάρ, Τζάμου-Κασμίρ, Καρνατάκα, Μαχαράστρα και Ουτάρ Πραντές έχουν νομοθετική συνέλευση που αποτελείται από δύο σώματα. Το σύνταγμα περιλαμβάνει 97 άρθρα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της κεντρικής κυβέρνησης (ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται οι εξωτερικές υποθέσεις, οι συγκοινωνίες, η άμυνα, η ατομική ενέργεια, το νόμισμα, οι τράπεζες και τα τελωνεία), 66 της αρμοδιότητας των κυβερνήσεων των κρατιδίων (μεταξύ των οποίων η τοπική διακυβέρνηση, η αστυνομία, η δημόσια υγεία και η εκπαίδευση) και 47 συνεργασίας μεταξύ κεντρικής και τοπικής εξουσίας (όπως ο οικονομικός σχεδιασμός και τα κοινωνικά ζητήματα). Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, το κέντρο μπορεί να τελέσει λειτουργίες της αρμοδιότητας των κρατιδίων. Τα εδάφη της ένωσης διοικούνται από τον πρόεδρο μέσω διοικητή. Οι μικρότερες τοπικές διοικητικές μονάδες είναι τα κοινοτικά συμβούλια, οι δήμοι, οι επιτροπές πόλης, ενώ για τις αγροτικές περιοχές ισχύει σύστημα τριών βαθμίδων: των παντσαγιάτ του χωριού, της περιφέρειας και του διαμερίσματος. Οι παντσαγιάτ του χωριού, οι οποίοι εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, είναι υπεύθυνοι για όλες τις κοινωνικές, υγειονομικές και κοινοτικές υπηρεσίες του μικρόκοσμου που είναι το ινδικό χωριό.Όταν, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, υπήρξε αισθητή η ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα από τη χρησιμοποίηση της αγγλικής ως επίσημης γλώσσας, έγινε και η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η χίντι (ινδική) ως εθνική γλώσσα. Η απόφαση αυτή προκάλεσε τότε την αντίδραση των μουσουλμάνων που μιλούσαν την ουρντού (ινδοστανική), η οποία είναι το ίδιο γλωσσικό ιδίωμα από γραμματική και γλωσσική άποψη, αλλά γράφεται με αραβικούς χαρακτήρες (αντί των ντεβανάγκαρι, με τους οποίους γράφεται η χίντι) και περιλαμβάνει πολλές λέξεις περσικής προέλευσης. Ως συνέπεια της κατάστασης αυτής, στην Ι. καθομιλουμένη γλώσσα είναι η αγγλική και εθνική η χίντι. Υπάρχουν ακόμα περίπου δεκαπέντε γλώσσες που έχουν αναγνωριστεί ως επίσημες και ομιλούνται στα διάφορα κρατίδια. Σύμφωνα με την απογραφή του 1991, η γλώσσα χίντι ομιλείται από 354.270.000 άτομα, η τελουγουική από 72.720.000, η βεγγαλική από 69.060.000, η μαραθική από 66.550.000, η ταμιλική από 59.980.000 και η ουρντού από 47.370.000.
Η ποικιλία των φυλών που ζουν στην ινδική υποήπειρο, ανάμεσα σε ιθαγενείς πληθυσμούς και λαούς που κατάγονται από τους Αρίους εισβολείς, είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση πολυάριθμων γλωσσών και διαλέκτων, που μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κύριες γλωσσικές οικογένειες: τη θιβετοβιρμανική, στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα (όπου υπάρχει επίσης και κάποια διείσδυση της γλωσσικής οικογένειας μον-μερ με τη γλώσσα χάσι, που ομιλείται σε μερικές περιοχές του Ασάμ), τη μουνδαϊκή, που την ομιλούν μικρές ομάδες στην κεντροανατολική Ι., τη δραβιδική στη νότια Ι., στο βόρειο τμήμα της Κεϋλάνης, στα νησιά Λακσαντουίπ με μια μεμονωμένη παραφυάδα στο κεντροανατολικό Βελουχιστάν, και την ινδοευρωπαϊκή, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου εδάφους.
Η τελευταία είναι η πιο σπουδαία γλωσσική οικογένεια, επειδή έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών και τις φιλολογικές παραδόσεις με το πιο αυξημένο γόητρο. Οι γλώσσες της οικογένειας αυτής, που ομιλούνται στην ινδική υποήπειρο, ανήκουν στον άριο ή ινδοάριο κλάδο. Αυτός αποτελείται από την ιρανική ομάδα (της οποίας μόνο η βελουχική διάλεκτος ομιλείται στο νοτιοδυτικό τμήμα του Πακιστάν) και από την ινδοάρια ομάδα (που περιλαμβάνει όλες τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και διαλέκτους που ομιλούνται στην Ι.). Χρονολογικά, η ινδοάρια μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: α) την περίοδο της αρχαίας ινδικής (στην οποία διακρίνουμε μια πιο αρχαϊκή φάση, η οποία αντιπροσωπεύεται από τη βεδική, και μια πιο πρόσφατη, η οποία αντιπροσωπεύεται από την κλασική σανσκριτική)· β) την περίοδο της μέσης ινδικής (περιλαμβάνει την παλική, την επιγραφική πρακριτική και τις άλλες πρακριτικές διαλέκτους, τη μεικτή σανσκριτική, δηλαδή μια υβριδική γλώσσα αποτελούμενη από σανσκριτικές και πρακριτικές μορφές, στην οποία είναι γραμμένες ιδίως οι στροφές των μυθικών βιογραφιών του Βούδα) και γ) τη νεοϊνδική περίοδο.
Η τελευταία περιλαμβάνει πολυάριθμες γλώσσες και διαλέκτους, οι οποίες μπορούν να περιληφθούν σε τέσσερις ομάδες: τη βορειοδυτική (η οποία συμπεριλαμβάνει τις ακραίες ορεινές περιοχές που συνορεύουν με το Παμίρ, όπου ομιλούνται η καφιρική, η κασμιρική, η σιναϊκή), τη δυτική (της οποίας μέρος αποτελούν: η δυτική παντζαμπική ή λάχντα, που ομιλείται κατά μήκος του άνω ρου του Ινδού ποταμού, η γκουτζαρατική, νοτιοανατολικά της σινδικής, η μαραθική νοτιότερα, που έχει πλούσια λογοτεχνία και συνορεύει με τη δραβιδική γλωσσική περιοχή, η ρατζαστανική ανατολικά της σινδικής, η μπιλική ανατολικά της γκουτζαρατικής), την κεντρική (η οποία περιλαμβάνει τις διάφορες διαλέκτους της χίντι, την καθαυτό παντζαμπική ανατολικά της δυτικής παντζαμπικής, τη νεπαλική, που είναι η επίσημη γλώσσα του Νεπάλ, και δυτικότερα την παχαρική) και την ανατολική (η οποία περιλαμβάνει την μπιχαρική, νοτιοανατολικά του Νεπάλ, την ασαμική, τη βεγγαλική και ακόμα νοτιότερα την ορίγια).
Στις πεδιάδες του βορρά είναι διαδεδομένα γλωσσικά ιδιώματα που προέρχονται από τη σανσκριτική. Στον νότο επικρατούν οι δραβιδικές γλώσσες, που έχουν διαφορετική καταγωγή, αν και σε πολλές περιπτώσεις έχουν υποστεί ισχυρή επίδραση της σανσκριτικής. Κατά μήκος των βορείων συνόρων και στις περιοχές των διαφόρων φυλών χρησιμοποιούνται γλώσσες πολύ διαφορετικού τύπου, που έχουν μείνει σε μετριότατη στάθμη ανάπτυξης.Η Ι. διοικείται με σύνταγμα, το οποίο άρχισε να ισχύει στις 26 Ιανουαρίου 1950 και έχει τροποποιηθεί πολλές φορές. Το σύνταγμα καθορίζει τη χώρα ως ομοσπονδιακή δημοκρατία και εγγυάται τα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη στον κοινωνικό, στον οικονομικό και στον πολιτικό τομέα. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται για μία πενταετία από ένα σώμα που αποτελείται από μέλη του κοινοβουλίου και των εθνοσυνελεύσεων των κρατιδίων. Ο πρόεδρος ασκεί την εκτελεστική εξουσία μαζί με την κυβέρνηση, που αποτελείται από τον πρωθυπουργό (ηγέτη του κόμματος της πλειοψηφίας) και τους υπουργούς. Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη απέναντι στο κοινοβούλιο, το οποίο ασκεί τη νομοθετική εξουσία και αποτελείται από δύο σώματα: την Άνω Βουλή ή Συμβούλιο των Κρατών (Rajya Sabha) –της οποίας τα 250 μέλη εκλέγονται από τις εθνοσυνελεύσεις των κρατιδίων κατ’ αναλογία προς τους κατοίκους και ανανεώνονται κατά το ένα τρίτο κάθε δύο χρόνια, εκτός από έναν μικρό αριθμό μελών (έως 12) που ορίζονται από τον πρόεδρο– και τη Βουλή του Λαού (Lok Sabha), της οποίας τα 543 από τα 545 μέλη, με πενταετή θητεία, εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία, ενώ δύο ορίζονται από τον πρόεδρο.Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1999 πρώτο κόμμα αναδείχθηκε η Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία (National Democratic Alliance), με αρχηγούς τους Ατάλ Βιτζαρί Βατζπαγί, Τζορτζ Φερνάντες και Ραμακρίσνα Χετζ. Ακολούθησαν τα κόμματα Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο (Indian National Congress), του οποίου ηγείται η Σόνια Γκάντι, και το Κομουνιστικό Κόμμα της Ι. (Communist Party of India), του οποίου ηγείται ο Χαρκισάν Σουρτζίτ.Το δίκαιο της Ι. βασίζεται στο βρετανικό δίκαιο. Το δικαστικό σύστημα έχει ως ανώτατο όργανό του το ανώτατο δικαστήριο, που λειτουργεί ως ακυρωτικό και, κατά τις περιστάσεις, ως συνταγματικό δικαστήριο. Αποτελείται από τον πρόεδρο και μέχρι 25 δικαστές, οι οποίοι τοποθετούνται από αυτόν. Ακολουθούν τα ανώτερα δικαστήρια, ένα για κάθε κρατίδιο της ομοσπονδίας, ορισμένα από τα οποία έχουν επίσης δικαιοδοσία στα εδάφη της ένωσης. Ένα ξεχωριστό ανώτερο δικαστήριο υπάρχει για το έδαφος του Δελχί, ενώ για την Γκόα υπάρχει δικαστήριο που λειτουργεί ως ανώτερο δικαστήριο. Κάθε κρατίδιο διαιρείται σε ορισμένο αριθμό διαμερισμάτων, υπό τη δικαιοδοσία των δικαστών διαμερισμάτων, οι οποίοι προεδρεύουν στα αστικά και στα ανώτερα δικαστήρια.Η Ι., κοσμική στην πολιτική δομή της, είναι εξαιρετικά θρησκευόμενη στο κοινωνικό περίγραμμά της και στην καθημερινή της ζωή, εξαιτίας των πολυάριθμων διαφορετικών θρησκειών που υπάρχουν σε αυτήν. Σύμφωνα με στοιχεία του 2000, οι ινδουιστές αντιπροσωπεύουν το 81,3% του πληθυσμού, οι μουσουλμάνοι το 12%, οι χριστιανοί το 2,3% (κυρίως ρωμαιοκαθολικοί, αλλά και αρκετοί ορθόδοξοι), οι σιχ το 1,9%, ενώ το υπόλοιπο 2,5% αποτελείται από βουδιστές, τζαϊνιστές, πάρσους, Εβραίους και οπαδούς ανιμιστικών λατρειών.Η εκπαίδευση δυτικού τύπου άρχισε να εφαρμόζεται στην Ι. τον 18ο αι., όταν αναπτύχθηκε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών. Το 1813 η Μεγάλη Βρετανία ανέθεσε στην Εταιρεία την ευθύνη της εκπαίδευσης, που επιβλήθηκε σύμφωνα με το βρετανικό πρότυπο. Το 1857 εγκαινιάστηκαν τα πανεπιστήμια της Καλκούτας, της Βομβάης και της Μαδράς. Τα επόμενα χρόνια άνοιξαν στη χώρα πολυάριθμα ιδρύματα και ιδιωτικά κολέγια, τροποποιημένα κατά τον βρετανικό τύπο. Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν, έως τον 19ο αι., ελάχιστα ανεπτυγμένη σε σχέση με τη μέση και την πανεπιστημιακή, που χρησίμευε για την κατάρτιση των τοπικών κρατικών υπαλλήλων. Στις αρχές του 19ου αι. οργανώθηκαν τεχνικές σχολές και μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο άνοιξαν οι πρώτες εθνικές ινδικές σχολές. Μετά την ανεξαρτησία, το 1947, η εκπαίδευση εθνικοποιήθηκε. Σήμερα παρέχεται δωρεάν, είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 6 έως 14 ετών και περιλαμβάνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, με πενταετή διάρκεια, και τη μέση εκπαίδευση με τριετή διάρκεια. Η ανώτερη μέση εκπαίδευση, όπου η φοίτηση γίνεται ύστερα από τους δύο κύκλους της βασικής εκπαίδευσης, περιλαμβάνει τις ανώτερες σχολές, η διάρκεια των οποίων κυμαίνεται από δύο έως τέσσερα χρόνια, ανάλογα με το αν θέλει κάποιος να αποκτήσει ενδιάμεσο δίπλωμα σπουδών ή να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο (197 πανεπιστήμια και άλλες ανώτατες σχολές το 1991). Το 48% του πληθυσμού είναι αναλφάβητοι.Οι ένοπλες δυνάμεις της Ι. αριθμούν πάνω από 1.300.000 εκατ. άνδρες, ενώ άλλοι 535.000 βρίσκονται σε εφεδρεία. Περιλαμβάνουν τον στρατό ξηράς, το πολεμικό ναυτικό (περιλαμβανομένης της αεροπορίας του ναυτικού), την πολεμική αεροπορία, τη διοίκηση στρατηγικών πυρηνικών όπλων, την ακτοφυλακή καθώς και διάφορες παραστρατιωτικές μονάδες και πολιτοφυλακές. Ο στρατός ξηράς είναι εξοπλισμένος με περίπου 3.500 βαρέα άρματα μάχης και 1.700 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Η πολεμική αεροπορία και η αεροπορία του ναυτικού διαθέτουν περίπου 1.500 αεροσκάφη και 431 ελικόπτερα, ενώ το πολεμικό ναυτικό 42 πολεμικά και 52 βοηθητικά πλοία. Η θητεία είναι εθελοντική, αλλά το σύνταγμα τη θεωρεί πρωταρχική υποχρέωση κάθε πολίτη. Η Ι. ήταν η πρώτη χώρα από τον Τρίτο κόσμο που απέκτησε πυρηνικά όπλα (η πρώτη πυρηνική δοκιμή πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου 1974).Μετά την ανεξαρτησία, η κυβέρνηση έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση των ενδημικών προβλημάτων υγείας. Ωστόσο, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην προληπτική ιατρική, στις συνθήκες υγιεινής και στη διατροφή, οι φτωχοί έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην περίθαλψη. Πάντως οι επιδημίες χολέρας, δυσεντερίας και ελεφαντίασης δεν είναι πια συνηθισμένη κατάσταση, όπως στο παρελθόν. Έμφαση έχει δοθεί και στα προγράμματα ελέγχου των γεννήσεων.Η Ι. μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις μεγάλους γεωλογικούς τομείς. Ο πρώτος αντιστοιχεί στη χερσονησιωτική Ι., την πιο αρχαία μάζα της υποηπείρου, που περιλαμβάνει ολόκληρο το Ντεκάν και τις κεντρικές ζώνες, οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στα τρία τέταρτα της συνολικής επιφάνειας. Αποτελείται κυρίως από γνεύσιους και γρανίτες του αρχαιοζωικού. Στην αρχική περίοδο της μακρόχρονης γεωλογικής ιστορίας της, η ζώνη αυτή γνώρισε μεγάλες ηφαιστειακές δράσεις, καθιζήσεις, ιζηματαποθέσεις και διαστροφισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των πετρωμάτων (τα οποία ταξινομούνται σήμερα ως νταρβάρ, κουνταπάχ και βίντγια). Ο δεύτερος γεωλογικός τομέας αποτελείται από τις μεγάλες προσχωσιγενείς πεδιάδες της βόρειας Ι. Ο τρίτος αντιστοιχεί στην πιο πρόσφατη φάση ορεογενετικής δραστηριότητας στην Ι., που προκάλεσε τη γιγαντιαία ανύψωση, από τον βυθό της Τηθύος, των σχηματισμών οι οποίοι αποτελούν σήμερα τα ιμαλαϊανά βουνά.
Περισσότερο από το μισό της χερσονησιωτικής Ι. αποτελείται από μη απολιθωμένα αρχαιοζωικά πετρώματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα σχιστώδη πετρώματα του νταρβαριανού συστήματος. Πολλά από τα αρχαιοζωικά πετρώματα πρέπει ακόμα να ταξινομηθούν· οι γρανίτες και οι γνεύσιοι που δεν έχουν ταξινομηθεί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοζωικών στρωμάτων της νότιας και της ανατολικής ζώνης του Ταμίλ Ναντού, του μισού ανατολικού τμήματος του Άντρα Πραντές, της Ορίσα και του Τσότα Ναγκπούρ στο Μπιχάρ. Μαζί με τους μη ταξινομημένους γρανίτες και γνευσίους απαντά, πάντοτε στη χερσονησιωτική Ι., ένας δεύτερος τύπος γνευσίου, αρκετά ανθεκτικού στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες, στον οποίο έχει δοθεί το όνομα τσαρνοκίτι.
Η Ι. γνώρισε έναν κύκλο ιζηματαπόθεσης και κατά το άνω προκάμβριο, από τότε που σχηματίστηκαν εναποθέσεις στη λεγόμενη θάλασσα του Κουνταπάχ. Ακολούθησε ορεογενετική κίνηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανύψωση των τοπικών ιζημάτων, που απαντούν τώρα στις συρρικνώσεις των νταρβαριανών πετρωμάτων. Από τις πολλές αναδύσεις κουνταπαχιανών εναποθέσεων, η μεγαλύτερη είναι εκείνη του διαμερίσματος Κονταπάχ, στο κρατίδιο Άντρα Πραντές. Η λεκάνη Τσατισγκάρχ, στο κράτος Μάντγια Πραντές, αντιπροσωπεύει μια άλλη ζώνη, στην οποία τα κουνταπαχιανά πετρώματα αναδύονται καθαρά.
Σε ορισμένες περιοχές της χερσονησιωτικής Ι., τα ιζήματα του άνω προκαμβρίου βρίσκουν τη φυσική συνέχειά τους σε εκείνα του κάτω παλαιοζωικού, που υπέστησαν τη βιντγιανική ορεογενετική κίνηση, η οποία διάβρωσε και μεταμόρφωσε τα αρχαία κουνταπαχιανά πετρώματα.
Η επόμενη γεωλογική φάση μεγάλης σπουδαιότητας πραγματοποιήθηκε μεταξύ άνω λιθανθρακοφόρου και κάτω κρητιδικού, όταν σχηματίστηκαν μεγάλα ποτάμια ή λιμναία ιζήματα. Αυτά αργότερα καταβυθίστηκαν, ξεφεύγοντας έτσι από την ατμοσφαιρική διάβρωση και διατηρώντας την πιο πολύτιμη σύστασή τους, τα ανθρακοφόρα πετρώματα, που υπάρχουν προπάντων στην κοιλάδα του Νταμοντάρ και, μέσα σε ορισμένα όρια, στην κοιλάδα του Γκονταβάρι.
Ανάμεσα στα επιφανειακά πετρώματα της χερσονησιωτικής Ι., τα λαβικά στρώματα καταλαμβάνουν τις μεγαλύτερες επιφάνειες. Οι πρώτες εκχύσεις άρχισαν στις αρχές του κρητιδικού και η τελευταία έγινε στην αρχή του ηωκαίνου.
Μετά την ιζηματαπόθεση των βιντγιανικών ιζημάτων στη θάλασσα του κάτω παλαιοζωικού και έως το ιουράσιο, σε κανένα σημείο της χερσονησιωτικής Ι. δεν έγιναν περαιτέρω ιζηματαποθέσεις. Οι μετέπειτα γεωλογικές περίοδοι, από το κρητιδικό έως το πλειόκαινο, χαρακτηρίστηκαν από θαλάσσιες επικλύσεις κατά μήκος των δυτικών και ανατολικών ακτών. Μεγάλο μέρος αυτών καλύφθηκαν στη συνέχεια από μη στερεοποιημένες εναποθέσεις.Η Ι., που καταλαμβάνει περίπου τα 3/4 της ινδικής περιοχής, είναι μια χώρα με ψηλά βουνά και μεγάλους ποταμούς. Τα Ιμαλάια, το πιο επιβλητικό ορεογραφικό σύστημα του κόσμου, σχηματίζουν στα βόρεια ένα τεράστιο φυσικό προπύργιο. Η οροσειρά αυτή περιλαμβάνει μερικές από τις πιο ψηλές κορυφές του πλανήτη μας. Επίσης, αποτελεί το νεαρότερο ορεογραφικό σύστημα που υπάρχει και το μακρύτερο, με προσανατολισμό ανατολικοδυτικό (2.500 χλμ., με επιφάνεια περίπου 500.000 τ. χλμ.). Τα Ιμαλάια εκτείνονται τοξοειδώς, με το κυρτό τμήμα προς τις πεδιάδες της βόρειας Ι.
Τα νότια σύνορα της χώρας καθορίζονται από μια υψομετρική γραμμή 300 μ. προς τα Δ και 150 μ. προς τα Α. Από τις πρώτες παραφυάδες, η οροσειρά υψώνεται απότομα προς τα βόρεια, φθάνοντας τα 8.000 μ. ύστερα από μόλις 150 χλμ. και περιλαμβάνει εκτεταμένες χιονισμένες περιοχές (χιμάλ) που τροφοδοτούν αιώνιους παγετώνες και ορεινούς χειμάρρους.
Πολυάριθμα ορεινά συστήματα, ανάμεσα στα οποία εκείνο των Πατκάι, εκτείνονται στα νότια των Ιμαλαΐων, στο Ασάμ, κατά μήκος της συνοριακής γραμμής μεταξύ Ι. και Μυανμάρ. Ανάλογα με τις περιοχές, οι οροσειρές αυτές παίρνουν διάφορες ονομασίες και προέρχονται από την ίδια ορεογενετική κίνηση που προκάλεσε την εμφάνιση των Ιμαλαΐων.
Η Ι. έχει τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου, αλλά και τα πιο αρχαία, όπως ο ορεινός όγκος των Αραβάλι, που καταλαμβάνει τη θέση ενός αρχαίου γεωσυγκλίνου. Η ανύψωσή του και η συγκλινής συρρίκνωσή του άρχισαν πριν από 600 έως 700 εκατ. χρόνια. Τα σημερινά Αραβάλι δεν είναι πια παρά ένα λείψανο εκείνων που ήταν στο παρελθόν, όταν αποτελούσαν τον μεγαλύτερο υδροκρίτη της Ι. Πιθανότατα στα τέλη του μεσοζωικού, δηλαδή πριν από περίπου εκατό εκατομμύρια χρόνια, τα Αραβάλι, ισοπεδωμένα σχεδόν τελείως, υπέστησαν τοπικές ανανεώσεις και ανυψώθηκαν για δεύτερη φορά σε ύψος τουλάχιστον 1.200 μ., κοντά στη σημερινή πόλη Ουνταϊπούρ, και σε ύψος 300 μ. στα δύο άκρα, κοντά στο Δελχί και στην Αχμανταμπάντ αντίστοιχα. Με τον επόμενο διαβρωτικό κύκλο, οι σκληροί χαλαζίτες λαξεύτηκαν σε μορφή απόκρημνων ράχεων, ενώ κοιλάδες, τοπικά γνωστές με την ονομασία τσιντς, σχηματίζονταν στους πιο μαλακούς φυλλίτες.
Τα υλικά διάβρωσης των Αραβάλι εναποτέθηκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας αργότερα το υψίπεδο και τα βουνά Βίντγια. Πρόκειται για υψώματα που διασχίζουν σχεδόν από το ένα άκρο έως το άλλο την Ινδική χερσόνησο, καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 1.050 χλμ., με μέσο ύψος 300 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, και ορίζονται στα νότια από τις κοιλάδες του Ναρμάντα και του Σον. Η οροσειρά αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους υδροκρίτες της Ι. και, μαζί με τον ορεινό όγκο των Σατπούρα, αντιπροσωπεύει το όριο ανάμεσα στη βόρεια Ι. και στο Ντεκάν.
Στα νότια των Βίντγια υψώνεται το επίσης αρχαίο ινδικό ορεογραφικό σύστημα των Σατπούρα, που αποτελείται από μια σειρά παράλληλων αλυσίδων, γνωστών με διαφορετικές ονομασίες ανάλογα με τις τοποθεσίες. Τα Δυτικά Γκατ, με μέσο ύψος 1.200 μ., προχωρούν επί περίπου 1.600 χλμ. κατά μήκος της παρυφής του Ντεκάν, από τις εκβολές του Τάπτι έως το ακρωτήριο Κόμοριν, το νοτιότερο σημείο της Ι.
Τα βουνά αυτά αντιπροσωπεύουν πιθανώς την παρυφή ενός γιγαντιαίου ρήγματος στα άκρα της ηπείρου. Αυτό εξηγεί γιατί όλοι οι μεγαλύτεροι χερσονησιωτικοί ποταμοί, με εξαίρεση τον Ναρμάντα και τον Τάπτι, ρέουν προς τα ανατολικά και εκβάλλουν στον Κόλπο της Βεγγάλης, αν και έχουν τις πηγές τους στις ράχες των ίδιων των Δυτικών Γκατ, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 50-80 χλμ. από την ακτή της Αραβικής θάλασσας.
Τα χερσονησιωτικά οροπέδια περιορίζονται στα ανατολικά των Ανατολικών Γκατ, τεκτονικού σχηματισμού, τον οποίο μεγάλοι ποταμοί διαιρούν σε συνεχείς ομάδες. Η οροσειρά αποκτά ύψος στο βόρειο τμήμα, ανάμεσα στον Γκονταβάρι και στον Μαχανάντι, με κορυφές που ξεπερνούν τα 1.000 μ. Στα νότια του Κρίσνα, τα Ανατολικά Γκατ είναι πιο συμπαγή και σχηματίζουν μια συνεχή σειρά από παράλληλες αλυσίδες και κοιλάδες.
Μεγάλο μέρος της επιφάνειας της Ι. παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του υψιπέδου. Πρόκειται για εκτεταμένα οροπέδια, κυματοειδή κατά τόπους, που βρίσκονται σε ύψος 300-900 μ. και ορίζονται από αντερείσματα. Τα υψίπεδα Μάλβα και Βίντγια, στην κεντρική ζώνη, έχουν ως βάση τον ορεινό όγκο των Βίντγια. Και το ένα και το άλλο υψίπεδο αποστραγγίζονται κυρίως στον Τζούμνα και στον Γάγγη, μέσω μιας σειράς παραποτάμων που ρέουν προς τα βόρεια, οι μεγαλύτεροι από τους οποίους είναι ο Τσαμπάλ, ο Μπέτβα και ο Κεν. Στα ανατολικά εκτείνονται τα υψίπεδα των Ράντσι, Χαζαριμπάγ και Κοντάρμα.
Πολυάριθμα υψίπεδα έχει επίσης η περιοχή των βουνών Σατπούρα, στα νότια του ποταμού Ναρμάντα. Αξίζει να αναφερθούν δύο από αυτά· για την ακρίβεια, το λαβικό υψίπεδο του Μπετούλ, που καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα του ορεινού όγκου φτάνοντας το ύψος των 1.200 μ., και το υψίπεδο του Μαϊκάλα, το οποίο ορίζεται από την ομώνυμη οροσειρά και έχει ύψος που κυμαίνεται από 450 έως 900 μ.
Στα νότια του Τάπτι-Πούρνα και στα δυτικά του Βαϊνγκάνγκα-Πραντσίτα-Γκονταβάρι εκτείνεται το μεγαλύτερο υψίπεδο της Ι., το Ντεκάν, το οποίο, σύμφωνα με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μεγάλα τμήματα: Μαχαράστρα, Καρνατάκα και Τελανγκάνα. Η ζώνη παρουσιάζει μια διαδοχή γυμνών λόφων από γρανίτη και χαμηλών βαθυπέδων, με μάλλον απόκρημνα τοιχώματα.
Οι πεδιάδες της Ι. αποτελούν τον σπουδαιότερο γεωλογικό σχηματισμό. Εκτείνονται επί 1.000.000 τ. χλμ. και, όπου υπάρχει νερό, καλλιεργούνται εντατικά και είναι πυκνοκατοικημένες.
Το βόρειο τμήμα της χερσονησιωτικής Ι. περιλαμβάνει το ινδογαγγικό βαθύπεδο, που αποτελεί τον σύνδεσμο ανάμεσα στα Ιμαλάια και στη χερσόνησο. Το βαθύπεδο άρχισε να σχηματίζεται στο άνω ηώκαινο και έφτασε στη μεγαλύτερη ανάπτυξή του στο μέσο μειόκαινο. Τα ιζήματα που καλύπτουν σήμερα το βαθύπεδο αποτελούνται κυρίως από άμμους, ιλύ και αργίλους.
Η γεωλογία των Ιμαλαΐων δεν είναι ακόμη τελείως γνωστή. Ωστόσο, είναι πια επιβεβαιωμένο ότι η οροσειρά, όπως και η όμοιά της αλπική, χαρακτηρίζεται από μια γεωλογική δομή που περιλαμβάνει μια ολόκληρη σειρά από σχηματισμούς, οι οποίοι ξεκινούν από το αρχαιοζωικό και καταλήγουν στο τριτογενές.
Συναφή με τους κάμβριους και προκάμβριους σχηματισμούς είναι τα τριτογενή ιζήματα, που αποτελούν τη ζώνη στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, κατά μήκος όλης της έκτασής τους, και αντιστοιχούν σε ισάριθμες φάσεις ιζηματαποθέσεων από το ηώκαινο.
Η ιζηματογενής επικάλυψη των Μεγάλων Ιμαλαΐων αποτελείται, στο ανατολικό τμήμα των Ιμαλαΐων του Κουμαούν, από ιζήματα μεγάλης ποικιλίας: από αργίλους έως λεπτούς κονιορτοποιημένους ασβεστόλιθους. Τα ιζήματα αυτά συνεχίζονται κανονικά στα σχιστώδη πετρώματα που σχηματίζουν τις πιο ψηλές κορυφές, όπως τη Νάντα Ντέβι (7.817 μ.) και την Άπι (7.132 μ.).
Εδαφολογία. Η εδαφολογία παίζει σπουδαιότατο ρόλο στη γεωργική οικονομία της Ι., η χερσονησιωτική ζώνη της οποίας, στα νότια των πεδιάδων του Γάγγη και στα ανατολικά των Αραβάλι, καλύπτεται ολόκληρη ουσιαστικά από δύο τύπους εδάφους: κοκκινόχωμα και μαυρόχωμα. Το μαυρόχωμα έχει αργιλώδη μορφή και προέρχεται κυρίως από τα μη διαπερατά πετρώματα του Μαχαράστρα και του Μάντγια Πραντές. Το κοκκινόχωμα, που καταλαμβάνει μια επιφάνεια διπλάσια σχεδόν από εκείνη του πρώτου, προέρχεται από πετρώματα όλων των τύπων. Μια ευρεία λωρίδα τέτοιων γαιών εκτείνεται ανάμεσα στην κοιλάδα του Σον και στην κοιλάδα του Γκονταβάρι. Οι προσχωσιγενείς γαίες είναι, από γεωργική άποψη, οι πιο εύφορες. Αυτές αποτελούν τον τρίτο από τους βασικούς τύπους και καλύπτουν επιφάνεια 700.000 τ. χλμ.
Ανάμεσα στους άλλους τύπους γαιών, οι ερημικές του Ρατζαστάν, οι λοφώδεις των Ιμαλαΐων και οι παράκτιες στα όρια του δέλτα του Γάγγη, καθώς και για ένα ορισμένο βάθος κατά μήκος της ανατολικής ακτής, αξίζουν ιδιαίτερη μνεία. Οι ερημικές γαίες καλύπτουν μια επιφάνεια περίπου 225.000 τ. χλμ. στο δυτικό τμήμα του Ρατζαστάν. Αποτελούνται κυρίως από άμμους, ενώ δεν είναι παραγωγικές από γεωργική άποψη εξαιτίας της έλλειψης επιφανειακών νερών. Οι γαίες αυτές θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν με κατάλληλη άρδευση.
Οι λοφώδεις γαίες των Ιμαλαΐων, που καλύπτουν μια επιφάνεια περίπου 345.000 τ. χλμ., παρουσιάζονται διαφοροποιημένες. Στα ανατολικά Ιμαλάια, ιδιαίτερα, αποτελούνται από αργιλώδη χώματα, με υψηλό ποσοστό χούμου, που είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια του τσαγιού. Οι παράκτιες γαίες του Σουνταρμπάνς, τέλος, είναι πολύ πλούσιες σε αλάτι για να επιτρέπουν τις καλλιέργειες, ενώ σε αντιστοιχία με την παράκτια λίμνη Τσίλκα (στα ΝΔ) παρουσιάζονται αμμώδεις.
Στην Ι. υπάρχουν και οι δύο τύποι αυτοφυούς βλάστησης, ο δενδρώδης και ο θαμνώδης, με επικράτηση του πρώτου. Ωστόσο, ύστερα από τον πολλαπλασιασμό του πληθυσμού, μεγάλο μέρος της φυσικής βλάστησης έχει καταστραφεί, παραχωρώντας τη θέση του στις καλλιέργειες.
Τα τροπικά δάση αειθαλών αποτελούνται από πανύψηλα δέντρα, που ξεπερνούν συνήθως σε ύψος τα 45 μ. Οργιαστική είναι επίσης η βλάστηση του υποδάσους. Κατά μήκος των ποταμών, οι καλαμώνες παίρνουν τη θέση των δασών με δέντρα ψηλού κορμού.
Πολύ πιο ευρεία είναι η επιφάνεια που καλύπτεται από τα υγρά τροπικά δάση φυλλοβόλων, προπάντων στο ανατολικό χερσονησιωτικό υψίπεδο και στην εσωτερική πλευρά των Δυτικών Γκατ. Ξηρά τροπικά δάση φυλλοβόλων υπάρχουν στην άνω και στη μέση λεκάνη του Γάγγη, καθώς και στο κεντρικό υψίπεδο και στο ανατολικό τμήμα του Ντεκάν.
Τροπικά δάση ακανθωδών φυτών με επικράτηση διαφόρων ειδών ακακιών, ανάμεσα στα οποία η μπαμπούλ και η χερ, καλύπτουν ζώνες του δυτικού Ρατζαστάν, του Κουτς, του Κατιαβάρ και του τμήματος των Δυτικών Γκατ που προστατεύεται από τις βροχές και εκτείνεται από την κοιλάδα του Τάπτι έως τα περίχωρα της Μπανγκαλόρ, στο υψίπεδο Καρνατάκα.
Στα Ιμαλάια απαντούν όλες οι εύκρατες δενδρώδεις καλλιέργειες (ξηρές, μέσες και υγρές). Οι βελανιδιές επικρατούν στις πιο απόκρημνες νότιες πλαγιές και τα κωνοφόρα στις βόρειες, που είναι πιο ομαλές. Το υποδάσος αποτελείται από φτέρες και μπαμπού-νάνους. Στα Νιλγκίρι (νότιο Ντεκάν) και στα γύρω ανάγλυφα, με υψόμετρο μεγαλύτερο από 1.500 μ., απαντούν μικρές εκτάσεις εύκρατων δασών (σόλας), που αναπτύσσονται στις ανηφορικές πλαγιές, σε προφυλαγμένα μέρη.
Στην ιμαλαϊανή περιοχή, τέλος, η αλπική βλάστηση, που αποτελείται από βοσκότοπους, σε συνδυασμό με έλατα (ελάτη η αργυρόχρους των Ιμαλαΐων) και λόχμες από ροδόδεντρα, απαντά μεταξύ 3.300 και 5.500 μ. Οι ορεινοί βοσκότοποι είναι ιδιαίτερα πλούσιοι στο Κασμίρ, όπου είναι γνωστοί με την ονομασία μεργκς.
Διάρθρωση των περιοχών. Λόγω της τεράστιας έκτασής της, αλλά και γεωγραφικών παραγόντων όπως οι ορεινοί όγκοι, οι ποταμοί, η θάλασσα, οι περιοχές της Ι. χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαφορές και διακρίνονται στις παρακάτω επτά μεγάλες ενότητες.
Ιμαλαϊανές κοιλάδες. Με εξαίρεση το βορειοανατολικό τμήμα, τα βόρεια βουνά της Ι. ονομάστηκαν Ιμαλάια. Το πιο εκτεταμένο τμήμα των ινδικών Ιμαλαΐων περιλαμβάνεται στο έδαφος του Τζάμου-Κασμίρ, που γι’ αυτό έχει μεγαλύτερες χιονισμένες εκτάσεις και παγετώνες, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό ποταμών οι οποίοι καθιστούν αρκετά παραγωγικές, από γεωργική άποψη, τις πεδιάδες στις οποίες εκβάλλουν. Στα Α του Κασμίρ το ιμαλαϊανό τοπίο απαντά ξανά στο Χιματσάλ Πραντές και στο βόρειο τμήμα του Ουτάρ Πραντές.
Το τμήμα των Ιμαλαΐων που βρίσκεται Δ του Νεπάλ είναι γνωστό με τη γενική ονομασία Δυτικά Ιμαλάια. Αφού ξεπεράσει την ανατολική μεθόριο του Νεπάλ, η οροσειρά προχωρεί προς τα ανατολικά μέσω του Σικίμ, του Μπουτάν και του ινδικού εδάφους του Αρουνατσάλ Πραντές, καταλήγοντας στα 7.755 μ. στην κορυφή του Νάμτσα Μπάρβα. Το τμήμα στα Α του Νεπάλ είναι γνωστό με την ονομασία Ανατολικά Ιμαλάια. Το τμήμα που περικλείεται μέσα στα σύνορα του ίδιου του Νεπάλ ονομάζεται Κεντρικά Ιμαλάια.
Τα Ανατολικά Ιμαλάια ξεκινούν από τις πεδιάδες της βόρειας Ι. και, χάρη στις άφθονες βροχοπτώσεις, καλύπτονται από πλούσια δασική βλάστηση.
Στους πρόποδες των Ιμαλαΐων προχωρεί μια προαλπική οροσειρά, γνωστή με την ονομασία σιβαλίκ από την πιο τυπική της ζώνη κοντά στη Χαρντβάρ. Στα Ιμαλάια, η κατανομή των οικισμών είναι προσαρμοσμένη στις διακλαδώσεις των ποταμών και των κοιλάδων· τυπικό παράδειγμα αποτελεί η κοιλάδα του Τσαμπάλ στο βόρειο Χιματσάλ Πραντές. Οι γραφικές κοιλάδες Κάνγκρα και Κούλου, με τις αναβαθμίδες τους στις οποίες καλλιεργείται ρύζι και τους οπωρώνες τους, χαρακτηρίζονται ακόμα από την παρουσία αγροκτημάτων.
Στο σύνολο, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι μέγιστη μεταξύ 1.000 και 1.700 μ., μολονότι η μορφή των οικισμών ποικίλλει αρκετά. Μεταξύ 1.700 και 2.000 μ. παρουσιάζεται ελάττωση της γεωργίας. Κατά συνέπεια, υπάρχουν λίγα χωριά και αυτά βρίσκονται σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Πάνω από τα 3.000 μ. δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει κανενός είδους καλλιέργεια και ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει εκεί παρά μόνο προσωρινά.
Ορισμένες ευρείες ιμαλαϊανές λεκάνες άσκησαν ανέκαθεν ιδιαίτερη έλξη στον άνθρωπο. Μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες είναι το Κασμίρ, που φιλοξενεί τουλάχιστον 2.000.000 κατοίκους.
Σε σχέση με το δυτικό, το ανατολικό τμήμα των Ιμαλαΐων είναι σχεδόν απρόσιτο και αρκετά αραιοκατοικημένο. Οι οικισμοί, γραμμικού τύπου, βρίσκονται προπάντων στις κοιλάδες του Ντιχάνγκ, του Ντιμπάνγκ και του Λουχίτ. Επίσης, ορισμένα χωριά είναι χτισμένα στις πλαγιές και σπάνια στις κορυφές των υψωμάτων.
Η βορειοανατολική ορεινή περιοχή περιλαμβάνει πολυάριθμες ομάδες αναγλύφων (Νάγκα, Πατκάι, Μίζο) και ένα σπουδαίο υψίπεδο, το Μεγκαλάγια.
Ποτάμιες πεδιάδες. Οι μεγάλες πεδιάδες της Ι. εκτείνονται στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, από το Παντζάμπ έως τη δυτική Βεγγάλη, καταλαμβάνοντας επίσης το Ουτάρ Πραντές και το Μπιχάρ. Οι μεγάλες πεδιάδες ορίζονται στα βόρεια, κατά μήκος όλης της έκτασής τους, από δύο στενές λωρίδες. Η μία βρίσκεται στους πρόποδες των βουνών, είναι γνωστή στο Παντζάμπ ως μπαμπάρ και αποτελείται από μεγάλα χαλίκια, ανάμεικτα με πιο λεπτά αποσαθρωμένα πετρώματα. Η άλλη, γνωστή ως τεράι (ή ταράι), είναι μια βαλτώδης ζώνη όπου οι ποταμοί, αφού γίνουν υπόγειοι στην ορεινή λωρίδα, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια και κατακλύζουν την ύπαιθρο.
Στις σχετικά υγρές πεδιάδες του Παντζάμπ οι οικισμοί είναι ευθύγραμμου τύπου, χτισμένοι κατά μήκος του ρου του Σουτλέτζ, του Μπέας και του Ράβι (που ανήκουν στο σύστημα του Ινδού), ενώ τα χωριά είναι συμπαγή και κατανεμημένα μάλλον κανονικά στο ντοάμπ της Μπιστ. Στο ντοάμπ, δηλαδή στη ζώνη ανάμεσα σε δύο ποταμούς (τον Γάγγη και τον Τζούμνα), χτίστηκαν οικισμοί, όπως συνέβη στο Παντζάμπ και στο Ουτάρ Πραντές.
Η λεκάνη της Βεγγάλης καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα των μεγάλων πεδιάδων και αποτελεί το ιδεώδες περιβάλλον για τους οικισμούς. Χωριά που σχηματίζουν μακρές και ελικοειδείς ζώνες, περιβάλλονται από κήπους και χωρίζονται από εκτεταμένους ορυζώνες, χαρακτηρίζουν το τοπίο εδώ.
Άγονες γαίες στα δυτικά. Οι πεδιάδες του Παντζάμπ (που μόνο κατά ένα μέρος βρίσκονται σε ινδικό έδαφος) προχωρούν προς τα νότια μέσα από τις άγονες γαίες του Ρατζαστάν (Μαρουστάλι) και του Κουτς. Η Μαρουστάλι του Ρατζαστάν παρουσιάζει το τυπικό τοπίο της ερήμου με ενδορροϊκές λεκάνες. Οι οικισμοί βρίσκονται είτε κατά μήκος των λιγότερο ξηρών κοιλάδων (ουάντις) είτε κατά μήκος των βαθυπέδων, όπου είναι δυνατόν να γίνει εκμετάλλευση, μέσω φρεάτων, της υδάτινης φλέβας. Ο μοναδικός ποταμός της ερήμου, ο οποίος στα χρόνια των συνηθισμένων βροχοπτώσεων φτάνει στη θάλασσα, είναι ο Λούνι ή αλμυρός ποταμός. Ρέει κοντά στα νότια σύνορα της Μαρουστάλι, αρδεύοντας τις γύρω πεδιάδες, όπου βρίσκονται μερικά χωριά τα οποία πρέπει να προστατεύονται με αντιπλημμυρικά φράγματα από τυχόν ορμητικές πλημμύρες.
Το νότιο τμήμα της ερήμου, που έχει το κέντρο του στην Μπάρμερ, είναι λιγότερο αραιοκατοικημένο από το βόρειο τμήμα, το οποίο έχει ως κέντρο βάρους την Τζαϊσαλμέρ. Η περιοχή της Μπάρμερ χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη σταθερότητα του τοπίου. Το γεγονός αυτό εξηγεί την πιο υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού (17 κάτοικοι ανά τ. χλμ. σε σχέση με τους 7 κατοίκους ανά τ. χλμ. της ερήμου Τζαϊσαλμέρ).
Στα ανατολικά του Λούνι, ιδιαίτερα, οι αμμώδεις θίνες έχουν δημιουργήσει μια κυματοειδή επιφάνεια, που καλύπτεται από μάλλον πυκνή βλάστηση με όχι λιγότερους από 250 οικισμούς. Η πυκνότητα του πληθυσμού (24 κάτοικοι ανά τ. χλμ.) είναι η υψηλότερη αυτής της ζώνης της ερήμου.
Στις βόρειες ζώνες κάθε σημείο της ερήμου καλύπτεται από αμμώδεις θίνες (ντριάν), οι οποίες μετακινούνται συνεχώς. Στα δυτικά της Σαχγκάρχ, οι ντριάν διαδέχονται η μία την άλλη σε μακριές, πολύ απόκρημνες αλυσίδες. Φυσικά, μόνο σε μερικά λεκανοπέδια μπόρεσε να υπάρξει ανθρώπινη εγκατάσταση, αλλά πάντοτε σε μορφές ιδιαίτερα επισφαλείς.
Στα βόρεια της Τζαϊσαλμέρ εκτείνονται μερικές λίμνες (ραν) που παραμένουν ξηρές κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Η σπουδαιότητά τους είναι συνδεδεμένη με τη συγκέντρωση αλατιού και πολυάριθμοι οικισμοί οφείλουν την ύπαρξή τους στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων αλατιού μιας ραν.
Η ραν του Κουτς αποτελείται από μια ομοιόμορφη πεδιάδα καλυμμένη με αλάτι, στην οποία γενικά δεν υπάρχει ίχνος ζωής. Το Κουτς, που έχει έκταση περίπου 44.000 τ. χλμ., έχει μέση πληθυσμιακή πυκνότητα 16 κατ. ανά τ. χλμ.
Κεντρικά υψίπεδα. Στα νότια των μεγάλων πεδιάδων το ινδικό έδαφος αποκτά την όψη υψιπέδου με απόκρημνα αντερείσματα. Γεωγραφικά, η περιοχή αυτή ορίζεται στα δυτικά από τα Αραβάλι και στα νότια από τους ορεινούς όγκους των Βίντγια και των Σατπούρα. Η βόρεια μεθόριος αποτελείται από τον Τζούμνα.
Τα Αραβάλι, όπως εμφανίζονται σήμερα, υψώνονται απότομα από μια σχετικά πεδινή βάση και εκτείνονται σε μήκος 800 χλμ., με κατεύθυνση από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά, μεταξύ Δελχί και Αχμανταμπάντ. Κοντά στο Δελχί η οροσειρά περιορίζεται σχεδόν στη στάθμη της προσχωσιγενούς πεδιάδας, αν και διατηρεί τα βραχώδη χαρακτηριστικά της. Μόνο στο νότιο τμήμα τους τα Αραβάλι εμφανίζουν ένα πραγματικό ορεινό σύστημα. Επικρατούν οι γρανίτες, όπως στο βουνό Αμπού (η πιο ψηλή κορυφή είναι το Γκουρού Σιχάρ, 1.722 μ.) ή –όπως στην κύρια οροσειρά– ο σκληρός χαλαζίτης. Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ευνοεί ασφαλώς τη δημιουργία οικισμών. Κατά μήκος των ράχεων βρίσκονται διάσπαρτα χτισμένα λίγα χωριά.
Στα ανατολικά των Αραβάλι εκτείνεται το ανατολικό υψίπεδο του Ρατζαστάν. Στη ζώνη αυτή έχουν χτιστεί πολλοί οικισμοί, κυρίως γύρω από τα αποθέματα νερού. Τα βουνά Βίντγια είναι στην πραγματικότητα ένα αντέρεισμα, που ποικίλλει σε χαρακτηριστικά και ύψος, ανάλογα με τη λιθολογική δομή. Στα νότια των Βίντγια ανοίγεται η εύφορη κοιλάδα του Ναρμάντα, όπου βρίσκονται αρκετά χωριά.
Νοτιότερα υψώνονται τα βουνά Σατπούρα, που φθάνουν σε ύψος περίπου τα 1.000 μ. Το υψίπεδο Τσότα Ναγκπούρ εμφανίζεται διαιρεμένο σε μια σειρά από πυρήνες και χερσονήσους διάβρωσης από τον Νταμοντάρ ή τους παραποτάμους του. Το λεκανοπέδιο του Νταμοντάρ είναι η πιο πλούσια γαιανθρακοφόρος ζώνη της Ι. και έχει πολυάριθμα κέντρα εξόρυξης. Αρκετά πιο ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση του ανθρώπου προσφέρει η λεκάνη Τσατισγκάρχ, όπου ρέει ο Μαχανάντι. Σε αντίθεση με τα λεκανοπέδια αυτά, οι λόφοι της Ορίσα, που αποτελούνται κυρίως από σκληρούς χονδαλίτες, εμφανίζονται αρκετά απόκρημνοι και με ελάχιστους οικισμούς. Τέλος, οι λόφοι του Νταντακαράνια, που αποτελούν μια μεταβατική ζώνη ανάμεσα στο νοτιοανατολικό τμήμα του κεντρικού υψιπέδου και στο Ντεκάν, είναι και αυτοί κατακερματισμένοι και καλυμμένοι από έναν πυκνό δασικό μανδύα. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της Ι. άρχισε να αποψιλώνει τη ζώνη για να δεχτεί τους πρόσφυγες από το Μπανγκλαντές. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμα χωριά στα ξέφωτα.
Ντεκάν. Στην περιοχή του Ντεκάν περιλαμβάνεται στην ουσία όλη η νότια Ι., από την οποία όμως μπορούν να διακριθούν οι δύο παράκτιες λωρίδες. Η περιοχή περιλαμβάνει τέσσερα κρατίδια: Μαχαράστρα, Καρνατάκα, Άντρα Πραντές και Ταμίλ Ναντού. Το υψίπεδο του Μαχαράστρα αποτελείται από βασάλτες και παρουσιάζει κυματώσεις που διακόπτονται από κοιλάδες. Ο Τάπτι, με την ευρεία κοιλάδα του, αποτελεί τη βόρεια μεθόριό του. Στα νότια της κοιλάδας του Τάπτι υψώνεται η ορεινή αλυσίδα των Ατζάντα, περίφημη για τις σκαμμένες στους βράχους σπηλιές της. Εξίσου ονομαστή είναι μία από τις νότιες παραφυάδες της, η Ελόρα. Η ζώνη καλύπτεται από δάση και είναι σχετικά αραιοκατοικημένη.
Νοτιότερα ρέει ο Γκονταβάρι, που έχει δημιουργήσει μια πλατιά πεδιάδα, η οποία στο δυτικό τμήμα της δέχεται αραιότατες βροχοπτώσεις και δεν αρδεύεται, γι’ αυτό και οι οικισμοί που βρίσκονται εδώ είναι ελάχιστοι. Στα νότια του Γκονταβάρι υπάρχουν μικρά χωριά, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Ακόμα νοτιότερα, ο Μπίμα διαρρέει μια αρκετά ανοιχτή πεδιάδα. Ωστόσο, μόνο εκεί όπου υπάρχουν αρδευτικά συστήματα, όπως στην κοιλάδα του Νίρα, παραποτάμου του Μπίμα, στάθηκε δυνατόν να δημιουργηθούν αρκετά μεγάλοι οικισμοί.
Το υψίπεδο της Καρνατάκα είναι το ψηλότερο και καλύτερα καθορισμένο ανάμεσα σε εκείνα του νότιου Ντεκάν. Το νότιο όριό του αποτελείται από τα Νιλγκίρι, τον πιο γραφικό ορεινό όγκο της νότιας Ι. Κυριότερος ποταμός είναι ο Κόβερι, που τροφοδοτεί την ωραία λίμνη Κρισναράτζα Σαγκάρ.
Το υψίπεδο Τελανγκάνα στο Άντρα Πραντές, που αποτελείται από γνεύσιους του αρχαιοζωικού, εμφανίζεται στο βόρειο τμήμα του λοφώδες, καλυμμένο από δάση και με ελάχιστους οικισμούς. Στο νότιο τμήμα, αντίθετα, έχει κυματοειδή επιφάνεια με πολυάριθμα αποθέματα νερού, γύρω από τα οποία έχουν χτιστεί καινούργια χωριά.
Η ζώνη στο ακραίο νότιο τμήμα του Ντεκάν, στο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού, τέλος, έχει αρκετά ελλιπή υδατική ισορροπία και δεν επωφελείται από κανέναν από τους δύο μουσώνες. Η γεωργική παραγωγή της εξαρτάται συνεπώς από την άρδευση και το τοπίο εμφανίζεται γεμάτο από δεξαμενές νερού, κοντά στις οποίες είναι χτισμένα τα χωριά.
Δυτικά Γκατ και νησιά της Αραβικής θάλασσας. Το Ντεκάν φτάνει κοντά στην Αραβική θάλασσα με ένα ψηλό ορεινό αντέρεισμα (τα Δυτικά Γκατ), που προχωρεί από την κοιλάδα του Τάπτι στα βόρεια έως τις νότιες ακτές της Μαλαμπάρ. Εξαιτίας της τραχύτητας του εδάφους και της πυκνής βλάστησης, οι οικισμοί είναι λίγοι και μεμονωμένοι· ωστόσο, πληθαίνουν ιδιαίτερα στους πρόποδες των βουνών.
Προς τα δυτικά, τα Δυτικά Γκατ εκφυλίζονται σε αναβαθμίδες, δημιουργώντας χαμηλούς λόφους και παράκτιες πεδιάδες. Στα βόρεια της Μείζονος Βομβάης, η παράκτια λωρίδα, όπου έχει προφυλαχθεί από τις πλημμύρες, είναι πυκνοκατοικημένη, προπάντων γύρω από τον κόλπο της Αγκάσι. Αρκετοί είναι και οι αγροτικοί και αστικοί οικισμοί στο λεκανοπέδιο του Ουλχάς, γύρω από την Καλιάν.
Σε απόσταση περίπου 100 χλμ. από τις ακτές της Μαλαμπάρ βρίσκονται δεκατέσσερις νησιωτικές συστάδες, που έχουν τη γενική ονομασία Λακσαντουίπ (εξελληνισμένο Λακαδίβες από το λάκσα ντίβι, που σημαίνει «εκατό χιλιάδες νησιά»).
Νοτιότερα βρίσκεται το απομονωμένο Μινικόι –που χωρίζεται από τη διώρυγα των Εννέα Μοιρών– το οποίο γεωγραφικά αποτελεί μέρος των νότιων (και πολιτικά όχι ινδικών) Μαλδίβων νήσων.
Λόφοι και πεδιάδες της ανατολικής ακτής. Οι ποταμοί του Ντεκάν, που ρέουν προς τα ανατολικά, έχουν ανοίξει πέρασμα μέσα από τα Ανατολικά Γκατ. Τα βουνά αυτά έχουν χάσει τον χαρακτήρα της ορεινής αλυσίδας σε μεγάλο μέρος της έκτασής τους και εμφανίζονται ως μία σειρά από μεμονωμένα υψώματα ή μικρούς ορεινούς όγκους, που εναλλάσσονται με λεκανοπέδια, όπως στα διαμερίσματα Κένρουλ και Κουνταπάχ. Μια τέτοια μορφολογία ευνοεί τη δημιουργία οικισμών τύπου κυψέλης, χαρακτηριστικών της περιοχής. Αντίθετα με τη δυτική, η ανατολική ακτή χαρακτηρίζεται από αραιές βροχοπτώσεις, κινητές αμμώδεις θίνες και ευρείες αλμυρές ζώνες, που διακόπτονται από λιμνοθάλασσες και βάλτους.
Στα βόρεια, οι παράκτιες πεδιάδες εκτείνονται από τα περίχωρα της Πούρι έως τα περίχωρα της Μπαντάρ, επί περίπου 700 χλμ., με βάθη που κυμαίνονται μεταξύ 20 και στα 100 χλμ., ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη γειτνίαση των Γκατ με τις ακτές του κόλπου της Βεγγάλης.
Με εξαίρεση τους τρεις μεγάλους ποταμούς του Ντεκάν, Γκονταβάρι, Κρίσνα και Κόβερι, οι άλλοι δεν εκβάλλουν σε δέλτα, με αποτέλεσμα –σε αντιστοιχία με τα τρία αυτά δέλτα– η συγκέντρωση των οικισμών να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο υπόλοιπο των παράκτιων πεδιάδων. Στο βόρειο άκρο της ανατολικής ακτής εκτείνεται η μεγάλη λίμνη Τσίλκα, γύρω από την οποία έχει δημιουργηθεί μια σειρά ψαράδικων χωριών.Οι κυριότεροι παράγοντες που καθορίζουν το κλίμα της Ι. είναι τρεις: η παρουσία των Ιμαλαΐων στα Β, τα οποία αποτελούν ένα φράγμα για τις βόρειες μάζες αέρα, η τροπικοϊσημερινή θέση της χώρας και το τεράστιο νότιο άνοιγμά της στις μεγάλες και θερμές θαλάσσιες εκτάσεις του Ινδικού ωκεανού. Οι γεωγραφικοί αυτοί παράγοντες, μαζί με την επικράτηση των ανέμων από τα νότια τεταρτημόρια (από τα Ν και ΝΔ) και την ομοιομορφία των θερμοκρασιών σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, έχουν ως αποτέλεσμα οι ισόθερμες να ακολουθούν σχεδόν σταθερά την πορεία των αναγλύφων και οι βροχομετρικές τιμές να είναι αρκετά διαφορετικές στις επιμέρους ζώνες.
Η περιοχή όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες βροχοπτώσεις είναι το Ασάμ. Το ίδιο ισχύει και για την ακτή στους πρόποδες των Δυτικών Γκατ, από το ακρωτήριο Κόμοριν στα Β της Βομβάης. Αντίθετα, η έρημος του Ρατζαστάν και το υψίπεδο Λαντάκ στο Κασμίρ είναι περιοχές τελείως άγονες. Στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου υπάρχει μια ευρεία λωρίδα, η οποία προς τα Β ενώνεται με τις μεγάλες πεδιάδες του Γάγγη και προς τα Ν με τις ανατολικές παράκτιες πεδιάδες, όπου οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 800 και 1.600 χιλιοστών τον χρόνο. Οι ελάχιστες θερμοκρασίες της Ι. κυμαίνονται μεταξύ -2,5°C και 26-27°C, ανάλογα με την τοποθεσία. Η θερμοκρασία μπορεί να κατεβεί κάτω από το μηδέν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, στο Παντζάμπ και στο Ρατζαστάν, καθώς και σε ορισμένες περιοχές του Ουτάρ Πραντές, του Μπιχάρ και του Μάντγια Πραντές. Τον χειμώνα οι άγονες ζώνες του δυτικού Ρατζαστάν και του νότιου Παντζάμπ αποτελούν τις πιο ψυχρές περιοχές στο περιβάλλον του τμήματος αυτού. Στη χερσονησιωτική Ι. η θερμοκρασία διατηρείται υψηλή και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ αυξάνεται σιγά-σιγά προς τα Ν: δεν κατεβαίνει ποτέ κάτω από τους 17,5°C στο ακρωτήριο Κόμοριν. Στο υψίπεδο της Καρνατάκα οι ελάχιστες θερμοκρασίες, στον πιο ψυχρό μήνα, είναι 10°C.
Η Ι. έχει ένα τυπικό μουσωνικό κλίμα. Αυτό χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο εποχιακών ανέμων, που ονομάζονται μουσώνες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του χρόνου φυσούν από αντίθετες κατευθύνσεις.Η Ι. έχει τρεις τύπους ποταμών –ιμαλαϊανούς, χερσονησιωτικούς, παράκτιους– και επτά κύρια υδρογραφικά συγκροτήματα: τα συστήματα του Γάγγη, του Βραχμαπούτρα, του Ινδού, τους ποταμούς της Δυτικής Βεγγάλης, της Ορίσα, εκείνους που εκβάλλουν στον Κόλπο της Βεγγάλης και εκείνους που εκβάλλουν στην Αραβική θάλασσα. Συνολικά, οι λεκάνες αυτές έχουν παροχή 1.670 δισεκατομμυρίων κ.μ., που αντιπροσωπεύουν μόνο το 45% των ετήσιων βροχοπτώσεων. Το υπόλοιπο 55% χάνεται ύστερα από εξάτμιση ή απορροφάται από το έδαφος.
Οι ιμαλαϊανοί ποταμοί, όπως ο Γάγγης, ο Τζούμνα, ο Ινδός και ο Βραχμαπούτρα, τροφοδοτούνται από τα χιόνια στις ανώτερες λεκάνες και έχουν μόνιμο χαρακτήρα κατά μήκος όλου του ρου τους. Στο ορεινό τμήμα ρέουν σε βαθείς λαιμούς και διευρύνουν τις κοίτες τους στους πρόποδες των βουνών. Οι ποταμοί της χερσονησιωτικής Ι., όπως ο Ναρμάντα, ο Γκονταβάρι, ο Κρίσνα και ο Κόβερι, τροφοδοτούνται από τις βροχές και η παροχή τους είναι μικρότερη από των ποταμών του πρώτου τύπου, ενώ παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές κατά τη διάρκεια του χρόνου. Οι παράκτιοι ποταμοί έχουν αρκετά μικρότερο μήκος και σε πολλές περιπτώσεις εποχιακό χαρακτήρα. Εκείνοι, τέλος, που ρέουν στα άγονα και ημιάγονα εδάφη του δυτικού Ρατζαστάν χάνονται σε τέλματα ή σε αλμυρές λίμνες, χωρίς να εκβάλλουν στη θάλασσα.
Με εξαίρεση τις προσχωσιγενείς ζώνες, η φύση του εδάφους μεγάλου μέρους της Ι. δεν ευνοεί τη δημιουργία σημαντικών υδάτινων αποθεμάτων. Ωστόσο, σε διάφορα βάθη υπάρχουν φρεατικές φλέβες, που αν τις εκμεταλλευτούν κατάλληλα, θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες σε νερό των κατοικιών, της βιομηχανίας και της γεωργίας.
Στο Ουτάρ Πραντές λειτουργούν περίπου 5.000 φρέατα, που αντλούν το νερό από το υπέδαφος με μηχανοκίνητες αντλίες. Το μεγαλύτερο μέρος των φρεάτων αυτών βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα. Μεγάλες ποσότητες νερού λαμβάνονται επίσης από τα φρέατα της περιοχής της Καλκούτα. Οι πορώδεις ψαμμίτες των προϊμαλαϊανών λόφων, με τη σύγκλινη δομή τους, παρουσιάζουν ιδεώδεις συνθήκες για τη γεώτρηση αρτεσιανών φρεάτων, που κατά συνέπεια είναι πολυάριθμα στη ζώνη. Το ίδιο συμβαίνει και στις παρυφές της κοιλάδας του Ναρμάντα, όπου τα διαποτισμένα με νερό στρώματα του συγκροτήματος βρίσκονται πάνω από σχηματισμούς μη διαπερατών κρυσταλλικών πετρωμάτων. Στο Γκουτζαράτ βρίσκεται μια αρτεσιανή φλέβα σε μεγάλο βάθος (270-370 μ.). Εδώ, τη μεγαλύτερη απόδοση έχει ένα φρέαρ στη Βιραμγκάμ (114.000 λίτρα νερού την ώρα). Το λαβικό υψίπεδο του Μαχαράστρα, τέλος, περιέχει φρεατικές φλέβες, ρωγμές και σχισμές κοντά στους ποταμούς και στα υδάτινα ρεύματα, καθώς και σε πορώδη πετρώματα που έχουν άφθονο νερό, το οποίο συγκρατούν μερικές φορές όταν περιβάλλονται από μη διαπερατά πετρώματα.Η ιστορία της εγκατάστασης του ανθρώπου στην Ι. αρχίζει μεταξύ 4ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. Ο πρώτος πολιτισμός άνθησε μεταξύ 3250 και 2750 π.Χ. Ήταν ένας ιδιαίτερα αστικός πολιτισμός, τα λείψανα του οποίου διατηρούνται θαυμάσια στη Χαράπα και στη Μοχέντζο Ντάρο, στην κοιλάδα του Ινδού.
Κατά την περίοδο μεταξύ 2000 και 600 π.Χ. έφθασαν στην Ι. οι Ινδοάριοι λαοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις νομαδικές συνήθειές τους και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη χώρα, ευνοημένοι από τις καλές αρδευτικές δυνατότητες των ποτάμιων ζωνών. Τα σπίτια τους ήταν φτιαγμένα από ξύλο και μπαμπού και δεν διέφεραν πολύ από εκείνα που βρίσκονται ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ι. Στην τελευταία βεδική περίοδο άνθησαν μεγάλες πόλεις και μια πιο λεπτομερής περιγραφή τους υπάρχει στα δύο μεγάλα επικά ινδικά ποιήματα, τη Ραμαγιάνα και τη Μαχαμπαράτα.
Σε μετέπειτα ιστορικές εποχές ορισμένες από τις πόλεις αυτές ανοικοδομήθηκαν, άλλες διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό το παλιό μεγαλείο τους, ενώ άλλες παρήκμασαν εντελώς. Το Δελχί είναι κλασικό παράδειγμα αρχαίας πόλης που ανοικοδομήθηκε πολλές φορές (14) γύρω από το αρχικό κέντρο. Αντίθετα η Αγιόντγια, προάστιο σήμερα της Φαϊζαμπάντ, και η Ματούρα, στον ποταμό Τζούμνα, δεν προσφέρουν παρά μια αμυδρή ιδέα σχετικά με την εικόνα τους στο παρελθόν.
Η Μπεναρές είναι η μοναδική ιστορική πόλη της Ι. που έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την παλιά της αίγλη. Στη βουδιστική εποχή αναπτύχθηκε η πόλη Σαρανάτ, όπου ο Βούδας άρχισε τη διδασκαλία του.
Τον αρχαιότερο ινδικό φυλετικό ιστό αποτελούσαν πιθανότατα φυλές της ζούγκλας, οι προδραβίδες, που υποτάχθηκαν στους Δραβίδες. Αυτοί ζούσαν αρχικά στην κοιλάδα του Γάγγη και αργότερα, έπειτα από πολλές μετακινήσεις, στην κεντρική και νότια Ι. Η διείσδυση των πληθυσμών άριας γλώσσας διήρκεσε αρκετούς αιώνες. Κατέλαβαν πρώτα τις εύφορες γαίες της κοιλάδας του Ινδού και μετά σκορπίστηκαν κατά μήκος των κοιλάδων του Τζούμνα και του Γάγγη, διασχίζοντας τις άγονες και ημιάγονες γαίες του Ρατζαστάν, ώσπου έφθασαν στις δασικές ζώνες. Στη συνέχεια, διεισδύσεις λαών από τα βόρεια βουνά και μογγολικών στοιχείων από τα Α και τα ΒΑ αλλοίωσαν αρκετά την αρχική εθνολογική σύσταση.
Η διάκριση των ανθρώπινων τύπων που κατοικούν στην Ι. αποτελεί ένα περίπλοκο πρόβλημα. Γενικά έχουν αναγνωριστεί νεγροειδείς, αυστραλοειδείς, μογγολικές και καυκασιανές ομάδες, καθώς και ομάδες πληθυσμών ινδοάριας προέλευσης. Με βάση τα μετέπειτα εθνολογικά επάλληλα στρώματα και τα φυλετικά και γλωσσολογικά χαρακτηριστικά τους, οι επιστήμονες μιλούν για προδραβιδικούς και δραβιδικούς (μελαχρινοί δολιχοκέφαλοι) πληθυσμούς, για ινδοάριους (ξανθοί δολιχοκέφαλοι), ινδοάλπειους ή Καυκασίους (βραχυκέφαλοι) και Μογγόλους.
Οι πιο πρόσφατες ταξινομήσεις τείνουν να αναγνωρίσουν στην Ι. επτά φυλετικά στοιχεία. Το πρώτο, ο ινδικός τύπος, αντιπροσωπεύεται από τους βραχμάνους που κατοικούν στο Άντρα Πραντές. Μιλούν την τελουγκονική γλώσσα, έχουν χαμηλό ανάστημα, μακρύ αλλά μικρό κεφάλι, μαύρα μαλλιά και σκούρο χρώμα δέρματος. Ο δεύτερος τύπος διαφέρει από τον πρώτο μονάχα στο σχήμα του κεφαλιού και αντιπροσωπεύεται από τους βραχμάνους Ναγκάρ. Ο τρίτος τύπος είναι άριος, με ψηλότερο ανάστημα και με πιο ανοιχτό χρώμα δέρματος, διαδεδομένος στη βόρεια Ι. Ο τέταρτος τύπος, με μικρή και σιμή (πεπλατυσμένη και με τα ρουθούνια προς τα έξω) μύτη, πλατύ και κοντό πρόσωπο, μαύρα σγουρά μαλλιά, επικρατεί ανάμεσα στους Αδιβάσους της κεντρικής και νότιας Ι., που θεωρούνται λείψανα των πρωτόγονων δραβιδικών πληθυσμών. Ο πέμπτος τύπος είναι ελαφρώς διαφορετικός από τον προηγούμενο, αφού έχει μικρότερη σωματική δομή και βρίσκεται ανάμεσα στα Καντάρ και στα Πουλαγιάν του Ντεκάν. Ο έκτος τύπος περιλαμβάνει τους βραχυκέφαλους Μογγολίδες και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ανάμεσα στους πληθυσμούς του Μπουτάν, αλλά απαντά επίσης και στα προϊμαλαϊανά βουνά, από το Τζάμου και από το Κασμίρ έως το Ασάμ. Ο έβδομος τύπος διαφέρει από τον προηγούμενο όσον αφορά το μακρύ κεφάλι, ενώ έχει πιο εμφανή ρινική ανάπτυξη και ζει στη Ναγκαλάνδη.Η Ι. έχει μέση δημογραφική πυκνότητα περίπου 313 κατοίκους ανά τ. χλμ., το 2001, και πληθυσμό άνισα κατανεμημένο. Στα βόρεια είναι πυκνοκατοικημένες οι ποτάμιες περιοχές, όπου υπάρχουν οι πιο παλιές πολιτικές ενότητες, όπως στο Ουτάρ Πραντές ή στο Μπιχάρ, με πάνω από 450 κατοίκους ανά τ. χλμ. Στα νότια, αντίθετα, οι μεγαλύτερες πυκνότητες παρατηρούνται στις ζώνες που δέχονται μουσώνες. Αυτό συμβαίνει με την Κεράλ, που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα της χώρας (περίπου 747 κατοίκους ανά τ. χλμ.) εάν εξαιρεθούν μερικά αστικά διαμερίσματα και τα μικρά νησιά της Αραβικής θάλασσας, ή το Μαχαράστρα, όπου όμως αποφασιστικό ρόλο παίζει η παρουσία της Βομβάης. Το φαινόμενο εξασθενεί στο Άντρα Πραντές και στην Ορίσα, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, που υπόκειται λιγότερο στις μουσωνικές βροχές, όπου ο πληθυσμός τείνει να συγκεντρωθεί στις πόλεις της ακτής ή του υψιπέδου.
Αντίθετα με την ανατολική πεδιάδα του Γάγγη, όπου η πυκνότητα ξεπερνά τους 1.000 κατοίκους ανά τ. χλμ., στο κεντρικό Ντεκάν, στις άγονες βορειοδυτικές περιοχές, στις κοιλάδες των Ιμαλαΐων και στη Ναγκαλάνδη, η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι πολύ χαμηλή. Παρά τα φαινόμενα υπερπληθυσμού που παρατηρούνται στις εντατικά καλλιεργημένες περιοχές, η Ι. έως πριν από μερικές δεκαετίες δεν είχε γνωρίσει ποτέ πραγματικές εσωτερικές μεταναστεύσεις. Αυτό συνέβη επειδή τις είχαν εμποδίσει εξαρχής οι αυστηρές κοινωνικές διακρίσεις (οι κάστες), η αγροτική παράδοση της χώρας –και συνεπώς η ισχυρή προσκόλληση στη γη–, η διατήρηση της οργάνωσης σε φυλές (που ακόμα και σήμερα ρυθμίζει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων), που συχνά συνέπιπτε με ιδιαίτερες λατρείες, ήθη και γλώσσες. Μόνο μετά την πρόσφατη πρόοδο της εκβιομηχάνισης πραγματοποιήθηκε μια ισχυρή μετακίνηση αγροτικού εργατικού δυναμικού προς τις μεγάλες πόλεις. Στα βόρεια οι περιοχές που δέχονται τους περισσότερους εσωτερικούς μετανάστες είναι οι βιομηχανικές ζώνες της Δυτικής Βεγγάλης· στη νότια Ι. η μετακίνηση οδηγεί από τα ανατολικά προς τα δυτικά, δηλαδή από τη Μαδράς στην Μπανγκαλόρ ή από την πυκνοκατοικημένη Κεράλα προς τις πλούσιες φυτείες των Δυτικών Γκατ.
Η μητροπολιτική περιοχή της Καλκούτας καλύπτει με τα περίχωρα περίπου 1.000 τ. χλμ., έχει πληθυσμό πάνω από 10 εκατ. κατοίκους και αποτελεί τον μεγαλύτερο πόλο έλξης του ινδικού κράτους. Ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών καταγράφτηκε στην απογραφή του 1951· εξαιτίας προπάντων της εισροής προσφύγων από το σημερινό Μπανγκλαντές, το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού, που οφειλόταν στις μεταναστεύσεις προς την πόλη, ήταν 86%.
Ο πληθυσμός της Μείζονος Βομβάης αποτελείται και αυτός, κατά μεγάλο μέρος, από μετανάστες ή απογόνους μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τα τελευταία 150 χρόνια. Το ποσοστό των μεταναστών στη Μείζονα Βομβάη ήταν ακόμα μεγαλύτερο τα προηγούμενα χρόνια, και ιδιαίτερα το 1921, όταν το 84% των απογραφέντων είχε γεννηθεί έξω από την πόλη. Το συγκρότημα της Βομβάης δέχεται τους μετανάστες του προπάντων από τα αγροτικά διαμερίσματα του Μαχαράστρα, ιδιαίτερα από το διαμέρισμα της Ρατναπούρ (40%) και από τα κρατίδια Γκουτζαράτ, Ρατζαστάν, Παντζάμπ και Ουτάρ Πραντές.
Αξιοσημείωτη πάντοτε, σε αντίθεση προς τις εσωτερικές μετακινήσεις, ήταν η μετανάστευση εργατών που έλκονταν από τις βρετανικές αποικιακές δραστηριότητες προς άλλες χώρες (περιλαμβανομένης της Μεγάλης Βρετανίας), γεγονός το οποίο, όπως στην περίπτωση των νησιών Φίτζι και της Γουιάνα, οδήγησε στη δημιουργία πολύ συμπαγών ινδικών εθνικών μειονοτήτων. Πραγματικά, κατά την περίοδο 1920-30 οι Ινδοί αποτελούσαν περίπου τον μισό πληθυσμό της Γουιάνα, καθώς ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, και το ένα τρίτο του πληθυσμού των Φίτζι. Κατά την ίδια πάντοτε περίοδο, τα δύο τρίτα των κατοίκων του Αγίου Μαυρίκιου ήταν Ινδοί, ενώ πολυάριθμοι ήταν οι μετανάστες στην Κεϋλάνη, στη Μαλαισία, στις Αντίλλες και στις βρετανικές αποικίες της νότιας και της ανατολικής Αφρικής· ο συνολικός αριθμός τους υπολογίζεται περίπου στα 3-4 εκατ. Στα νεότερα χρόνια, το μεταναστευτικό φαινόμενο έχει περιοριστεί, σε συνάρτηση με τη βαθμιαία κατάρρευση της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας, αλλά και εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης αντίθεσης των εκάστοτε τοπικών πληθυσμών στο ινδικό στοιχείο, φαινόμενο συχνό στις πρώην αποικίες και στην ίδια τη Μεγάλη Βρετανία.
Ο πληθυσμός της Ι. ανέρχεται πλέον σε παραπάνω από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους. Έχοντας υπόψη τις ανά δεκαετία απογραφές που ξεκίνησαν από το 1901, παρατηρούμε ότι έως το 1921 η φυσική αύξηση ήταν πολύ χαμηλή (όχι μεγαλύτερη από 5-6‰), ενώ παρουσίαζε αυξανόμενες τιμές στις επόμενες δεκαετίες: από το 11‰ της δεκαετίας 1921-31 στο 21,5‰ της δεκαετίας 1951-61. Ύστερα από μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60, το ποσοστό σταθεροποιήθηκε γύρω στο 20-21‰.
Η πραγματική δημογραφική ανάπτυξη άρχισε μετά το 1921. Έως τότε, σε μια πολύ υψηλή γεννητικότητα, ίση με 50‰ το 1911 και 49‰ το 1921, αντιστοιχούσε μια πολύ μεγάλη θνησιμότητα, της τάξης του 44‰ το 1911 και του 48‰ δέκα χρόνια αργότερα. Η μέση διάρκεια ζωής στην Ι. δεν ξεπερνούσε το τριακοστό έτος της ηλικίας και, παρά τον υψηλότατο αριθμό των γεννήσεων, μεταξύ 1911 και 1921 καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού από τα 252 στα 251 εκατ. κατοίκους.
Οι λόγοι της μετέπειτα ιλιγγιώδους πληθυσμιακής αύξησης πρέπει να αναζητηθούν αποκλειστικά στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής-περίθαλψης, ύστερα από τον αγώνα κατά των μολυσματικών ασθενειών και προπάντων κατά της ευλογιάς, της πανούκλας, της χολέρας, της φυματίωσης και της ελονοσίας, που μπορούσαν να θεωρηθούν ενδημικές αρρώστιες. Με την πολιτική κρίση του Πακιστάν (1965), για πρώτη φορά αντιμετωπίστηκε σοβαρά σε όλη τη χώρα το πρόβλημα του ελέγχου των γεννήσεων. Ήδη στα τέλη του 1966 υπήρχαν 1.485 αστικά και 12.000 αγροτικά κέντρα για τον οικογενειακό προγραμματισμό, ενώ άλλα 15.000 κέντρα υγείας εξοπλίζονταν για να προσφέρουν δωρεάν συμβουλές και να προμηθεύουν τα μέσα για τη στείρωση (που ενθαρρύνθηκε με χρηματικά βραβεία). Η γεννητικότητα πλέον έχει περιοριστεί στο 23,79‰ και η θνησιμότητα στο 8,62%, ενώ το 2002 το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού ανερχόταν στο 1,51%.Το 1991 το 74,3% του πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές περιοχές, έξω από τα αστικά κέντρα. Η πυκνότητα του αγροτικού πληθυσμού ολόκληρης της Ι. ξεπερνά, κατά μέσον όρο, τους 150 κατοίκους ανά τ. χλμ. Αυτό σημαίνει ότι η Ι., μετά την Ιαπωνία, έχει τον δείκτη μεγαλύτερης αγροτικής πυκνότητας στον κόσμο, ο οποίος ευνοείται επίσης από το μουσωνικό κλίμα, χάρη στο οποίο γίνονται δύο ή περισσότερες συγκομιδές τον χρόνο. Στην Ι. υπάρχουν μεγάλες και άγονες ακατοίκητες περιοχές, καθώς και περιοχές όπου η πληθυσμιακή πυκνότητα μόλις που ξεπερνά τους 10 κατοίκους ανά τ. χλμ. Σε αντίθεση με τις αραιοκατοικημένες αυτές ζώνες, οι υγρές και εύφορες πεδιάδες που εκτείνονται στα δυτικά της Καλκούτας και στα περίχωρα της Τριβαντρούμ, στη νοτιοδυτική ακτή, έχουν την πιο υψηλή πυκνότητα αγροτικού πληθυσμού, με περισσότερους από 750 κατοίκους ανά τ. χλμ.
Γενικά, ολόκληρη η πεδιάδα του Γάγγη κάτω από το Δελχί είναι μια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Τα κεντρικά υψίπεδα της χερσονήσου, αντίθετα, έχουν χαμηλή πυκνότητα, ενώ ενδιάμεσες τιμές παρατηρούνται στο νοτιοκεντρικό τμήμα του Ντεκάν.
Οι διάφορες τιμές της πυκνότητας, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, εξαρτώνται από φυσικούς παράγοντες, αν και αυτοί έχουν τροποποιηθεί με ποικίλους τρόπους από τον άνθρωπο: από τις δυνατότητες προμήθειας νερού, από τις συνθήκες αποστράγγισης των υδάτων, από την ευφορία του εδάφους, από την έκταση των δασών και από τις δυνατότητες των μεταφορών. Οι ζώνες με χαμηλή πυκνότητα (λιγότεροι από 10 κάτοικοι ανά τ. χλμ.) είναι προπάντων εκείνες του τεράι, δηλαδή της πεδινής και τελματώδους περιοχής, η οποία καλύπτεται από αραιά δάση στους πρόποδες των νεπαλικών Ιμαλαΐων. Οι περιοχές με την πιο υψηλή πυκνότητα είναι φυσικά εκείνες στις οποίες οι ποταμοί έχουν καλά καθορισμένο ρου και επομένως μπορούν να χρησιμεύουν και στην αποτελεσματική αποστράγγιση των γύρω πεδιάδων, όπως συμβαίνει με ορισμένους παραποτάμους του Γκαγκάρα. Ο Γάγγης ρέει στο κέντρο του δυτικού τμήματος της πεδιάδας και στην περιοχή αυτή, όπου η κοίτη του υπόκειται σε συχνές διακυμάνσεις, η πυκνότητα του πληθυσμού παραμένει χαμηλή.
Στα νότια των πεδιάδων του Γάγγη το τοπίο αποκτά την όψη ενός ανώμαλου υψιπέδου και οι πυκνότητες ποικίλλουν αισθητά. Εκεί όπου το έδαφος είναι περισσότερο πεδινό, έχουν δημιουργηθεί αρκετά πυκνοί θύλακοι πληθυσμού. Ο ποταμός Κεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο περιοχές, την Μπούντελχαντ και τα υψίπεδα των Βίντγια. Τα επιφανειακά στρώματα είναι κυρίως γρανιτικά, ευνοώντας τη συνεχή κυκλοφορία των υδάτων. Γενικά, παντού όπου η χώρα αποκτά πεδινή όψη, υπάρχουν οικισμοί. Η πυκνότητα του πληθυσμού γίνεται πιο υψηλή προς τα βόρεια και φτάνει στο μέγιστό της σημείο κατά μήκος του ποταμού Τσαμπάλ. Στα νότια του ποταμού Κεν βρίσκονται τα υψώματα των Βίντγια, που παρουσιάζουν απόκρημνα αντερείσματα στα βόρεια, προς τις πεδιάδες του Γάγγη, και στα νότια, προς τους ποταμούς Ναρμάντα και Σον. Οι επιφάνειες, εξαιτίας της δράσης της ηλιακής θερμότητας, εμφανίζονται με ρωγμές και με συντρίμμια πετρωμάτων, γι’ αυτό και είναι ελάχιστες οι δυνατότητες γεωργικής εκμετάλλευσης. Η περιοχή, που καλύπτεται από δάσος, είναι συνεπώς αραιοκατοικημένη.
Στην Ι. το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει συγκεντρωμένο σε χωριά μεσαίων και μικρών διαστάσεων, ενώ υπολογίζεται ότι υπάρχουν ακόμα περίπου 50 εκατομμύρια άτομα που ασχολούνται με παθητικές μορφές οικονομίας (συλλογή καρπών, κυνήγι, ψάρεμα), τα οποία διαιρούνται σε πολύ μικρές ομάδες.
Αντίθετα, σε ένα πιο εξελιγμένο στάδιο βρίσκονται εκείνες οι ομάδες οι οποίες, παράλληλα με το κυνήγι ή το ψάρεμα, ασχολούνται και με έναν τύπο πρωτόγονης γεωργίας σε ξέφωτα στις παρυφές του δάσους. Στην περίπτωση αυτή οι οικισμοί παραμένουν στην ίδια τοποθεσία έως την εξάντληση των λιγότερο εύφορων δασικών εδαφών. Στη συνέχεια μετακινούνται προς άλλα αποψιλωμένα εδάφη, όπου κατασκευάζονται καινούργιες κατοικίες και επαναλαμβάνεται η γεωργική δραστηριότητα. Στο Μάντγια Πραντές και στην Ορίσα υπάρχουν τα πιο τυπικά παραδείγματα φυλών που ασχολούνται ακόμα με αυτόν τον τύπο ημινομαδικής ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν εμφανίζονται ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες (όπως σε ορισμένα τμήματα των Νάγκα Χιλς), η εξέλιξη του οικισμού πρωτόγονου τύπου φθάνει σε ένα τελικό στάδιο, δηλαδή στη δημιουργία μεγάλων χωριών με εκτεταμένους αγρούς σε αναβαθμίδες.
Το χωριό στο οποίο ζει το μεγαλύτερο τμήμα του ινδικού πληθυσμού, στις εύφορες πεδιάδες του Ινδού και του Γάγγη, γενικά έχει περάσει από αυτές τις φάσεις εξέλιξης. Το αγροτικό τοπίο χαρακτηρίζεται από μεγάλες αρόσιμες εκτάσεις, με πολλές κατοικίες υπό μορφή συμπαγών χωριών στο κέντρο, από όπου ξεκινούν ακτινωτά οι δρόμοι και τα μονοπάτια για τους αγρούς. Χωριά του τύπου αυτού υπάρχουν επίσης στις πεδιάδες του βόρειου Μπιχάρ και στις όχθες των μεγαλύτερων ποταμών της Δυτικής Βεγγάλης.
Σε αντίθεση με το χωριό συμπαγούς τύπου, σε διάφορα μέρη της Ι. απαντούν μεμονωμένοι αγροτικοί οικισμοί.
Αγροκτήματα ή μικροί συνοικισμοί βρίσκονται στα άγονα εδάφη του Σουνταρμπάνς στη Δυτική Βεγγάλη, ιδιαίτερα κατά μήκος της παραλίας, στα ημιάγονα διαμερίσματα του Ρατζαστάν και στην ιμαλαϊανή περιοχή από το Τζάμου-Κασμίρ έως το Ασάμ.
Οι αγροτικοί οικισμοί που έχουν αναπτυχθεί στο τραχύ τοπίο της κεντρικής Ι. παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη όψη· πολύ απομονωμένοι και σχεδόν απρόσιτοι, αποκομμένοι από βαθιές κοιλάδες, δεν έχουν καμία πιθανότητα ανάπτυξης, τουλάχιστον ωσότου καταστεί δυνατός ο έλεγχος του φαινομένου της διάβρωσης του εδάφους.
Η εντατική καλλιέργεια του κοκκοφοίνικα και του ρυζιού είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός τύπου οικισμού, ιδιαίτερα στην Κεράλα, όπου η απόσταση ανάμεσα σε δύο αγροκτήματα είναι περίπου η ίδια με εκείνη που συναντάται αλλού ανάμεσα σε δύο χωριά. Κάθε αγρόκτημα, με τις εκτεταμένες καλλιέργειές του και τους εξοπλισμούς του, αποτελεί πραγματικά έναν ξεχωριστό κατοικημένο πυρήνα.Ο αστικός πληθυσμός της Ι., σύμφωνα με την απογραφή του 1991, έφτανε περίπου το 25,7% του συνολικού. Στα διάφορα κρατίδια το ποσοστό του αστικού πληθυσμού κυμαίνεται μεταξύ 10% και 50%· το ελάχιστο σημείο αστυφιλίας παρατηρείται στην Ορίσα και το μέγιστο στο Μαχαράστρα. Άλλα πέντε κρατίδια έχουν ποσοστό αστικού πληθυσμού μεγαλύτερο από το μέσο της χώρας: Ταμίλ Ναντού, Γκουτζαράτ, Δυτική Βεγγάλη, Καρνατάκα και Παντζάμπ.
Οι πιο μικρές πόλεις έχουν αναπτυχθεί ως κέντρα αγοράς στις πιο πυκνοκατοικημένες αγροτικές περιοχές ή ως δορυφόροι των μεγάλων πόλεων. Το κεντρικό και το δυτικό τμήμα των μεγάλων βόρειων πεδιάδων είναι πυκνοκατοικημένο. Πολλά αστικά κέντρα βρίσκονται επίσης στο νότιο τμήμα του υψιπέδου του Ντεκάν, στα νότια του άξονα Μαδράς-Μπανγκαλόρ. Σε πολιτικούς και εμπορικούς παράγοντες πρέπει να αποδοθεί η ταχύτατη επέκταση, στα νεότερα χρόνια, του μεγαλύτερου μέρους των ινδικών πόλεων. Ο αριθμός των κατοίκων τείνει να αυξηθεί περαιτέρω, δημιουργώντας πολλά προβλήματα και επιβραδύνοντας την ανάπτυξη των ίδιων των πόλεων.
Οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις-λιμάνια, Καλκούτα, Βομβάη και Μαδράς, ιδρύθηκαν από τους Βρετανούς τον 17ο αι. στην τοποθεσία μικρών χωριών. Επισημαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης πολιτικής ορθότητας, και οι τρεις πόλεις μετονομάστηκαν, σε μια προσπάθεια απο-βρετανοποίησης –Κολκάτα (Καλκούτα), Μουμπάι (Βομβάη) και Τσενάι (Μαδράς), αντίστοιχα– αν και ακόμα οι ονομασίες αυτές δεν έχουν πλήρως επικρατήσει διεθνώς. Για μια σύντομη περίοδο και οι τρεις αυτές πόλεις γνώρισαν μεγάλες δυσκολίες, αλλά αναπτύχθηκαν στη συνέχεια σταθερά γύρω ή κοντά σε ένα φρούριο, μολονότι οι ανέσεις της ζωής των κατοίκων δεν ακολουθούσαν τις ίδιες αναλογίες αύξησης του πληθυσμού. Στο μεταξύ αναπτύχθηκαν και άλλα περιφερειακά κέντρα, ενώ τα κυριότερα κέντρα, λόγω της συνεχούς αύξησης του πληθυσμού, άρχιζαν να ασφυκτιούν μην μπορώντας να επεκταθούν περισσότερο εξαιτίας της παρουσίας φυσικών εμποδίων. Η Τζαϊπούρ στο Ρατζαστάν και η Τσαντιγκάρ στο Παντζάμπ είναι ίσως οι μοναδικές πόλεις που χτίστηκαν βάσει σχεδίου. Πολυάριθμες είναι, αντίθετα, οι πόλεις που ιδρύθηκαν σε μακρινές εποχές και αναπτύχθηκαν ως θρησκευτικά κέντρα ή άλλες, πιο πρόσφατες, οι οποίες αναπτύχθηκαν γύρω από βιομηχανικά συγκροτήματα. Η Πούρι (Ορίσα) και η Μαντουράι (Ταμίλ Ναντού) είναι τυπικά παραδείγματα πόλεων που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, ενώ βιομηχανικές πόλεις είναι η Τζαμσεντπούρ, η πόλη του ατσαλιού, στο Μπιχάρ, και η Αχμανταμπάντ, η πόλη της υφαντουργίας, στο Γκουτζαράτ. Yπάρχουν, τέλος, πολλά κέντρα που δημιουργήθηκαν ως τοποθεσίες παραθερισμού ή ιαματικά κέντρα, ορισμένα από τα οποία βρίσκονται στα βουνά και άλλα κατά μήκος των ακτών: η Νταρτζίλινγκ στα ανατολικά Ιμαλάια και η Μουσούρι στα δυτικά Ιμαλάια είναι τα καλύτερα εξοπλισμένα ορεινά κέντρα, ενώ η Ντίγκα, στη Δυτική Βεγγάλη, αναπτύσσεται ως λουτρόπολη, στην περιοχή του δέλτα του Γάγγη. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2001, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): η πρωτεύουσα Δελχί (12.791.458), η Βομβάη (16.368.084), η Καλκούτα (13.216.546), η Μαδράς (6.424.624), το Μπανγκαλόρ (5.686.844), το Χαϊντεραμπάντ (5.533.640), το Αχμανταμπάντ (4.519.278), η Ναγκπούρ (2.122.965), η Πούνα (3.755.525), το Λούκνοου (2.266.933), η Τζαϊπούρ (2.324.319), η Άγκρα (1.321.410), η Μπεναρές (1.100.754), το Μαντουράι (1.194.665), η Πάτνα (1.707.429), η Σούρατ (2.811.466), η Μπαρόντα (1.306.253), το Κότσιν (1.355.406), η Τζαμπαλπούρ (1.117.200), το Τριβαντρούμ (744.756), το Σολαπούρ (873.258), το Γκουαλιόρ (826.234), η Μισόρι (742.345), το Κόζικοντ (436.522), το Μποπάλ (1.454.830) και η Τσαντιγκάρ (808.834).Η ινδική οικονομική πραγματικότητα εμφανίζεται πολύ περίπλοκη. Η ανάπτυξη, σύμφωνα με τους δείκτες παραγωγής, ήταν για πολλά χρόνια μάλλον γοργή, αλλά παραμένουν σοβαρά προβλήματα στην κατανομή του πλούτου. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων απέβη προς όφελος της μεγαλοαστικής τάξης και μιας μεσαίας τάξης που δημιουργήθηκε πρόσφατα. Η έξοδος των εργατικών χεριών από τις αγροτικές περιοχές προκάλεσε συμφόρηση στις πόλεις και δημιούργησε μεγάλα κοινωνικά προβλήματα σε πολυάριθμα κρατίδια. Το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, ιδιαίτερα του γεωργικού, υποαπασχολείται. Σε σχέση με το φαινόμενο αυτό ο όρος πληθυσμιακή αύξηση πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο πληθυσμιακή έκρηξη. Στην πραγματικότητα, δεν είναι το ποσοστό (μικρότερο από το ποσοστό άλλων χωρών του Τρίτου κόσμου) που προβληματίζει αλλά ο απόλυτος αριθμός, καθώς ο ινδικός πληθυσμός έχει ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο.
Μέχρι σήμερα τα προγράμματα για τον έλεγχο των γεννήσεων έχουν αποτύχει και, κατά συνέπεια, η πρόοδος που σημειώθηκε στα θέματα της διατροφής, της παροχής υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης, καθώς και στα θέματα της διαμονής, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη δημογραφική αύξηση. Στο αγροτικό περιβάλλον, οι κοινωνικές και πολιτιστικές δομές, με τη βαρύτητα των θρησκευτικών και οικογενειακών παραδόσεων, εμποδίζουν κάθε πολιτική ελέγχου των γεννήσεων. Η αυτάρκεια σε τρόφιμα, που επιτεύχθηκε το 1971, έπαψε στη συνέχεια να υπάρχει. Στην κατάσταση αυτή πρέπει ακόμη να προστεθεί η έλλειψη επαγγελματικής και εκπαιδευτικής κατάρτισης των ινδικών μαζών. Ωστόσο, αν η αύξηση του πληθυσμού περιοριστεί στο μέλλον, θα έχει πραγματοποιηθεί ένα σημαντικό βήμα.
Κατά τη δεκαετία του ‘50, ύστερα από μια μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας συνδεδεμένης με την έλλειψη πολιτικής ανεξαρτησίας, ξεκίνησε η οργάνωση μιας αυτόνομης ανάπτυξης. Οι υπεύθυνοι για την κατάρτιση των προγραμμάτων φιλοδοξούσαν κυρίως να εκβιομηχανίσουν τη χώρα. Η οικονομία υπέστη τις πρώτες σοσιαλιστικές τροποποιήσεις, μολονότι αυτές εννοούνταν σχεδόν αποκλειστικά ως εθνικοποιήσεις οικονομικών επιχειρήσεων και επεμβάσεις στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας, ενώ υπήρξαν ανεπαρκείς οι επεμβάσεις για τη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συστήματος. Οι αγροτικές ολιγαρχίες διατήρησαν σχεδόν ανέπαφη τη δύναμή τους, παρά την αγροτική μεταρρύθμιση και τη διάδοση των συνεταιρισμών. Ωστόσο, παρατηρήθηκε κάποια εξέλιξη στη νοοτροπία των αγροτικών στρωμάτων: τον Οκτώβριο του 1975 μια κυβερνητική διάταξη κατάργησε το σύστημα σύμφωνα με το οποίο κάθε εργαζόμενος που δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρέη του, έπρεπε να τα καταβάλει υπό μορφήν ημερών εργασίας. Η μορφή αυτή δουλείας ίσχυε από αιώνες στην ύπαιθρο και υποχρέωνε σε εργασία όχι μόνο τον χωρικό αλλά και τα μέλη της οικογένειάς του.
Όσον αφορά τον βιομηχανικό τομέα, η διαφοροποίηση των κλάδων εμφανίζεται ικανοποιητική, όπως και ο ρυθμός επέκτασης, μολονότι η παραγωγικότητα παραμένει αρκετά χαμηλή. Οι βιομηχανικές δραστηριότητες δεν κατορθώνουν να απορροφήσουν παρά περίπου το μισό της ετήσιας αύξησης εργατικού δυναμικού. Για να περιορίσει την ανεργία, η κυβέρνηση στο διάστημα 1975-80 αύξησε τις εργατικές θέσεις, ευνοώντας τις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν εργατικά χέρια και ενθαρρύνοντας καινούργιες πρωτοβουλίες στον τομέα της βιοτεχνίας. Ο δημόσιος τομέας παίζει σπουδαίο ρόλο, αφού στη διεύθυνση των σιδηροδρόμων, των εναέριων μεταφορών και του ενεργειακού τομέα προστίθενται σιγά-σιγά νέες δραστηριότητες (εξορυκτικές βιομηχανίες, χαλυβουργεία, μεταλλουργεία και διάφοροι μεταποιητικοί τομείς), που διευθύνονται συχνά, μαζί με την ιδιωτική βιομηχανία, σύμφωνα με ένα πρότυπο μεικτής διαχείρισης της οικονομίας.
Η πυρηνική ενέργεια στην Ι. έχει, προς το παρόν, προπάντων πολιτική και ψυχολογική παρά οικονομική αξία, αλλά η προτίμηση προς τα πυρηνικά όπλα τής δίνει σημαντική στρατιωτική θέση στην περιοχή.
Ο σχεδιασμός. Η ινδική οικονομική δομή βασίζεται σε μηχανισμούς αμιγώς καπιταλιστικούς, αν και η κρατική παρέμβαση είχε ως αποτέλεσμα να γίνεται συχνά λόγος για σοσιαλιστικό προγραμματισμό. Είναι αναφισβήτητο όμως ότι η επέμβαση του κράτους, αν και όχι πάντοτε αποφασιστική και ικανή να τροποποιήσει τις σχέσεις παραγωγής, εγγυήθηκε την ανάπτυξη σύγχρονων τομέων και πραγματοποίησε αισθητή παραγωγική διαφοροποίηση στη βιομηχανία.
Η διάθεση της χώρας να δεχθεί μια μορφή σχεδίου που θα ανύψωνε την οικονομία έλαβε συγκεκριμένη μορφή με την ανεξαρτητοποίησή της. Η ινδική κυβέρνηση, αφού διάλεξε τον προγραμματισμό ως κατεύθυνση-βάση της οικονομικής πολιτικής της, μελέτησε και πραγματοποίησε, από την περίοδο 1951-52, μια σειρά πενταετών σχεδίων. Από το 1966 έως το 1969 εφαρμόστηκαν ετήσια σχέδια.
Η Ι., ύστερα από ορισμένες προσπάθειες κατευθυνόμενης οικονομίας, ακολούθησε μετά το 1970 μια πολιτική οικονομικού φιλελευθερισμού, στην οποία το κράτος εδραιώνει τον ρόλο του ως ρυθμιστή της οικονομίας, κάνοντας την επέμβασή του αισθητή μονάχα κατά τις περιόδους δυσκολιών (όπως το 1975, όταν κηρύχθηκε κατάσταση ανάγκης και ετοιμάστηκε ένα ασυνήθιστο οικονομικό σχέδιο). Τα ινδικά σχέδια αφορούσαν κυρίως τη βασική βιομηχανία, τις συγκοινωνίες, την ενέργεια και δεν ασχολήθηκαν αρκετά με τη γεωργία. Ασφαλώς τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν ήταν και εξακολουθούν να είναι τεράστια. Η ομοσπονδιακή δομή του ινδικού κράτους περιορίζει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες παρέμβασης της κεντρικής εξουσίας. Τα κεφάλαια για τις επενδύσεις κατανέμονται συχνά σύμφωνα με μια πολιτική τοπικών ισορροπιών μάλλον, παρά βάσει κριτηρίων αυστηρής παραγωγικότητας.
Σήμερα η χώρα έχει δυνατότητες ανάπτυξης λόγω της τεράστιας εσωτερικής αγοράς, των πλουτοπαραγωγικών πηγών που διαθέτει και των φτηνών εργατικών χεριών. Οι δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν αφορούν το περιορισμένο συγκοινωνιακό δίκτυο και τις πολύ κακές επικοινωνίες. Επίσης, προβλήματα δημιουργεί και η έλλειψη ενέργειας που παρατηρείται ιδίως σε ορισμένες περιοχές. Το ΑΕΠ έφτασε τα 2,5 τρισ. δολάρια (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 2.500 δολ. (2000). Ο πληθωρισμός έχει περιοριστεί στο 3,5%, μετά από μια περίοδο που άγγιζε διψήφια νούμερα, και η ανεργία βρισκόταν επίσημα στο 4,4% (1999), αλλά θεωρείται ότι το ποσοστό αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 60% του ενεργού πληθυσμού και παράγει το 25% του ΑΕΠ, ο βιομηχανικός απασχολεί το 17% και παράγει το 26%, ενώ οι υπηρεσίες απασχολούν το 23% και παράγουν το 49% (εκτιμήσεις 1999-2001).
Πολλά προβλήματα είχαν δημιουργηθεί στην οικονομία της χώρας με τον περιορισμό των ξένων επενδύσεων στη δεκαετία του 1970-80, λόγω των οποίων πολλές εταιρείες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η πιο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια (πενταετή οικονομικά σχέδια) επέτρεψε τη δημιουργία θετικών προϋποθέσεων για νέες επενδύσεις και επιστροφή των εταιρειών που είχαν αποχωρήσει.Ο αγροτικός τομέας, που βρίσκεται στην πορεία σταδιακής μεταρρύθμισης, χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση πολυάριθμων τρόπων παραγωγής. Οι συνθήκες του εδάφους και του κλίματος, όπως και τα συστήματα καλλιεργειών, έχουν ως αποτέλεσμα διαφορές στην παραγωγικότητα, μολονότι οι τεχνικές είναι όμοιες στις διάφορες περιοχές. Ωστόσο, περισσότερο από τους φυσικούς, οι τεχνικοί και θεσμικοί παράγοντες είναι εκείνοι που διατηρούν τη γεωργία σε χαμηλά επίπεδα. Η έλλειψη λιπασμάτων εξαντλεί τα εδάφη, ενώ, από την άλλη πλευρά, η αμειψισπορά και η άρδευση δεν είναι διαδεδομένες όπως θα έπρεπε. Ο κατακερματισμός των αγροκτημάτων εμποδίζει την εκμηχάνιση, ενώ η έλλειψη κατάλληλων μέσων μεταφοράς και αποθηκών για τη διατήρηση των προϊόντων, καθώς και η ύπαρξη μεσαζόντων, εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά μεγάλου μέρους της παραγωγής. Επίσης, η εκμετάλλευση των χρηματοδοτών-κεφαλαιοκρατών –δεν υπάρχουν πιστωτικές διευκολύνσεις– και των γαιοκτημόνων έχει ως συνέπεια οι μικροκαλλιεργητές να ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει διάφορες απόπειρες, μάλλον ασθενείς, προκειμένου να περιοριστεί το βάρος των χρεών και να εξασφαλισθούν στους μικρούς καλλιεργητές διευκολύνσεις πιστωτικού τύπου. Επίσης, έχουν ενθαρρυνθεί οι γεωργικοί συνεταιρισμοί, μέσω των οποίων οι καλλιεργητές μπορούν να εξασφαλίσουν καλές σπορές, λιπάσματα και γεωργικά εργαλεία. Με το πρώτο πενταετές σχέδιο, που κατένειμε μεγάλες επενδύσεις στη γεωργία, καταργήθηκε το σύστημα των ζαμιντάρι (δηλαδή των τσιφλικιών, που κυριαρχούσαν στο 45% του εδάφους) προς όφελος της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας και του καθεστώτος μαχαλβάρι, που βασιζόταν στους συνεταιρισμούς του χωριού. Ο πολιτικός έλεγχος των τιμών και η δημιουργία άμεσων σχέσεων ανάμεσα σε κράτος και καλλιεργητές είχαν ως αποτέλεσμα νέα κίνητρα, μολονότι η μεταρρύθμιση κατήγγειλε κατά τόπους την έλλειψη μιας κρατικής εξειδικευμένης γραφειοκρατίας. Διάφοροι οργανισμοί δημιουργήθηκαν, όπως η Νational Commission on Αgriculture (για την πρόοδο της ινδικής γεωργίας), η Νational Cooperative Development Corporation (για τους συνεταιρισμούς) και η Food Corporation of Ιndia (για την εγγύηση στους παραγωγούς μιας επικερδούς τιμής). Η καθιέρωση της άρδευσης –που κατέστη δυνατή από την κατασκευή φραγμάτων στους μεγαλύτερους ποταμούς– και η συγκέντρωση των πλεοναζόντων υδάτων σε μεγάλα λεκανοπέδια επέτρεψαν, μαζί με τη χρήση των λιπασμάτων, σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγή, περιορίζοντας τους κινδύνους σιτοδειών. Κατά το παρελθόν, η αύξηση της παραγωγής των δημητριακών ποτέ δεν ήταν ανάλογη προς την αύξηση της ζήτησης, την οποία προκαλούσε η πληθυσμιακή αύξηση και μια τροποποίηση στη διατροφή του πληθυσμού. Η τροποποίηση αυτή συνέβη όταν ο πληθυσμός, λόγω της –έστω και περιορισμένης– αύξησης του εισοδήματός του, έτεινε να περάσει από την κατανάλωση των μικρότερης θρεπτικής αξίας δημητριακών σε εκείνη του ρυζιού και του σιταριού.
Σε σχέση με τη φύση των εδαφών, η οποία επηρεάζει το είδος και την ποσότητα των καλλιεργειών, μπορεί να χαραχθεί ένα πλαίσιο της ινδικής γεωργίας. Οι φαιές γαίες, διαδεδομένες σε ημιάγονα εδάφη, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του βόρειου Ντεκάν και των κεντρικών υψιπέδων. Σε χρονιές με φυσιολογικές βροχοπτώσεις ή όταν η άρδευση είναι πλήρης, τα εδάφη αυτά παράγουν άφθονες συγκομιδές ρυζιού και ζαχαροκάλαμου. Το βαμβάκι αναπτύσσεται, αντίθετα, σε λιγότερο αρδευόμενα εδάφη και γι’ αυτό καλλιεργείται στις ζώνες όπου οι βροχοπτώσεις και η άρδευση είναι περιορισμένες. Το σόργο και οι αραχίδες ευδοκιμούν στους πιο ξηρούς αγρούς. Τα κόκκινα εδάφη (λατεριτικά) καταλαμβάνουν το ανατολικό τμήμα του βόρειου και του νότιου Ντεκάν, στα κράτη του Άντρα Πραντές και του Ταμίλ Ναντού: γενικά αποστραγγίζονται καλά, αλλά είναι φτωχά σε οργανικές ουσίες και ορυκτά. Το μεγαλύτερο μέρος του Ταμίλ Ναντού και ορισμένα τμήματα του Ντεκάν προορίζονται για καλλιέργειες που αρκούνται στα νερά των βροχών. Στην Κεράλα, τα κόκκινα εδάφη εκτείνονται στους πρόποδες των Δυτικών Γκατ, όπου φύονται οι κοκκοφοίνικες.
Όμως, τα πιο εύφορα εδάφη είναι τα προσχωσιγενή, που καλύπτουν περίπου το ένα πέμπτο της συνολικής επιφάνειας της Ι. Γενικά τα εδάφη αυτά είναι φτωχά σε άζωτο και φωσφάτα και, για να έχουν υψηλότερη απόδοση, χρειάζονται λιπάσματα και παράχωμα. Οι προσχωσιγενείς πεδιάδες κοντά στους ποταμούς είναι αμμώδεις και κατάλληλες για την παραγωγή λαχανικών και κηπευτικών (οι καλλιέργειες ραμπί) και για την καλλιέργεια μιας ποικιλίας θερινού ρυζιού (αούς), που ωριμάζει γρήγορα πριν από την έναρξη των μουσωνικών βροχών. Αντίθετα, στα πιο βαθιά νερά, κοντά στις όχθες των λιμνών και κατά μήκος των ξεροποτάμων, καλλιεργείται ένας τύπος ρυζιού με πιο ψηλό κορμό, το μπόρο. Το μεγαλύτερο τμήμα των προσχωσιγενών πεδιάδων παρουσιάζει ελαφρές κοιλότητες, στις οποίες συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής. Εκεί μεταφυτεύονται τα μικροσκοπικά φυτά του ρυζιού από τα γειτονικά φυτώρια, που βρίσκονται σε εδάφη ελαφρώς πιο ψηλά. Αυτός ο τύπος ρυζιού, ο οποίος ονομάζεται αμάν, έχει υψηλότερη απόδοση και η συγκομιδή του γίνεται το φθινόπωρο.
Τα αρχαιότερα προσχωσιγενή εδάφη έχουν όξινη αντίδραση και στην επιφάνειά τους είναι φτωχά σε ασβέστιο και φωσφάτα. Η προοδευτική αύξηση της αλμυρότητας και της αλκαλικότητας των προσχωσιγενών εδαφών στις μεγάλες πεδιάδες κατέστησε σχεδόν άχρηστο για καλλιέργειες ένα εκατομμύριο εκτάρια καλής αρόσιμης γης στο Παντζάμπ. Όμως, το πρόβλημα των αλκαλικών και αλμυρών εδαφών, που τοπικά ονομάζονται ουσάρ ή ρεχ ή καλάρ, είναι ακόμα πιο σοβαρό στο δυτικό Ουτάρ Πραντές, όπου πάνω από 14 εκατ. στρέμματα καλής αρόσιμης γης έγιναν άγονα. Τα εδάφη αυτά αξιοποιούνται, αφού προηγουμένως υποστούν τεχνητή πλύση, προκειμένου να διαλυθούν τα άλατα. Επίσης, εμπλουτίζονται με χημικές ουσίες, όπως γύψο ή χλωριούχο ασβέστιο, ενώ δέχονται εναλλασσόμενες καλλιέργειες, οι οποίες απορροφούν άλατα. Στο ανατολικό τμήμα των μεγάλων πεδιάδων, και ιδιαίτερα στο ανατολικό Μπιχάρ, κατά τους ξηρούς μήνες σχηματίζονται άσπρες κηλίδες χλωριούχου νατρίου και θειικού νατρίου, που με την έναρξη των βροχών διαλύονται. Γι’ αυτό, στις ζώνες αυτές δεν είναι δυνατές οι καλλιέργειες ραμπί, ενώ οι καλλιέργειες με φθινοπωρινές συγκομιδές χαρίφ έχουν μικρή απόδοση. Ο βαθμός αλκαλικότητας είναι πολύ υψηλός σε ορισμένες ζώνες του Ντεκάν, αλλά η κατάσταση βελτιώνεται, όταν το έδαφος υπόκειται σε απλές αρδεύσεις. Στο ανατολικό τμήμα του υψιπέδου του Ντεκάν, που αποτελεί τη λιγότερο βροχερή ζώνη των Δυτικών Γκατ, επικρατούν συνθήκες ξηρασίας και η γη, εφόσον δεν αρδεύεται επαρκώς, γίνεται άγονη. Στην Ι. το σοβαρότερο πρόβλημα που απειλεί τη γεωργία και την κτηνοτροφία είναι η διάβρωση· υπολογίζεται ότι περίπου 800 εκατ. στρέμματα γαιών υπόκεινται σε διάβρωση. Ο διαφορετικός βαθμός διάβρωσης εξαρτάται από την ποσότητα και την ένταση των βροχών, από την κλίση των πλαγιών, από τη φύση του εδάφους, από την έκταση και τον τύπο της βλάστησης. Στις γαίες που υπόκεινται για μεγάλο διάστημα στη διάβρωση, όπως στις μεγάλες πεδιάδες, οι αύλακες διάβρωσης διακλαδίζονται σιγά-σιγά, διευρύνονται και περιορίζουν όλο και περισσότερο τις αρόσιμες γαίες. Προκειμένου, λοιπόν, να βελτιωθούν τα εδάφη αυτά, οι αύλακες καλύπτονται και τα νερά στρέφονται από τις πλαγιές προς τα εκεί.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η παραγωγή καλλιεργούμενων δημητριακών έχει παρουσιάσει σημαντική αύξηση. Περισσότερο διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια του ρυζιού, επειδή έχει την υψηλότερη απόδοση. Οι ιδεώδεις συνθήκες δημιουργούνται όταν τα πεδινά και αργιλώδη εδάφη δέχονται μέτριες βροχοπτώσεις. Αυτό συμβαίνει προπάντων στην περιοχή της ανατολικής Ι., που ορίζεται στα δυτικά από την ισοΰετο των 1.200 χιλιοστών. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις βρίσκονται στις μέσες και χαμηλές πεδιάδες του Γάγγη, στο Ουτάρ Πραντές, στο Μπιχάρ και στη Δυτική Βεγγάλη, καθώς και στην κοιλάδα του Βραχμαπούτρα, στο Ασάμ, στο δέλτα του Μαχανάτι και στο λεκανοπέδιο της Τσατισγκάρχ. Στην ανατολική ακτή το δέλτα του Γκονταβάρι και τα δέλτα του Κρίσνα και του Κόβερι, παρά τη σπανιότητα των βροχοπτώσεων, διαθέτουν πλούσιους αγρούς ρυζιού χάρη στην άρδευση. Εκτός από το ρύζι, βασικό προϊόν για τη διατροφή του ινδικού λαού είναι το σιτάρι, μολονότι η απόδοσή του είναι κατώτερη από εκείνη του κριθαριού και του καλαμποκιού. Οι καλλιέργειες σιταριού επικρατούν στο δυτικό τμήμα των μεγάλων πεδιάδων και στα κεντρικά υψίπεδα. Από τα περίπου 200 εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σιτάρι, το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται στις προσχωσιγενείς πεδιάδες του δυτικού Ουτάρ Πραντές και του Μάντγια Πραντές. Την τρίτη θέση ανάμεσα στα δημητριακά κατέχει το κεχρί και το σόργο, με μέση απόδοση μάλλον χαμηλή. Το κεχρί καλλιεργείται προπάντων στις άγονες δυτικές πεδιάδες του Ρατζαστάν και του Κατιαβάρ, καθώς επίσης και στα ανεπαρκώς αρδευόμενα Δυτικά Γκατ.
Σε γενικές γραμμές η καλλιέργεια του σόργου αρχίζει στη χερσονησιωτική Ι., εκεί όπου τελειώνει η καλλιέργεια του ρυζιού. Το καλαμπόκι και το κριθάρι έχουν υψηλές αποδόσεις, κατώτερες μόνο από εκείνες του ρυζιού, αλλά η καλλιέργειά τους είναι πολύ πιο περιορισμένη. Το κριθάρι καλλιεργείται προπάντων στην ιμαλαϊανή περιοχή του Ουτάρ Πραντές και το καλαμπόκι στις προσχωσιγενείς πεδιάδες του Μπιχάρ και του Ουτάρ Πραντές.
Τα αγρωστώδη και τα όσπρια χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως ζωοτροφές. Περίπου οι μισές από τις γαίες που καλλιεργούνται με αγρωστώδη, βρίσκονται στο δυτικό τμήμα των μεγάλων πεδιάδων, στο Παντζάμπ και στο Ουτάρ Πραντές, ενώ και το Ρατζαστάν και το Μάντγια Πραντές έχουν σπουδαίες περιοχές παραγωγής. Οι πατάτες αποτελούν σημαντικό κομμάτι του ινδικού διαιτολογίου· η καλλιέργειά τους εφαρμόζεται ευρύτατα και η παραγωγή τους αυξάνεται συνεχώς. Οι περιοχές με τη μεγαλύτερη απόδοση είναι η Δυτική Βεγγάλη και το Ουτάρ Πραντές.
Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου αποτελεί μία από τις κυριότερες βιομηχανικές καλλιέργειες στην Ι. Είναι διαδεδομένη κυρίως στις προσχωσιγενείς πεδιάδες του Παντζάμπ, του Ουτάρ Πραντές και του Μπιχάρ, αλλά σπουδαίες φυτείες υπάρχουν επίσης στο κρατίδιο Μαχαράστρα. Ανάμεσα στις άλλες καλλιέργειες, οι ελαιούχες καλύπτουν τις πιο εκτεταμένες περιοχές και τα προϊόντα τους εξάγονται· ακολουθούν οι βαμβακοκαλλιέργειες, οι οποίες καταλαμβάνουν περίπου 80 εκατ. στρέμματα. Όσον αφορά τις πρώτες, η καλλιέργεια των αραχίδων –στην παραγωγή των οποίων η Ι. κατέχει την πρώτη θέση στον κόσμο– είναι η πιο εκτεταμένη και εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις περιοχές της χώρας που έχουν εύκρατο κλίμα. Ακολουθούν το γουλί, το σουσάμι, το λινάρι και το κίκι.
Οι περιοχές με τη μεγαλύτερη παραγωγή βρίσκονται στο Παντζάμπ και προπάντων στο βορειοκεντρικό Ντεκάν και στο Γκουτζαράτ, όπου αφθονούν τα εδάφη τύπου ρεγκάρ. Οι ζώνες καλύτερης παραγωγής βρίσκονται στις λεκάνες του Ναρμάντα, του Τάπτι και του Βάρντα, που εκτείνονται από τις πεδιάδες του Γκουτζαράτ και από το υψίπεδο του Μάρβα έως το ντοάμπ του Πενγκάνγκα-Γκονταβάρι. Άλλες δύο σπουδαίες βιομηχανικές καλλιέργειες είναι η γιούτα και ο καπνός. Οι αγροί που καλλιεργούνται με γιούτα βρίσκονται στις περισσότερες από τις μισές πεδιάδες της Δυτικής Βεγγάλης. Οι άλλες κύριες ζώνες παραγωγής είναι η πεδιάδα του διαμερίσματος της Πουρνέα (στο βόρειο Μπιχάρ), η κοιλάδα του Ασάμ, το Ουτάρ Πραντές και η κοιλάδα του Μαχανάντι (Ορίσα). Όσον αφορά τους αγρούς που καλλιεργούνται με καπνό, περισσότεροι από τους μισούς βρίσκονται στο Ντεκάν. Τα διαμερίσματα της ακτής του Άντρα Πραντές όχι μόνο διαθέτουν τη μεγαλύτερη έκταση καλλιεργημένων αγρών αλλά αποδίδουν επίσης την πιο περιζήτητη ποιότητα καπνών. Οι κυριότερες φυτείες εδώ είναι το τσάι, ο καφές και τα ελαστικοφόρα φυτά. Περισσότερο από το μισό της συνολικής παραγωγής τσαγιού προέρχεται από το Ασάμ και ιδιαίτερα από την κοιλάδα της βόρειας Βεγγάλης. Οι άλλες κύριες περιοχές καλλιέργειας βρίσκονται στις πλαγιές της Κεράλα και στα βουνά Νιλγκίρι. Ο καφές παράγεται κυρίως στη νότια Ι. και ιδιαίτερα στην Καρνατάκα. Η Κεράλα συγκεντρώνει αντίθετα το μεγαλύτερο μέρος των φυτειών με ελαστικοφόρα φυτά. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η παραγωγή μπανάνας, τροπικών φρούτων και εσπεριδοειδών, που διαδίδονται ολοένα και περισσότερο σε διάφορες περιοχές. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως έχει περιοριστεί πάρα πολύ η καλλιέργεια του οπίου, το οποίο σήμερα χρησιμοποιείται μόνο από τη βιομηχανία φαρμακευτικών ειδών.
Τα περίπου 660 εκατ. στρέμματα δασών (το 20,8% της εδαφικής επιφάνειας) αποτελούν πολύτιμο αλλά ανεπαρκή πλούτο, όσον αφορά την παραγωγή ξυλείας αλλά και την προστασία του εδάφους. Το πρόγραμμα δασικής πολιτικής, που προβλέπεται στα πενταετή σχέδια, έχει αναλάβει το State Forest Department (Τμήμα Κρατικών Δασών). Πλούσια δάση υπάρχουν ακόμα στις πλαγιές των Δυτικών Γκατ, στη γειτονική ακτή Μαλαμπάρ, στα βουνά Βίντγια και Σατπούρα και σε μερικές εσωτερικές περιοχές του Ντεκάν. Τα ελαφρά ξύλα ευδοκιμούν προπάντων στις ιμαλαϊανές ζώνες. Στις πεδιάδες των Ιμαλαΐων (το τεράι) και στο Ασάμ υπάρχουν σκληρά ξύλα. Το ξύλο τικ λαμβάνεται από ορισμένα δενδρώδη είδη, διαδεδομένα στην κεντρική Ι.· το σάνταλο, ο παλίσσανδρος και το ροδόξυλο στο νότιο Ντεκάν. Το μπαμπού βρίσκεται στις ζούγκλες των ποτάμιων αυλάκων της κεντρικής Ι., των περιοχών των δέλτα, ιδιαίτερα στον κόλπο της Βεγγάλης. Χρησιμοποιείται επίσης για την παραγωγή κυτταρίνης και χαρτιού.Η κτηνοτροφία, δραστηριότητα πολύ παλιά στην Ι., είναι ένας τομέας ο οποίος, εξαιτίας των θρησκευτικών δοξασιών, των οπισθοδρομικών τεχνικών και της σπανιότητας των βοσκοτόπων, έχει πολύ περιορισμένη συμβολή στην εθνική παραγωγή. Ο μεγάλος αριθμός των βοοειδών έχει σχετική σημασία για την οικονομία, επειδή τα ζώα αυτά, που περιβάλλονται από έναν πατροπαράδοτο ιερό σεβασμό, τριγυρίζουν ανενόχλητα ακόμα και στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων. Οι Ινδοί εκμεταλλεύονται συνήθως μόνο το γάλα από τα προϊόντα των βοοειδών. Ωστόσο, υπάρχει και η σύγχρονη κτηνοτροφία βοοειδών (προορισμένων για σφαγή), κοντά στις μεγάλες πόλεις, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες. Οι βούβαλοι, που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εργασίες, είναι πολύ διαδεδομένο είδος και αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του αγροτικού τοπίου πολλών περιοχών της Ι. Η κυβέρνηση πραγματοποιεί μια πολιτική βελτίωσης της ράτσας των βοοειδών, που ωστόσο προσκρούει στις βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές δοξασίες. Στην Ι. υπάρχει μεγάλος αριθμός από κοπάδια αιγοπροβάτων, αλλά τα ζώα δεν ανήκουν σε επιλεγμένες ράτσες και δίνουν χαμηλές αποδόσεις. Μικρό είναι το ενδιαφέρον για την εκτροφή χοίρων, που είναι διαδεδομένη στις βορειοανατολικές περιοχές. Άλογα και καμήλες είναι συγκεντρωμένα ιδιαίτερα στις ηπειρωτικές ζώνες, προπάντων στα ΒΔ. Τα μουλάρια είναι συγκεντρωμένα στις λοφώδεις προϊμαλαϊανές περιοχές και τα γαϊδούρια στον λοφώδη και ορεινό βορρά και στις λοφώδεις ζώνες του Ντεκάν. Η σηροτροφία εφαρμόζεται στο Τζάμου-Κασμίρ, στην Καρνατάκα και, σε μικρότερο βαθμό, στη Δυτική Βεγγάλη και στο Ασάμ.
Η αλιεία θα μπορούσε να συντελέσει αρκετά στην αύξηση της παραγωγής ειδών διατροφής. Γι’ αυτό τον σκοπό η ινδική κυβέρνηση αξιοποιεί τον τομέα, χρησιμοποιώντας υδροβιολογικούς σταθμούς και ιχθυολογικά κέντρα και λαμβάνοντας τεχνική βοήθεια από Ιάπωνες και Νορβηγούς. Ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα αλιείας είναι το Κοτσί, στην ακτή της Κεράλα. Σήμερα η αλιεία γίνεται επίσης στα παράκτια νερά του Κορομάντελ, της Βεγγάλης και της Κεράλα και σε μικρότερο βαθμό σε άλλες παράκτιες και νησιωτικές ζώνες. Η αλιεία στους ποταμούς έχει σχεδόν αποκλειστικά τοπικό οικονομικό χαρακτήρα και είναι αρκετά διαδεδομένη, κυρίως στις ζώνες του δέλτα του Γάγγη.Προϊστορικοί πολιτισμοί. Η Ι. ήταν ήδη κατοικημένη από την προϊστορική εποχή. Οι ανασκαφές του 1922 στο λεκανοπέδιο του Ινδού έφεραν στο φως τα ερείπια δύο σπουδαίων πόλεων, της Μοχέντζο Ντάρο (στο Σιντ) και της Χαράπα (Παντζάμπ), που ήταν κέντρα ενός σημαντικού πολιτισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε την 4η-3η χιλιετία π.Χ.
Έξω από το λεκανοπέδιο του Ινδού, στην Ινδική χερσόνησο, κατοικούσαν κυρίως Δραβίδες, ένας πολυπληθής κορμός φυλής νεγροειδούς τύπου, οι πιο γνήσιοι απόγονοι του οποίου φαίνεται πως είναι ορισμένες ταμιλικές ομάδες που σήμερα ζουν στα νότια της χερσονήσου (Ντεκάν) και στην Κεϋλάνη. Φαίνεται ότι οι Δραβίδες χρησιμοποιούσαν μια εικονογραφική γραφή, ζούσαν σε οργανωμένες κοινότητες και γνώριζαν ορισμένα μέταλλα· ο πολιτισμός των Δραβίδων πρέπει να θεωρηθεί ως ο πρωταρχικός της Ι. Αυτοί αποτέλεσαν, μαζί με τους Αρίους, το κύριο τμήμα του ανθρώπινου υλικού της ινδικής ιστορίας.
Εισβολή των Αρίων. Από τον 18ο έως τον 16ο αι. π.Χ. πραγματοποιήθηκε η είσοδος των Αρίων, οι οποίοι κατά διαδοχικά κύματα εγκαταστάθηκαν αρχικά στη δυτική Ι., κατόπιν στη μεγάλη κοιλάδα του Γάγγη και στη συνέχεια ακόμη νοτιότερα, ώσπου επιβλήθηκαν ως ο κυριότερος πληθυσμιακός κορμός της χώρας. Οι Άριοι ή Ινδοευρωπαίοι κατοικούσαν αρχικά στην εκτεταμένη περιοχή η οποία εκτείνεται από την κεντροανατολική Ευρώπη έως τις λίμνες Αράλη και Μπαλχάς, μέσω της νότιας Ρωσίας και του Τουρκεστάν. Από τη 2η χιλιετία π.Χ. οι Άριοι άρχισαν μια μεγάλη επεκτατική κίνηση, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στην ιστορία της ευρασιατικής ηπείρου. Από τα πανάρχαια κέντρα τους μετακινήθηκαν διαδοχικά σε ένα αρκετά εκτεταμένο μέτωπο, το οποίο ξεκινούσε από τη νοτιοανατολική Ευρώπη και κατέληγε στις περιοχές που συνορεύουν με τη βορειοδυτική Ι. Αυτός ο τελευταίος κορμός Ινδοευρωπαίων, οι οποίοι ονομάστηκαν Άριοι, εισήλθε στην Ι. μέσω της μοναδικής μεγάλης ηπειρωτικής εισόδου στη χερσόνησο, δηλαδή μέσω της περιοχής των βορειοδυτικών περασμάτων, και από εκεί στην εκτεταμένη ινδική υποήπειρο. Αφού πέρασαν τον Ινδό, οι Άριοι θα πρέπει να εισέβαλαν στο σημερινό Παντζάμπ.
Οι Άριοι αγνοούσαν τη γραφή, ενώ μιλούσαν τη σανσκριτική, συγγενή προς την ελληνική, τη λατινική, τις κελτικές και τις γερμανικές γλώσσες. Από τη σανσκριτική προήλθε μια μεγάλη οικογένεια ινδικών γλωσσών, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι η χίντι, η μαραθική, η βεγγαλική και η γκουτζαρατική.
Οι Άριοι της Ι. λάτρευαν τους ενουράνιους θεούς, ορισμένοι από τους οποίους ταυτίζονταν με τα μεγάλα αστέρια ή με τα στοιχεία και τις δυνάμεις της φύσης: Ντγιάους Πιτάρ, που ήταν ο ήλιος και η ιερή φωτιά, Ίντρα (ίσως ο ινδικός Θορ) κ.ά. Δεν έχτιζαν ναούς στους θεούς τους ούτε απεικόνιζαν τις μορφές τους· η πιο υψηλή από τις μορφές λατρείας αντιπροσωπευόταν από τους ύμνους και τα ιερά τραγούδια που συνέθεταν οι ιερείς.
Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός και ο ποιμένας του λαού, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιθανό να ίσχυαν μορφές ολιγαρχικού, ίσως ακόμα και δημοκρατικού καθεστώτος.
Με την πάροδο του χρόνου, οι Ινδοάριοι εξαπλώθηκαν από την ακραία βορειοδυτική περιοχή –αμέσως μετά τα ορεινά περάσματα από τα οποία είχαν εισχωρήσει στην Ι.– έως την περιοχή που περιλαμβάνεται ανάμεσα στους ποταμούς Τζούμνα και Γάγγη. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση των Βεδών, οι Ινδοάριοι συνάντησαν έναν λαό με σχετικά χαμηλό ανάστημα και σκούρο δέρμα. Οι ιθαγενείς αυτοί ονομάστηκαν ντάσα ή ντασγιού (σκλάβοι) και οι Άριοι, όταν μπορούσαν, απέφευγαν οποιαδήποτε ανάμειξη αίματος με αυτούς, επειδή τους θεωρούσαν κατώτερους λόγω του σκούρου χρώματός τους.
Η διαφορά χρώματος υπήρξε πρόδρομος εκείνου που έμελλε να αποτελέσει τον πιο τυπικό ινδικό θεσμό: της κάστας (η λέξη είναι πορτογαλική και με την αρχική της σημασία –γενεαλογία– αποδίδει τους σανσκριτικούς όρους βάρνα, δηλαδή χρώμα, και τζάτι, δηλαδή φυλή). Μετά τη νίκη και την εγκατάσταση των Αρίων στις καινούργιες γαίες, η λεκάνη του άνω Γάγγη έγινε η νέα πατρίδα τους. Ωστόσο, οι φυλετικοί κανόνες που επέβαλαν οι νικητές δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν τις επιγαμίες με τον ιθαγενή πληθυσμό. Οι μεικτοί γάμοι αποτελούσαν όλο και πιο συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ πολλά ήθη και έθιμα των νικημένων αφομοιώθηκαν από τους νικητές. Εξαιτίας του συγκρητισμού αυτού, οι Άριοι αποτέλεσαν τους Ινδούς.
Οι ομάδες των Αρίων, που διέθεταν ανώτερη κοινωνική θέση και ευρύτερη πολιτική και οικονομική εξουσία και έρχονταν λιγότερο σε επαφή με τα ιθαγενή στοιχεία, κατέλαβαν την κορυφή της πυραμιδοειδούς δομής της νέας ινδικής κοινωνίας. Έτσι σχηματίστηκαν τέσσερις κάστες: οι βραχμάνοι (η ιερατική κάστα), οι ξατρίγια (η κάστα των πολεμιστών), οι βαΐσγια (οι έμποροι και οι αστοί) και οι σούντρα (άνθρωποι προορισμένοι για σκλάβοι). Κάτω από τις κάστες αυτές βρίσκονταν οι άνθρωποι εκτός κάστας, οι παρίες, που ζούσαν κυρίως στη νότια Ι. Σιγά-σιγά, αυτό που αρχικά ήταν μια διαστρωμάτωση πολιτικού, εθνικού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα μεταβλήθηκε σε μια εξαιρετικά άκαμπτη ιεραρχία, σε συνάρτηση με πνευματικές αξίες.
Ινδουισμός και βουδισμός. Ο ινδουισμός δεν υπήρξε μόνο μια θρησκεία αλλά και ένας τρόπος ζωής, προορισμένος να ρυθμίζει επί χιλιετίες όλες τις πλευρές του βίου των Ινδών. Από τη μία πλευρά περιλάμβανε τον πιο ακραίο ανιμισμό (λατρεία λίθων και δέντρων) και από την άλλη τις πιο υψηλές μορφές στοχασμού, εκφράσεις μιας έντονης πνευματικότητας.
Η παλαιά θρησκεία των Αρίων, αυτή που θα μπορούσε –σωστότερα– να ονομαστεί βεδική, με τον καιρό διαφοροποιήθηκε· από την απλή λατρεία της φύσης που πιστοποιείται στις πιο παλιές Βέδες, πέρασε σε μια περίπλοκη λειτουργία η οποία αφορούσε τη λατρεία αμέτρητων θεοτήτων. Η μεταβολή αυτή επηρέασε και τη διάρθρωση της κοινωνικής τάξης. Έτσι, εάν στην αρχή, κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων και των κατακτητικών πολέμων, την επικρατούσα ομάδα αποτελούσαν αναμφίβολα ξατρίγια –η κάστα στην οποία ανήκαν οι πολεμιστές–, στη συνέχεια επικράτησαν οι ιερείς σε μια θεοκρατική κοινωνία.
Η ζωή στις πρώτες εποχές της μεταβεδικής Ι. περιγράφεται ζωηρά σε δύο μεγάλα επικά έργα, τη Μαχαμπαράτα και τη Ραμαγιάνα, τα οποία πιστοποιούν τη μετάβαση από την απλή πατριαρχική κοινωνία των Αρίων ποιμένων σε έναν τύπο οργάνωσης –που πρέπει να ονομαστεί πια ινδικός– στον οποίο είχαν σχηματιστεί μεγάλα βασίλεια. Ο ηγεμόνας, που ονομαζόταν γενικά ράτζα, είχε αυξήσει σημαντικά την εξουσία του και διέθετε πλέον μεγάλο πλούτο και έναν στρατό λίγο ή πολύ σταθερό. Η ολιγαρχία των ιερέων, των αρχηγών φυλών και των μεγαλύτερων κτηνοτρόφων διακρινόταν σε τάξεις και ομάδες, οι οποίες δεν μπορούσαν να είναι αλληλέγγυες και βρίσκονταν σε διένεξη για το ποια θα αποσπούσε την εύνοια του ηγεμόνα. Ωστόσο, άλλαζε και η οικονομική ζωή: μεγάλος αριθμός από τους ημινομάδες ποιμένες των χρόνων της κατάκτησης είχε μετατραπεί σε γεωργούς, που ήταν ενωμένοι σε σωματεία (σρένι), πολλά από τα οποία συνέπιπταν με ισάριθμες κάστες.
Οι Άριοι παρέμειναν περιορισμένοι στις περιοχές που έφταναν έως τον ποταμό Τζούμνα και στον άνω ρου του Γάγγη μόνο μερικούς αιώνες. Η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού και οι πλούσιες γαίες της πεδιάδας του Γάγγη ώθησαν τους Αρίους, ίσως γύρω στον 10ο αι. π.Χ., σε νέα επέκταση προς τα νότια (όπου βρίσκονταν οι εκβολές του Ινδού και τα βουνά Βίντγια, που έμελλαν να αποτελέσουν επί αιώνες τα αδιαπέραστα σύνορα ανάμεσα σε Αρίους και Δραβίδες), προς τα βόρεια και κυρίως προς τα ανατολικά, έως τα σύνορα της Βεγγάλης και της Ορίσα. Η δεύτερη αυτή κατάκτηση των Αρίων, που δεν συνάντησε μεγάλη αντίσταση, ήταν η τελευταία μεγάλη μετακίνηση λαών στην ινδική ιστορία.
Ο 6ος αι. π.Χ. είναι μια περίοδος που έχει ιδιαίτερη σημασία για την ινδική ιστορία και όχι μόνο επειδή κατά τη διάρκειά του έζησε και κήρυξε ο Βούδας. Πραγματικά, για πρώτη φορά είμαστε σε θέση να καθορίσουμε μια χρονολογική τάξη γεγονότων, βασιζόμενοι στον συγχρονισμό ανάμεσα στα βασίλεια ορισμένων ηγεμόνων, στη ζωή του Βούδα και σε εκείνη του μεγάλου συγχρόνου του, Τζίνα Βαρνταμάνα, ιδρυτή του τζαϊνισμού.
Η γέννηση του Γκοτάμα Βούδα χρονολογείται το 560 και ο θάνατός του το 480 π.Χ. Άλλες παραδόσεις καθορίζουν διαφορετικές ημερομηνίες. Η διδασκαλία του δεν ήταν μια καινούργια θρησκεία, αλλά μια νέα ερμηνεία της ινδικής θρησκευτικής κληρονομιάς. Όμως, ο βουδισμός, ο οποίος πρέσβευε ότι η έσχατη τελειότητα επιτυγχάνεται μόνο με την πλήρη απάρνηση της ευδαιμονίας και την αποσόβηση κάθε απόπειρας τροποποίησης της κοινωνίας, δεν προωθούσε ασφαλώς την πολιτική πρόοδο. Τα χαρακτηριστικά της ινδικής κοινωνικής οργάνωσης αιτιολογούν τη μετέπειτα αποτυχία του βουδισμού στην Ι. Την ίδια εποχή με τον Βούδα κήρυξε και ο Τζίνα Μαχαβίρα. Αξίζει να σημειωθεί πως ο τζαϊνισμός διέφερε από τη διδασκαλία του Βούδα κυρίως ως προς την υπερβολική πουριτανική αυστηρότητα.
Η πολιτική οργάνωση της Ι., την εποχή του Βούδα, χαρακτηριζόταν από ενίσχυση της τάσης για σχηματισμό μεγάλων κρατών: δύο από αυτά ήταν το βασίλειο Αγιόντγια (Ουντ) και το βασίλειο Μαγκάντα. Η πρωτεύουσα του Μαγκάντα, Παταλιπούτρα, ιδρύθηκε από έναν μαθητή του Βούδα, τον Αγιατασάτρου, η δυναστεία του οποίου βασίλευσε επί 150 χρόνια και τη διαδέχθηκε η δυναστεία των Νάντα. Την εποχή του τελευταίου ηγεμόνα των Νάντα, Μαχαπάντμα, πραγματοποιήθηκε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ι. Το 516 π.Χ. ο Πέρσης Δαρείος είχε εισέλθει στη χερσόνησο, κατακτώντας το Παντζάμπ, το οποίο αποτέλεσε την εικοστή σατραπεία της αυτοκρατορίας του. Το 325 π.Χ. ο Αλέξανδρος συμπλήρωσε την κατάκτηση της Περσίας και προσάρτησε την ινδική σατραπεία.
Αυτοκρατορία των Μορία. Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έδωσε το σύνθημα για μια εθνική εξέγερση στο Παντζάμπ, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο νεαρός ηγεμόνας Τσαντραγκούπτα Μορία από την Παταλιπούτρα (322-298 π.Χ.). Αφού καθαιρέθηκε ο ηγεμόνας των Νάντα, ο Τσαντραγκούπτα νίκησε τον Έλληνα στρατηγό Σέλευκο Α’. Το βασίλειο του μεγάλου αυτοκράτορα των Μορία εκτεινόταν σε ολόκληρη σχεδόν τη βόρεια Ι. και ήταν διαιρεμένο σε πέντε αντιβασιλείες.
Το 273 π.Χ., 25 χρόνια μετά τον θάνατο του ένδοξου ιδρυτή της δυναστείας, ανήλθε στον θρόνο ο ανιψιός του, Ασόκα (273-232 π.Χ.), περίφημος για τον ζήλο που επέδειξε στην εφαρμογή και στη διάδοση του βουδισμού. Η αυτοκρατορία του Ασόκα πρέπει να ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από εκείνη του Τσαντραγκούπτα, επειδή οι επιγραφές που περιέχουν τα έδικτα (διατάγματα, από τη λατινική λέξη ediktum) του ηγεμόνα βρέθηκαν σε πολυάριθμες τοποθεσίες μιας εκτεταμένης περιοχής, από την Πεσαβάρ (το σημερινό Πακιστάν) έως τη Χαϊντεραμπάντ (Σιντ).
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Ασόκα (232 π.Χ.), η αυτοκρατορία των Μορία άρχισε να παρακμάζει. Το 185 π.Χ. ο τελευταίος ηγεμόνας της δυναστείας δολοφονήθηκε από έναν στρατηγό, τον Πουσγιαμίτρα Σούνγκα, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο. Μετά τη βραχύχρονη δυναστεία Σούνγκα, κυβέρνησε για μικρό χρονικό διάστημα η δυναστεία των Κάνβα. Ύστερα από αυτήν υπήρξε μια περίοδος ξένων εισβολών, η οποία σταμάτησε τον 4ο αι. μ.Χ. Τότε ιδρύθηκε η δεύτερη από τις μεγάλες ινδικές αυτοκρατορίες, η αυτοκρατορία των Γκούπτα.
Η πρώτη εισβολή πραγματοποιήθηκε από τους Έλληνες της Βακτριανής, οι οποίοι, αφού αποσχίσθηκαν το 250 π.Χ. από το βασίλειο των Σελευκιδών, αναγκάστηκαν –υπό την πίεση των Σάκα ή Σκυθών– να καταφύγουν στο Παντζάμπ, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο πιο επιφανής από αυτούς τους Ινδοέλληνες ηγεμόνες υπήρξε ο Μένανδρος από τη Σαγκάλα (180-160 π.Χ., και αυτός οπαδός του βουδισμού), ο οποίος επιχείρησε, χωρίς να το κατορθώσει, να κατακτήσει γύρω στο 160 π.Χ. την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μορία. Περίπου το 138 π.Χ. ο Μιθριδάτης Α’, βασιλιάς των Πάρθων, κατέκτησε το βασίλειο της Ταξίλης.
Οι ξένες αυτές ηγεμονίες, στις οποίες είχε παρατηρηθεί μια ιδιόρρυθμη συγχώνευση της ινδικής και της ελληνικής κουλτούρας, αφομοιώθηκαν αργότερα από ένα κύμα εισβολέων, τους Κουσάνα, που προερχόταν από την κεντρική Ασία. Ο μεγαλύτερος από τους ηγεμόνες του λαού αυτού, ο Κανίσκα (120/125-162 μ.Χ.), υπήρξε επίσης ένας από τους πιο μεγάλους ηγεμόνες της ινδικής ιστορίας. Από την πρωτεύουσά του, την Πεσαβάρ, ο Κανίσκα κυβέρνησε ένα βασίλειο που περιλάμβανε την Γκαντάρα, το Κασμίρ και τις λεκάνες του Ινδού και του Γάγγη.
Αυτοκρατορία των Γκούπτα. Περίπου στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. άρχισε η παρακμή του βασιλείου των Κουσάνα. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του επόμενου αιώνα το βασίλειο αυτό υφίστατο την ολοένα και πιο ενεργητική πίεση πολυάριθμων ινδικών ηγεμονιών και δημοκρατιών, που υποκίνησαν μια εθνική εξέγερση κατά των ξένων στοιχείων, η οποία βρήκε το επιστέγασμά της στην ίδρυση της ινδικής αυτοκρατορίας των Γκούπτα. Ο Τσαντραγκούπτα (ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Τσαντραγκούπτα Μορία) ήταν ηγεμόνας (320 μ.Χ.) της ανατολικής Ι., η οποία κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πεδιάδα του Γάγγη. Ενδοξότερος ίσως από τον Τσάντρα υπήρξε ο διάδοχος και γιος του, Σαμουντραγκούπτα (περ. 340-380), ο οποίος περιέλαβε στην αυτοκρατορία όλη τη βόρεια Ι. Το 380 διαδέχθηκε τον Σαμουντραγκούπτα ο γιος του, Τσαντραγκούπτα Β’, που επεξέτεινε το βασίλειό του έως την Αραβική θάλασσα, προσαρτώντας τα τελευταία εδάφη των Σακών: Κουτς, Κατιαβάρ, Σιντ, Γκουτζαράτ και Κονκάν. Με το βασίλειο του Τσαντραγκούπτα Β’ η γκουπτική δυναστεία έφτασε στο απόγειο της· μετά τον θάνατό του, το 415, άρχισε η παρακμή.
Η αυτοκρατορία των Γκούπτα, που διήρκεσε έως τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., πρέπει να θεωρηθεί ως η χρυσή εποχή του ινδουισμού. Η σανσκριτική λογοτεχνία έφτασε σε αξεπέραστο μεγαλείο (αναφέρουμε τον ποιητή και δραματουργό Καλιντάσα), ενώ θαυμαστή ανάπτυξη σημείωσαν οι τέχνες και οι επιστήμες, ιδιαίτερα τα μαθηματικά και η αστρονομία. Κατά τη διάρκεια των περίπου δύο αιώνων κυριαρχίας των Γκούπτα ο βουδισμός παρήκμασε και η θρησκεία των βραχμάνων κατέκτησε ξανά την Ι. Η ανακατάκτηση αυτή εμφανίζεται ήδη ως πραγματικότητα, λίγο ή πολύ καθορισμένη, γύρω στα τέλη της αυτοκρατορίας των Γκούπτα. Μαρτυρίες του γεγονότος αυτού υπήρξαν, με όλη την αυστηρότητα της ορθοδοξίας τους, οι νόμοι του Μανού (που ίσως πρέπει να αποδοθούν σε εκείνη την περίοδο), κωδικοποίηση των θεσμών και των κανόνων του βραχμανισμού, από την αυστηρή τήρηση της κάστας έως την απαγόρευση επαφής με τους απίστους και τις τρομερές κοινωνικές και θρησκευτικές κυρώσεις για όλες τις παραβιάσεις των βεδικών νόμων.
Η αυτοκρατορία των Γκούπτα παρήκμασε και τελικά κατέρρευσε γύρω στα μέσα του 6ου αι. Ακολούθησαν βαρβαρικές επιδρομές των Εφθαλιτών ή Λευκών Ούννων, ενός λαού που συγγένευε με τους Ούννους, οι οποίοι ερήμωσαν την ανατολική Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. μ.Χ. Ύστερα από μια πρώτη επίθεση εναντίον της αυτοκρατορίας των Γκούπτα, το 450, οι Λευκοί Ούννοι εισέβαλαν επανειλημμένα στην Ι., τον 5ο, 6ο και 7ο αι., και κατόρθωσαν να εγκατασταθούν σε ορισμένα σημεία ως νικητές. Μια προσπάθεια αποκατάστασης της αυτοκρατορικής ενότητας έγινε από τον Χάρσα (περ. 606-647), τελευταίο μεγάλο ηγεμόνα πριν από την ισλαμική κατάκτηση, ο οποίος το 613 μ.Χ. κατόρθωσε να γίνει κύριος ενός αξιόλογου τμήματος της βόρειας Ι.
Σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό γεγονός των αρχών του ινδικού αυτού Μεσαίωνα υπήρξε, από τον 9ο αι., η άνοδος στην εξουσία των Ρατζπούτ, γιων βασιλέων, οι οποίοι για αρκετούς αιώνες ήταν κύριοι του δυτικού Ινδοστάν. Το έδαφος από το οποίο άρχισαν να δρουν συλλογικά ήταν η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Ινδό, Τζούμνα και Τσαμπάλ.
Οι Ρατζπούτ, που είχαν το προσωνύμιο σπαθί του Ινδοστάν, αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο το φεουδαρχικό ιππικό της Ι. εκείνης της εποχής. Επιβλήθηκαν ως ισχυρή τάξη φεουδαρχών και οι μεγαλύτερες κτήσεις τους ήταν μεγάλα βασίλεια ή ηγεμονίες· για παράδειγμα, η δυναστεία Παριχάρ, πρωτεύουσα της οποίας υπήρξε από τις αρχές του 9ου αι. η Κανάουτζ, σπουδαίο πνευματικό κέντρο της βόρειας Ι., οι δυναστείες των Τσάντελ (Μπούντελκαντ), των Σολάνκι (Γκουτζαράτ), των Ποβάρ ή Παρμάρα (Μάλβα) και των Πάλα (Βεγγάλη και Μπιχάρ).
Ο μεσαίωνας στην κεντρική και νότια Ι. Το καθαυτό χερσονησιωτικό τμήμα της Ινδικής υποηπείρου, στα νότια των βουνών Βίντγια, δεν υπέστη την εισβολή των Αρίων, επειδή αυτοί σταμάτησαν στα νότια σύνορα της πεδιάδας του Ινδού και του Γάγγη. Έτσι, η κεντρική και νότια Ι. έχει μια ιδιαίτερη ιστορία –στην οποία αναμφισβήτητα σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο ινδικός πολιτισμός του βορρά– που συνδέεται κυρίως με τις φάσεις των αρχαίων τοπικών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες έμειναν σχετικώς απομονωμένες από τις μεγάλες εθνικές μετακινήσεις και από τις ιστορικές εξελίξεις της βόρειας Ι. Ίσως είναι προτιμότερο η ιστορία της νοτιοκεντρικής Ι. να διαιρεθεί στην ιστορία του Ντεκάν (δηλαδή του υψιπέδου που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον ποταμό Ναρμάντα στα βόρεια και τον ποταμό Γκονταβάρι στα νότια) και στην ιστορία του ακραίου νότου της χερσονήσου.
Το Ντεκάν, που ονομαζόταν για μεγάλο διάστημα Μαχαράστρα (και Μαχαραστρίκα ή Μαράθοι οι κάτοικοί του), την εποχή των επιτυχημένων βουδιστικών ιεραποστολών του Ασόκα (3ος αι. π.Χ.) βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Άντρα, λαού δραβιδικής προέλευσης, που έλεγχε όλη την κεντρική Ι., από την Αραβική θάλασσα έως τον κόλπο της Βεγγάλης. Μέσω των λιμανιών της δυτικής ακτής του βασιλείου αυτού, αναπτύχθηκε έντονο διαμετακομιστικό εμπόριο με την Αίγυπτο. Άλλα σπουδαία βασίλεια του Ντεκάν υπήρξαν εκείνο των Τσαλούκια –ένας από τους ηγεμόνες των οποίων, ο Πουκακέσι Β’, νίκησε τον αυτοκράτορα Χάρσα– καθώς και τα βασίλεια των Χοϊσάλα της Μισόρι, των Γιαντάβα, της Ντεογκίρι και προπάντων των Ραστρακούτα (Ρατόρ).
Οι πρώτοι μεγάλοι κρατικοί σχηματισμοί στην ιστορία της νότιας Ι. υπήρξαν τα τρία ένδοξα βασίλεια των Τσέρα (ή Κεράλα) στο δυτικό τμήμα, των Τσόλα στο ανατολικό και των Πάντγια στον ακραίο νότο. Το βασίλειο των Τσόλα απορρόφησε τελικά τα άλλα και κυριάρχησε και στο βόρειο τμήμα της Κεϋλάνης και των νησιών Ανταμάν και Νικομπάρ. Επέζησε έως τον 14ο αι., οπότε το κατέκτησαν οι μουσουλμάνοι. Τα βασίλεια της νότιας Ι. διέθεταν μεγάλο εμπορικό και πολεμικό στόλο.
Όπως επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί, το γεγονός ότι στην ινδουιστική αντίληψη περί κράτους και περί κοινωνίας κυριαρχούσε ο δεσποτισμός και η άκαμπτη ιεραρχική διάρθρωση των τάξεων (δηλαδή απουσίαζε μια εναλλαγή δημοκρατικού τύπου), οφειλόταν στο ότι η ινδική πολιτική σκέψη ήταν εμπνευσμένη επί χιλιετίες από μια θρησκευτική θεωρία για την ύπαρξη, η οποία αρνιόταν την αξία της γήινης πραγματικότητας. Αν τα πιο ευγενικά και αντιπροσωπευτικά πνεύματα του ινδουιστικού πολιτισμού θεωρούσαν την ύπαρξη ως μια αυταπάτη ή ένα κακό, ήταν λογικό να μην έχει σημασία η διαφορά ανάμεσα στις επιμέρους μορφές κυβέρνησης και να μην μπορέσουν οι Ινδοί να αντιληφθούν τα δυτικά ιδεώδη για πολιτική ελευθερία και για κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι πρώτες εισβολές του Ισλάμ. Στις αρχές του 8ου αι., και αργότερα του 9ου, με την έναρξη των ισλαμικών κατακτήσεων εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή στην ιστορία της Ι., που διήρκεσε οκτώ-εννέα αιώνες, έως τον ευρωπαϊκό εποικισμό. Σε λιγότερο από έναν αιώνα από τον θάνατο του Μωάμεθ (632 μ.Χ.), το Ισλάμ είχε επεκταθεί στην περιοχή από τον Ατλαντικό ωκεανό έως το Αφγανιστάν. Στην Ι. οι πρώτες μουσουλμανικές προσπάθειες πραγματοποιήθηκαν από τους Άραβες. Η πρώτη εκστρατεία, κατά την οποία λεηλατήθηκαν ορισμένες τοποθεσίες στα παράλια της δυτικής Ι., πραγματοποιήθηκε το 636-637. Ωστόσο, οι Άραβες, μόνο στις αρχές του 8ου αι. ξανάρχισαν τη διείσδυση στη χερσόνησο, αφού κατέκτησαν τις περιοχές που εκτείνονταν από την Περσία έως τα σύνορα της Ι. Το 711 ο τολμηρός κατακτητής Μουχάματ ιμπν Κάσιμ διέσχισε τον ποταμό Ινδό και έναν χρόνο αργότερα κατέκτησε το άνω Σιντ και το κάτω Παντζάμπ. Λίγο αργότερα, ο Μουχάματ περιήλθε στη δυσμένεια του χαλίφη και έτσι τελείωσε η αραβική διείσδυση.
Τα πράγματα άλλαξαν επικίνδυνα για την Ι., όταν ο Τούρκος στρατηλάτης Σαμπουκτιτζίν έγινε αρχηγός του μικρού κράτους Γάζνι στο Αφγανιστάν (977). Από εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι, που είχαν γίνει γρήγορα ένθερμοι προπαγανδιστές του ισλαμισμού, άρχισαν την πραγματική κατάκτηση της Ι. Η διείσδυση του Σαμπουκτιτζίν στην Ι. ήταν περιορισμένη: το 986 και το 988 νίκησε τον Ρατζπούτ Τζαϊπάλ, ηγεμόνα του Παντζάμπ, του αφαίρεσε την Καμπούλ και έφτασε έως τον άνω ρου του Ινδού. Ο Τούρκος ηγεμόνας ενίσχυσε, όμως, σημαντικά το κράτος της Γάζνι και άφησε μεγάλο στρατό στον γιο και διάδοχό του, Μαχμούτ (997). Αυτός νίκησε (1001) μετά από αιματηρή μάχη τον Τζαϊπάλ και κατέκτησε την Πεσαβάρ. Όταν ο Μαχμούτ επέστρεψε στην Ι. (1008), συγκρούστηκε στα περίχωρα της Πεσαβάρ με τους ενωμένους στρατούς πολυάριθμων ράτζα· τα στρατεύματά του κατέσφαξαν τους Ινδούς. Το 1018 ο Μαχμούτ κατέκτησε τη μεγαλύτερη ινδική πόλη, την Κανάουτζ, και σύλησε την ιερή πόλη Μούτρα (Ματούρα). Το 1024 πραγματοποίησε την περιφημότερη από τις επιχειρήσεις του: διέσχισε μια εκτεταμένη έρημο επικεφαλής του στρατού του (στον οποίο υπήρχαν 30.000 καμήλες που μετέφεραν νερό), μετά από πορεία έξι εβδομάδων, και κατέκτησε την οχυρωμένη πόλη Σομνάτ στην Κατιαβάρ, συντρίβοντας την απελπισμένη αντίσταση των υπερασπιστών, σε βοήθεια των οποίων είχαν προστρέξει οι Ρατζπούτ ηγεμόνες.
Το σουλτανάτο του Δελχί. Μετά τον θάνατο του Μαχμούτ (1030), οι Γαζναβίδες διάδοχοί του διατήρησαν με δυσκολία τις κτήσεις του Παντζάμπ που είχε πραγματοποίησει εκείνος· στα τέλη του 12ου αι. το κράτος Γάζνι απορροφήθηκε από το ισλαμικό βασίλειο της Γουρ. Ο ηγεμόνας του, Μουχάματ Γούρι, σε λιγότερο από τριάντα χρόνια είχε ιδρύσει μια αυτοκρατορία, η οποία από τη Γάζνι, στα δυτικά, εκτεινόταν έως τον κόλπο της Βεγγάλης και στα νότια έως τη Σαμπάρ (Ρατζαστάν) και την Γκουάλιορ.
Όταν ο Μουχάματ Γούρι δολοφονήθηκε (1206), ο τοποτηρητής του, Αϊμπέκ, ανακηρύχθηκε σουλτάνος της μουσουλμανικής Ι. και απέκτησε ανεξαρτησία από την αυτοκρατορία της Γουρ, που διαλύθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του μεγάλου Μουχάματ. Το σουλτανάτο του Δελχί έγινε αμέσως μεγάλο ινδικό κράτος, που δεν ήταν πλέον εξαρτημένο από ξένες πρωτεύουσες. Ο Αϊμπέκ, ιδρυτής της περίφημης δυναστείας των σκλάβων βασιλέων (1206-90), κυβέρνησε με αγχίνοια και αυστηρότητα, αλλά δολοφονήθηκε και αυτός (1210). Τον διαδέχθηκε ο σκλάβος και γαμπρός του, Ιλτουτμίς (1211-36), ο οποίος αναγκάστηκε να επανακτήσει με ένοπλο αγώνα πολυάριθμες εξεγερθείσες επαρχίες· υπήρξε ο πρώτος Ινδός σουλτάνος που αναγνωρίστηκε από τον χαλίφη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ι. οι Μογγόλοι του Τζένγκις Χαν, οι οποίοι το 1214 ξαναγύρισαν ερημώνοντας τη Λαχώρη και προσπαθώντας να κατακτήσουν το Δελχί. Εντούτοις, απωθήθηκαν από τον Μπαρμπάν, τον αμείλικτο αλλά γενναίο κυβερνήτη ο οποίος έμεινε στην εξουσία έως το 1266, μετά τα ταραχώδη χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Ιλτουτμίς, στο όνομα ενός βασιλιά-μαριονέτας, του αγαθού Νασιρουντίν Μαχμούτ. Στη συνέχεια ανήλθε ο ίδιος στον θρόνο όπου παρέμεινε έως το 1286. Ο διάδοχός του, ο ανίκανος ανιψιός του, Καϊκουμπάτ, καθαιρέθηκε και δολοφονήθηκε το 1290 και με αυτόν τελείωσε η σειρά των σκλάβων βασιλέων.
Το αφγανικό κόμμα θριάμβευσε επί του τουρκικού με την άνοδο του Φιρούζ (ή Τζαλαλουντίν) στον θρόνο του Δελχί (1290) και ύστερα με τον ανιψιό και γαμπρό του, Αλαουντίν (1296). Οι δύο αυτοί ηγεμόνες υπήρξαν οι ιδρυτές της δυναστείας των Χάλτζι (1290-1320). Ο Αλαουντίν, ο οποίος είχε σκοτώσει με προδοσία τον Φιρούζ, αφού έγινε σουλτάνος, άρχισε μια σειρά κατακτήσεων στη βορειοκεντρική Ι. Έτσι, το 1311 έφτασε στο ακραίο μέρος της χερσονήσου, μπροστά στο νησί Κεϋλάνη, και η αυτοκρατορία του επεκτάθηκε σχεδόν σε όλη την Ι.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αλαουντίν, εξαντλημένος από τις κακουχίες και τις καταχρήσεις, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη διάλυση του βασιλείου του, που οφειλόταν σε δολοπλοκίες των ανακτόρων, στην ανικανότητα ή στην απιστία των ευνοουμένων σκλάβων και ευνούχων του και στις εξεγέρσεις των επαρχιών και των υποτελών κρατών, προπάντων στα νότια και στο κέντρο. Πέθανε το 1316 και, τέσσερα χρόνια μετά, η δυναστεία των Χάλτζι έσβησε με τη δολοφονία του γιού του, Μπουμπαράκ.
Οι δυναστείες Τουγλάκ, Σαγίντ και Λόντι. Ο Γιγιαζουντίν Τουγλάκ Σαχ, ο γενναίος στρατηγός ο οποίος –υπό τον Αλαουντίν– είχε υπερασπιστεί νικηφόρα τα δυτικά σύνορα από τις επιθέσεις Μογγόλων, ίδρυσε το 1320 την πέμπτη από τις ισλαμικές δυναστείες, τη δυναστεία των Τουγλάκ (1320-1413) και κατόρθωσε να επανεδραιώσει την ηγεμονική εξουσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Μουχάματ (1325-51), άνθρωπος καλλιεργημένος, έξυπνος και αυστηρός, αλλά εκκεντρικός και βάναυσος ηγεμόνας, χωρίς πολιτικές ικανότητες.
Το σουλτανάτο του Δελχί γνώρισε το τελευταίο του μεγαλείο υπό τον αγαθό Φιρούζ Τουγλάκ (1351-88), το βασίλειο του οποίου παρήκμασε δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ύστερα από το θανάσιμο πλήγμα που κατάφεραν οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου (Τιμούρ), ο οποίος έγινε αρχηγός τους στα τέλη του 14ου αι. Το 1398 ο τρομερός κατακτητής επιτέθηκε εναντίον του Δελχί σπέρνοντας την ερήμωση και τον θάνατο· αμέσως μετά αποσύρθηκε από την Ι. Στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χάος που βασίλευε ανάμεσα στην επιδρομή του Τιμούρ και στην εμφάνιση της αυτοκρατορίας των Μογγόλων των Ινδιών, διαδέχθηκαν η μία την άλλη στο Δελχί (στην περιοχή του οποίου είχε περιοριστεί εκείνο που ήταν κάποτε το μεγάλο σουλτανάτο της Ι.) οι δύο δυναστείες των Σαγίντ (1414-51) και των Λόντι (1451-1526). Η δεύτερη ήταν έβδομη και τελευταία του σουλτανάτου του Δελχί· αφανίστηκε με την ήττα και τον θάνατο του Ιμπραχίμ Λόντι στη μεγάλη μάχη της Πάνιπατ (1526), από την οποία άρχισε η αυτοκρατορία των Μογγόλων.
Η αυτοκρατορία των Μογγόλων των Ινδιών. Η τελευταία μεγάλη Ινδική αυτοκρατορία πριν από τη βρετανική ήταν εκείνη των Μογγόλων των Ινδιών. Ονομάστηκε έτσι επειδή οι εισβολείς που κατέκτησαν την Ι. τον 16ο αι. ήταν Μογγόλοι ή καλύτερα Τουρκομογγόλοι, απόγονοι των πολεμιστών του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου (Τιμούρ). Στους δύο αιώνες που είχαν μεσολαβήσει ανάμεσα στον Τζένγκις Χαν και στον Ταμερλάνο, οι Μογγόλοι είχαν αλλάξει, κυρίως πολιτιστικά.
Χάρη στις κατακτήσεις τους είχαν έλθει σε επαφή με αρκετά ανώτερους πολιτισμούς, τα στοιχεία των οποίων είχαν αφομοιώσει ευρύτατα. Επίσης, είχαν σχηματίσει μια μεγάλη πολιτική ενότητα· με τον Τζένγκις Χαν οι μογγολικές ορδές ήταν συγκεντρωμένες σε μια μεγάλη αυτοκρατορία, οργανωμένη σύμφωνα με νέες δομές σε σχέση με τις πατροπαράδοτες του κορμού. Στην ενότητα αυτή οι Μογγόλοι πολεμιστές αποτελούσαν τη στρατιωτική αριστοκρατία, αλλά τα διοικητικά πλαίσια αποτελούνταν από ξένους (Κινέζους, Πέρσες κ.ά.), που είχαν εκμεταλλευθεί τη μεγάλη ανεκτικότητα της κυβέρνησης του Τζένγκις Χαν, για να αποκτήσουν επιρροή στη βαρβαρική αυτοκρατορία.
Ύστερα ακολούθησαν ο προσηλυτισμός των Μογγόλων στον ισλαμισμό και η ενίσχυση της περσικής επίδρασης. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η είσοδος τουρκικών στοιχείων στη μογγολική κοινωνία, που είχε μεταβληθεί έτσι σε μια τουρκομογγολική κοινωνία. Μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν (1226), η ενότητα των κτήσεών του διαλύθηκε και το ίδιο συνέβη και μετά τη δεύτερη μεγάλη Μογγολική αυτοκρατορία που είχε οικοδομήσει ο Ταμερλάνος.
Ωστόσο, οι Μογγόλοι εξακολουθούσαν πάντοτε να είναι μια μεγάλη δύναμη. Στην Ι., η κατάκτηση του σουλτανάτου του Δελχί τους έδινε τη δικαιοδοσία να αξιώσουν το Ινδοστάν. Yπήρχαν δηλαδή οι προϋποθέσεις για ανακατάκτηση της βόρειας Ι. Ένας απόγονος του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου, ο Μπαμπούρ (ή Μπαμπέρ ο Λέων), ήταν εκείνος που ίδρυσε στην Ι. την αυτοκρατορία των Μογγόλων. Ο Μπαμπούρ, που γεννήθηκε το 1483, κληρονόμησε σε ηλικία 12 ετών μια μικρή κτήση στα ανατολικά της Σαμαρκάνδης και μετά το 1504 έγινε κύριος ενός μεγάλου τμήματος του Αφγανιστάν, απ’ όπου πραγματοποίησε πολυάριθμες επιδρομές στο Ινδοστάν. Τέλος, το 1525 ο Μπαμπούρ εισέβαλε στην Ι. από την αφγανική περιοχή. Το 1526, στη μεγάλη μάχη της Πάνιπατ, με στρατιωτική δύναμη μόνο 12.000 ανδρών, νίκησε τον τελευταίο ηγεμόνα της δυναστείας των σουλτανάτων του Δελχί, Ιμπραχίμ Λόντι. Όταν κατεστάλησαν οι αντιστάσεις των Ρατζπούτ ηγεμόνων στην Κάνουα (1527) και αφού έγινε κύριος της βόρειας Ι., ο Μπαμπούρ εγκαταστάθηκε στο Δελχί. Πέθανε λίγο αργότερα (1530), σε ηλικία μόλις 47 ετών. Τον Μπαμπούρ διαδέχθηκε ο γιος του, Χουμαγιούν, ο οποίος όμως εκδιώχθηκε από τον Σερ Σαχ (1540-45), έναν ικανό πολιτικό που πραγματοποίησε διοικητικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις μεγάλης σπουδαιότητας. Αυτές έμελλαν να αποτελέσουν τη βάση του συστήματος διακυβέρνησης ενός από τους μεγαλύτερους Μογγόλους αυτοκράτορες, του Άκμπαρ, και κατόπιν τη βάση της βρετανικής διακυβέρνησης.
Μετά τον θάνατο του Σερ Σαχ, ο εκδιωχθείς Χουμαγιούν ανακατέλαβε (1555) τον θρόνο. Έναν χρόνο αργότερα τον διαδέχθηκε ο νεότερος γιος του, Άκμπαρ. Αφού νίκησε τους ευγενείς αφγανικής καταγωγής, που θεωρούσαν σφετεριστές τους Μογγόλους, ο Άκμπαρ νίκησε και τους Ρατζπούτ στη μάχη της Πάνιπατ (1556)· ωστόσο, κατόρθωσε με μια σώφρονα πολιτική συμφιλίωσης να τους κάνει σπαθί του Ινδοστάν, πιστούς και ισχυρούς συμμάχους του βασιλείου. Η συμμαχία διήρκεσε ωσότου η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε από έναν από τους διαδόχους του Άκμπαρ, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η αυτοκρατορία των Μογγόλων των Ινδιών. Με μια σχεδόν αδιάκοπη σειρά εκστρατειών, ο βασιλιάς πραγματοποίησε την ενοποίηση της βόρειας Ι.: το 1562 κατέκτησε τη Μάλβα, το 1564 την Γκοντουάνα, δηλαδή το βόρειο τμήμα του σημερινού Μάντγια Πραντές, το 1569 την Μπούντελκαντ, το 1572 το Γκουτζαράτ, το 1576 τη Βεγγάλη και μέρος της Ορίσα, το 1585 την Καμπούλ, το 1587 το Κασμίρ, το 1595 την Κανταχάρ και το Βελουχιστάν. Έτσι, αφού ολοκλήρωσε την ενοποίηση της βόρειας Ι., ο Άκμπαρ άρχισε τη μογγολική επέκταση στο Ντεκάν. Μια πρώτη εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της Μπεράρ (1596) και μια δεύτερη τερματίστηκε με την κατάληψη της πόλης Αχμαντναγκάρ (1600). Η προσάρτηση της Καντές (1601) ήταν το επιστέγασμα του ενοποιητικού έργου που πραγματοποίησε ο μεγάλος ηγεμόνας. Ωστόσο, σπουδαιότερο από τις κατακτήσεις του υπήρξε το οργανωτικό, διοικητικό και δικαστικό έργο του. Με τη βοήθεια του ικανού Ινδού υπουργού Τοντάρ Μαλ, ο Άκμπαρ κατόρθωσε να δώσει στην αυτοκρατορία μια μορφή ισχυρά συγκεντρωτική, εγκαθιδρύοντας καινούργια και πιο άμεσα φοροεισπρακτικά συστήματα, εισάγοντας τη χρήση του κτηματολογίου και υιοθετώντας μια διαφορετική διοικητική διαίρεση του εξαιρετικά εκτεταμένου εδάφους που κυβερνούσε. Επίσης, ακολούθησε μια πολιτική άκρας θρησκευτικής ανεκτικότητας.
Ο γιος του, Τζαχανγκίρ, και ο ανιψιός του, Σαχ Τζαχάν (που βασίλευσαν αντίστοιχα από το 1605 έως το 1627 και από το 1628 έως το 1658), υπήρξαν μέτριοι ηγεμόνες. Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο Αουρανγκζέμπ, που βασίλευσε από το 1658 έως το 1707.
Ο Αουρανγκζέμπ, γιος του Σαχ Τζαχάν, υπήρξε ισχυρή και αντιφατική προσωπικότητα. Αυστηρός και εμπνεόμενος από μια υψηλή αντίληψη της αποστολής του ως ηγεμόνα, δεν διέθετε ωστόσο τις ανάλογες πολιτικές ικανότητες. Από το 1681 έως τον θάνατό του, ο Αουρανγκζέμπ έκανε το σφάλμα να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην κατάκτηση και στη διακυβέρνηση ολόκληρης της νότιας Ι. Οι διάδοχοί του υπήρξαν όμως εφήμεροι, γιατί η ταχεία εσωτερική αποδιοργάνωση της αυτοκρατορίας και η εμφάνιση στο Ντεκάν της νέας ινδικής δύναμης των Μαράθων ματαίωσαν το φιλόδοξο όνειρό του να κυριαρχήσει αποτελεσματικά σε όλη την Ι. Ο πόλεμος στον νότο και η εσωτερική διάλυση του βασιλείου έφθειραν τη δύναμη του αυτοκράτορα, που έχασε μεγάλο μέρος των κατακτήσεών του· όταν το 1707 ο Αουρανγκζέμπ πέθανε, η Μογγολική αυτοκρατορία διαλύθηκε. Οι διάδοχοί του ήταν πραγματικές μαριονέτες χωρίς κύρος· ο τελευταίος των Μογγόλων, ο Μπαχαντούρ Σαχ Β’, εξορίστηκε από τους Βρετανούς το 1858.
Το βασίλειο των Μαράθων. Οι Μαράθοι ήταν ένας λαός πολεμιστών, που ζούσε αρχικά στο έδαφος ανατολικά και νοτιοανατολικά της Βομβάης. Στην αρχή ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι στρατιώτες και άφθαστοι στον ανταρτοπόλεμο, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στους ηγεμόνες άλλων λαών· ύστερα άρχισαν τις επιδρομές και τις λεηλασίες για δικό τους όφελος. Κατέκτησαν την κεντρική Ι. ή τουλάχιστον συμπεριφέρονταν σαν κύριοί της μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το κράτος των Μαράθων έγινε μια μοναρχία με συνομοσπονδιακή δομή, που κυβερνιόταν αποτελεσματικά όχι από τους ηγεμόνες αλλά από τους πέσβα, οι οποίοι ήταν κληρονομικοί πρωθυπουργοί. Το 1737 έκαναν επιδρομή έως το Δελχί, το οποίο στη συνέχεια κατόρθωσαν να καταλάβουν. Εκείνη την περίοδο η κυριαρχία του κράτους τους επεκτάθηκε, έστω και προσωρινά, στα βόρεια έως τον Ινδό και τα Ιμαλάια και στα νότια έως το άκρο σχεδόν της χερσονήσου.
Το 1761 οι Μαράθοι υπέστησαν τρομακτική ήττα στο ιστορικό πεδίο της μάχης της Πάνιπατ και δεν συνήλθαν ποτέ από την καταστροφή. Η διάλυση του εφήμερου βασιλείου των Μαράθων άνοιξε τον δρόμο για τη βρετανική κατάληψη της Ι. Ωστόσο, επί περίπου 60 χρόνια οι Μαράθοι παρέμεναν η μοναδική ινδική δύναμη που αντιτάχθηκε στην προσπέλαση των Βρετανών. Η μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους Μαράθους και στη βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (Εast Ιndia Company) τερματίστηκε κατά το πρώτο μισό του 19ου αι.
Οι αρχές της ευρωπαϊκής αποικιοποίησης. Στο μεταξύ, στις αρχές του 16ου αι., είχε ανοίξει στην Ι. η εποχή της ευρωπαϊκής αποικιοποίησης. Οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν τον καινούργιο δρόμο για τις Ινδίες, ύστερα από περίπου έναν αιώνα τολμηρών εξερευνήσεων κατά μήκος της ατλαντικής ακτής της Αφρικής, από έναν ιδιοφυή και τολμηρό ηγεμόνα, τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο. Το 1487 οι καραβέλες του Μπαρτολομέο Ντιάζ παρέκαμψαν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και στις 20 Μαΐου 1498 οι άντρες του Βάσκο ντα Γκάμα αποβιβάστηκαν στην Κάλικατ (σημερινό Κόζικοντ), στη δυτική ακτή της Ινδικής χερσονήσου. Είχαν έρθει ως έμποροι, ιεραπόστολοι και σταυροφόροι εναντίον των μουσουλμάνων. Στα χρόνια που ακολούθησαν την επιχείρηση του Βάσκο ντα Γκάμα, οι πορτογαλικές αποστολές πολλαπλασιάστηκαν. Ο ναυτικός ανταγωνισμός των Αράβων εμπόρων εξουδετερώθηκε γρήγορα χάρη στη μεγάλη ναυτική υπεροχή της Πορτογαλίας.
Το 1505 ο ηγεμόνας της Πορτογαλίας ανέθεσε τη διεύθυνση όλων των εμπορικών, πολιτικών και στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ι. στον πρώτο αντιβασιλιά του, τον Φρανσίσκο ντε Αλμέιντα. Εκείνος ενίσχυσε το σύστημα των βάσεων στις ακτές της ανατολικής ακτής και της Μαλαμπάρ και εδραίωσε την υπεροχή του πορτογαλικού στόλου, καταστρέφοντας τα περίπου 300 σκάφη του Ινδού ηγεμόνα (Ζαμορίνο) της Κάλικατ.
Το 1508 ο σουλτάνος της Αιγύπτου και ορισμένα παράκτια κράτη της Ι. αντιμετώπισαν τους Πορτογάλους με έναν μεγάλο στόλο που δημιούργησαν από κοινού, αλλά ο αντιβασιλιάς Ντε Αλμέιντα τον κατέστρεψε στα ανοιχτά της Ντίου (3 Φεβρουαρίου 1509).
Το 1509 έγινε αντιβασιλιάς ο πραγματικός ιδρυτής της εφήμερης πορτογαλικής αυτοκρατορίας της Ι., ο Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρκε. Μετά τον θάνατό του (1515), όμως, η τύχη άρχισε να εγκαταλείπει τους Πορτογάλους. Η παρακμή άρχισε γύρω στο 1550 και το 1580 οι ενέργειες των Πορτογάλων παρέλυσαν από την υπαγωγή της Πορτογαλίας στο στέμμα του Φιλίππου Β’, βασιλιά της Ισπανίας. Στα τέλη του αιώνα οι πορτογαλικές αποικίες στην Ι. ήταν ήδη ένας εξασθενημένος και άρρωστος οργανισμός, που διαλύθηκε από τους Ολλανδούς και τους Βρετανούς γύρω στο 1662.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε Ολλανδία και Βρετανία. Στις αρχές του 17ου αι. οι Ολλανδοί είχαν πραγματοποιήσει ήδη πολυάριθμες αποστολές στις Ινδίες και ετοιμάζονταν να επιτεθούν στις πορτογαλικές κτήσεις. Οι Βρετανοί δέχτηκαν αμέσως την πρόκληση των Ολλανδών για την κατάκτηση των ασιατικών θαλασσών και αγορών. Το 1593 ιδρύθηκε η Levant Company (Εταιρεία της Ανατολής) και το 1600 η βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ, παραχώρησε έναν καταστατικό χάρτη στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (Εast Ιndia Company). Οι Ολλανδοί απάντησαν, δύο χρόνια αργότερα, με τη δημιουργία ενός οργανισμού ικανού να συναγωνιστεί τους Βρετανούς (την Ενωμένη Εταιρεία των Κάτω Χωρών για τις Ανατολικές Ινδίες), ο οποίος στην πρώτη δεκαετία του 1600 έθεσε τις βάσεις της μεγάλης ολλανδικής αυτοκρατορίας στη νησιωτική Ι.
Το 1608 μια αποστολή της βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών μετέβη στην Αυλή του Μεγάλου Μογγόλου, υπό την ηγεσία του εμπόρου και θαλασσοπόρου Χόκινς, ο οποίος απέσπασε (1611) από τον Μογγόλο αυτοκράτορα, Τζαχανγκίρ, την άδεια να ιδρύσει ένα πρακτορείο στη Μασουλιπατάν (κυριότερο λιμάνι του κράτους της Γκολκόντα) και να ανοίξει (1612) ένα άλλο πρακτορείο στο μεγάλο λιμάνι Σουράτ. Στα επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκαν και άλλες ανάλογες παραχωρήσεις σε άλλες τοποθεσίες, ενώ το βρετανικό γόητρο αυξανόταν εις βάρος του πορτογαλικού.
Το 1654 ο Κρόμγουελ εξασφάλισε από τους Πορτογάλους πλήρη ελευθερία εμπορίου στις πορτογαλικές κτήσεις και το 1661 ο βασιλιάς της Αγγλίας, Κάρολος Β’, πήρε προίκα από την ινφάντα Αικατερίνη της Πορτογαλίας το νησάκι της Βομβάης. Το 1668 το παραχώρησε, σε αντάλλαγμα ενός αναγκαστικού δανείου, στη βρετανική Εταιρεία των Ινδιών, η οποία από τη Σουράτ μετέφερε εκεί το κέντρο των κτήσεών της στη δυτική Ι. Γύρω στα μέσα του 17ου αι. οι Βρετανοί είχαν αγροκτήματα και βάσεις στη Μαλαμπάρ, στην Κορομάντελ και στη Βεγγάλη, δηλαδή ήταν εγκατεστημένοι στις δυτικές και ανατολικές ακτές της Ινδικής χερσονήσου. Μεταξύ 1600 και 1690 η βρετανική εταιρεία σταθεροποίησε την οργάνωσή της και διεύρυνε τις κτήσεις της· το 1699, εξήντα χρόνια μετά την ανέγερση του φρουρίου του Αγίου Γεωργίου (Μαδράς), κατασκευάστηκε το φρούριο Γουίλιαμ, το οποίο αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα της Καλκούτας.
Ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός. Στο μεταξύ, στη νότια Ι. σχηματιζόταν με γρήγορο ρυθμό μια αυτοκρατορία της Γαλλίας και διαγραφόταν η μεγάλη γαλλοβρετανική σύρραξη, η οποία έλαβε τέλος μόνο με την πτώση του Ναπολέοντα.
Το 1642 ο καρδινάλιος Ρισελιέ είχε δημιουργήσει μια εταιρεία εμπορίου με τη Μαδαγασκάρη, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει ως όργανο για διαδοχική επέκταση προς την Ι. Ο Κολμπέρ ήταν αυτός που το 1664 δημιούργησε την Compagnie des Ιndes Οrientales (Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών). Στα χρόνια που ακολούθησαν, η εταιρεία αυτή έθεσε τις βάσεις για τη διαδοχική επέκταση των κτήσεων και της επιρροής της Γαλλίας, που προωθήθηκε κυρίως χάρη στον Φρανσουά Μαρτέν. Εκείνος ίδρυσε την Ποντισερί (διοικητικό διαμέρισμα της νότιας Ι.), η οποία εξελίχθηκε στο δεύτερο τέταρτο του 18ου αι. χάρη στους Λενουάρ, Ντιμά, Λα Μπουρντονέ, Nτε Μπισί και Ζοζέφ-Φρανσουά Ντιπλέ, ο οποίος έγινε ο μεγάλος πρωταγωνιστής της διαμάχης με τους Βρετανούς, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Ρόμπερτ Κλάιβ. Η γαλλοβρετανική αποικιακή αντίθεση στην Ι. εκδηλώθηκε ανοιχτά κατά τον πόλεμο της αυστριακής διαδοχής (1740-48).
Η τύχη της Γαλλίας στην Ι. βρισκόταν από το 1742 στα χέρια του Ζοζέφ Ντιπλέ, κυβερνήτη της Ποντισερί, εμψυχωτή ενός εκτεταμένου σχεδίου εδαφικής επέκτασης, που ξεπερνούσε τα αρχικά προγράμματα της γαλλικής εταιρείας. Ορισμένοι ιθύνοντές της προτιμούσαν, αντίθετα, την εξακολούθηση των κυρίως εμπορικών σκοπών. Αυτή η απόκλιση των κατευθυντήριων γραμμών και η αντίθεση των συμφερόντων ανάμεσα στο κράτος και στις ιδιωτικές ομάδες χρηματοδότησης διευκόλυνε την τελική επικράτηση των Βρετανών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είχαν σαφή υπεροχή στη θάλασσα. Ο Ντιπλέ εργάστηκε εντατικά για να συμπληρώσει με τη μεγαλοφυή τόλμη του τις παραλείψεις της γαλλικής πολιτικής. Το 1748 οι Γάλλοι, που ήδη δύο χρόνια πριν είχαν αποσπάσει από τους Βρετανούς το σπουδαίο κέντρο Μαδράς, ήταν οι ισχυρότεροι ανάμεσα στους Ευρωπαίους στην Ι.· ακόμα και μετά τη σύναψη της ειρήνης του Άαχεν (1748) επενέβαιναν αποτελεσματικά στις χαώδεις πολιτικές και στρατιωτικές περιπέτειες των διαφόρων ιθαγενών κρατών της νότιας Ι., ένα τμήμα των οποίων είχε συμμαχήσει με τη Βρετανία.
Οι φάσεις του γαλλοβρετανικού ανταγωνισμού υπήρξαν μακρές και εναλλασσόμενες. Όμως, η κατάκτηση της Άρκοτ (1751) εκ μέρους των δυνάμεων του Βρετανού Ρόμπερτ Κλάιβ αποτέλεσε την αρχή της ασταμάτητης βρετανικής ανόδου. Η χαριστική βολή στις αυτοκρατορικές ελπίδες των Γάλλων υπήρξε η απώλεια της Ποντισερί (1761). Η θαρραλέα προσπάθεια του Ντιπλέ είχε ήδη αποτύχει· από το 1754 ο ίδιος είχε αντικατασταθεί και ανακληθεί στην πατρίδα. Έτσι άρχιζε πραγματικά η βρετανική κατάκτηση της Ι., ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε και η αντίσταση των Ινδών ηγεμόνων.
Στην αρχή οι Ινδοί ηγεμόνες είχαν δείξει αδιαφορία ή αδράνεια απέναντι στην ολοένα και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διείσδυση, αλλά πλέον είχαν αρχίσει να ανησυχούν σοβαρά. Γι’ αυτό προσπάθησαν να διώξουν ή τουλάχιστον να σταματήσουν τους παρείσακτους, προπάντων τους Βρετανούς. Το 1756 ο ναβάβ της Βεγγάλης, Σουράτζ-αντ-Νταουλάχ, έγινε κύριος της Καλκούτας και θανάτωσε με πνιγμό 123 Βρετανούς αιχμαλώτους. Η βρετανική απάντηση ήταν αρκετά αποφασιστική: στις 23 Ιουνίου 1757 οι 3.000 άντρες του Κλάιβ συνέτριψαν στην Πλάσεϊ τον στρατό του ηγεμόνα της Βεγγάλης· αυτός εκδιώχθηκε και αντικαταστάθηκε από έναν άλλο ηγεμόνα αφοσιωμένο στους Βρετανούς. Η νίκη αυτή είχε εξαιρετικά μεγάλη σημασία, γιατί από τότε οι Βρετανοί απέκτησαν τον έλεγχο της Βεγγάλης· η κατοχή της σπουδαίας και πλούσιας αυτής περιοχής αποτέλεσε τη βάση για τη θεμελίωση της Βρετανικής αυτοκρατορίας στην Ι.
Το 1773 η κυβέρνηση του Λονδίνου εξέδωσε μια συνταγματική πράξη (Regulating Αct), η οποία συνέβαλε στην ενοποίηση, αν και όχι πλήρως, ανάμεσα στις βορειοανατολικές κτήσεις και στα νότια της χερσονήσου και αποτέλεσε τη βάση της μνημειώδους διοικητικής δομής της Βρετανικής αυτοκρατορίας στην Ι. Στον γενικό κυβερνήτη της Καλκούτας δόθηκε η ανώτατη διεύθυνση των δραστηριοτήτων της Εταιρείας στην Ι. και σε αυτόν υπάγονταν οι κυβερνήτες των προεδριών της Μαδράς και της Βομβάης, οι οποίες, αντίθετα, είχαν μείνει τελείως αυτόνομες.
Οι θεμελιωτές της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος γενικός κυβερνήτης ήταν ο Γουόρεν Χάστινγκς (1772-85), ο οποίος διαδέχθηκε τον Κλάιβ. Ο Χάστινγκς προσπάθησε να προστατεύσει τις βρετανικές κτήσεις με ένα εκτεταμένο σύστημα συμμαχιών και κατάφερε να νικήσει σε πολλές μάχες τους Μαράθους και να συνάψει το 1782 συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους του.
Μικρότερη επιτυχία σημείωσε ο Χάστινγκς στις εσωτερικές υποθέσεις των βρετανικών κτήσεων. Μετά την παραίτησή του μάλιστα δικάστηκε για μια ολόκληρη σειρά από παραβάσεις και αυθαιρεσίες. Ο διάδοχός του, λόρδος Τσαρλς Κορνουόλις (1786-93), κατόρθωσε αντίθετα να πραγματοποιήσει πολυάριθμες ευεργετικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως να σημειώσει παντού επιτυχία. Μετέτρεψε τους μεγάλους γαιοκτήμονες (ζαμιντάρι) σε κληρονομικούς κατόχους των γαιών και επικύρωσε με νόμο την υποδούλωση των χωρικών-καλλιεργητών σε αυτούς.
Θετικό υπήρξε το έργο του Κορνουόλις στην αναδιοργάνωση των πολιτικών εξουσιών. Όσον αφορά όμως τον διοικητικό τομέα της δικαιοσύνης, κρίθηκε άκαιρη ή λανθασμένη η εισαγωγή βρετανικών θεσμών και μεθόδων σε μεγάλη κλίμακα και η υπερβολική δυσπιστία του κυβερνήτη απέναντι στους Ινδούς. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του οι βρετανικές κτήσεις σημείωσαν αξιοσημείωτη αύξηση. Εξάλλου, οι υπόλοιπες γαλλικές κτήσεις διαλύθηκαν στην πράξη.
Αν ο Κορνουόλις διακρίθηκε προπαντός για το νομοθετικό και πολιτικό έργο του, ο λόρδος Ρίτσαρντ Γουέλσλι, κυβερνήτης από το 1798 έως το 1805, ξεκίνησε πάλι την προσπάθεια επέκτασης της βρετανικής ηγεμονίας. Εκτός από το ότι πραγματοποίησε εκτεταμένες εδαφικές προσαρτήσεις, ο Γουέλσλι ανάγκασε τους Ινδούς ηγεμόνες να γίνουν σύμμαχοι ή υποτελείς της Εταιρείας.
Στις αρχές του 1800, το μοναδικό ινδικό κράτος που δεν είχε υποταχθεί στους Βρετανούς, έμμεσα ή άμεσα, ήταν η συνομοσπονδία των Μαράθων. Όμως αυτοί ηττήθηκαν οριστικά και υποτάχθηκαν από τον στρατηγό Άρθουρ Γουέλσλι (μελλοντικό νικητή στο Βατερλό, ο οποίος έγινε αργότερα δούκας του Γουέλινγκτον), αδελφό του κυβερνήτη, και από έναν άλλο διοικητή, τον λόρδο Λέικ. Το 1803 οι Βρετανοί εισήλθαν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα Δελχί και αφαίρεσαν την εξουσία από τον διορισμένο διάδοχο του Μεγάλου Μογγόλου. Σε λίγα χρόνια ο Γουέλσλι διεύρυνε έτσι τη βρετανική κυριαρχία σχεδόν σε ολόκληρη την Ι.
Η κυριαρχία αυτή ασκήθηκε κατά μεγάλο μέρος με τη διατήρηση των διαφόρων βεδικών βασιλείων και ηγεμονιών στην κατάσταση των κρατών-υποτελών της βρετανικής Εταιρείας των Ινδιών, ενός ιδιόρρυθμου αποικιακού οργανισμού, που ελεγχόταν από το κράτος, αλλά ήταν ιδιωτικός. Δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το σχεδόν παράδοξο γεγονός ότι, αν και η Ι. υπέκυψε ουσιαστικά στη δύναμη του βρετανικού κράτους, όργανο της κατάκτησης αυτής υπήρξε μια ιδιωτική επιχείρηση, αντικειμενικοί σκοποί της οποίας ήταν, αρχικά, μόνο το μονοπώλιο του εμπορίου με την Ι. Στην ιστορία της Εταιρείας συχνές υπήρξαν οι απόπειρες των οικονομικών ομάδων που δρούσαν στους κόλπους της να επικρατήσουν οι εμπορικοί σκοποί αντί των πολιτικών. Οι απόπειρες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με τη δράση των κυβερνητών, οι οποίοι, απεναντίας, επιδίωκαν την κατάκτηση μιας αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εξαιτίας αυτών των αντίθετων ιδιωτικών συμφερόντων, ο λόρδος Γουέλσλι ανακλήθηκε το 1805.
Δύο χρόνια μετά ανέλαβε την κυβέρνηση ο λόρδος Γκίλμπερτ Έλιοτ Μίντο. Κατά την περίοδο αυτή μια καινούργια ινδική δύναμη εμφανίστηκε, οι Σιχ (αρχικά οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης που προσπάθησε να συνδυάσει τον ινδουισμό με τον ισλαμισμό), που στη συνέχεια απέκτησαν την κυριαρχία στο Παντζάμπ. Ένας λαμπρός αρχηγός τους, ο Ραντζίτ Σινγκ (1780-1839), είχε κατορθώσει να ιδρύσει ένα πραγματικό κράτος με πρωτεύουσα τη Λαχώρη. Με τη συνθήκη της Αμριτσάρ (1809), ένας νεαρός τοποτηρητής του Μίντο, ο Τσαρλς Μέτκαφ, κατόρθωσε να κάνει τον μαχαραγιά των Σιχ πιστό σύμμαχο της Μεγάλης Βρετανίας, επιτυγχάνοντας έτσι να επεκταθεί –άμεσα ή έμμεσα– η κυριαρχία της Εταιρείας έως τον ποταμό Σάτλετζ. Τη χρονιά της αποχώρησης του λόρδου Μίντο (1813), η κυβέρνηση του Λονδίνου περιόρισε το εμπορικό μονοπώλιο της Εταιρείας (Charter Αct). Στη Μεγάλη Βρετανία μεγάλα βιομηχανικά και εμπορικά συμφέροντα, ξένα προς την Εταιρεία, ανησυχούσαν μήπως η απέραντη ινδική αγορά ανοίξει σε όλους τους Βρετανούς επιχειρηματίες.
Ένας άλλος μεγάλος κυβερνήτης υπήρξε ο κόμης Μόιρα, που έγινε ύστερα μαρκήσιος Χάστινγκς (1813-23), ο οποίος, μεταξύ άλλων, νίκησε τους Γκούρκα του Νεπάλ (αλλά αρνήθηκε να καταλάβει τη χώρα τους) και απώθησε στην κεντρική Ι. τις μεγάλες ορδές των ληστών Πινδάρων· εξάλλου πραγματοποίησε την προσάρτηση όλου του Ντεκάν, επικυρώνοντας την υποταγή των ρατζπουτικών κρατών και το τέλος της συνομοσπονδίας των Μαράθων, τους οποίους νίκησε στον τελευταίο πόλεμο εναντίον τους. Η Μεγάλη Βρετανία έλεγχε πλέον, άμεσα ή έμμεσα, όλη την Ι., με εξαίρεση τα βορειοδυτικά εδάφη, τη λεγόμενη μεθόριο.
Ο διάδοχος του μαρκήσιου Χάστινγκς, λόρδος Γουίλιαμ Άμχερστ (1823-28), πολέμησε με επιτυχία κατά της Βιρμανίας (σημερινή Μυανμάρ), οι νότιες επαρχίες της οποίας προσαρτήθηκαν στις ινδικές κτήσεις. Όταν ο λόρδος Γουίλιαμ Μπέντινγκ ανέλαβε τη διακυβέρνηση (1828), η Ρax Βritannica είχε πια εγκαθιδρυθεί σε όλη τη χώρα και ο νέος κυβερνήτης μπόρεσε να προωθήσει μια δέσμη πολιτικών παρεμβάσεων.
Όταν ο λόρδος Μπέντινγκ έγινε κυβερνήτης, η δουλεία ήταν ακόμα νόμιμος θεσμός (διατηρήθηκε έως το 1843) και εφαρμοζόταν ευρύτατα η θανάτωση των νεογέννητων κοριτσιών και το σάτι, δηλαδή η θυσία των ινδουιστών χηρών στην πυρά, όπου καίγονταν τα πτώματα των συζύγων τους. Κανείς δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να ξεριζωθούν αυτά τα τρομερά έθιμα, επειδή υπήρχε ο φόβος της αντίστασης και της αντίδρασης ενός λαού που ήταν δέσμιος προλήψεων, οι οποίες δικαιολογούνταν και εκθειάζονταν από τη θρησκεία. Παραβαίνοντας τη βρετανική παράδοση της μη επέμβασης στα θρησκευτικά και κοινωνικά ζητήματα των Ινδών, ο Μπέντινγκ απαγόρευσε το σάτι και την τελετουργική δολοφονία ανθρώπινων πλασμάτων, την οποία διέπρατταν ευρύτατα οι οπαδοί της αίρεσης των Θαγκ. Επίσης, προσπάθησε να περιορίσει την καλλιέργεια του οπίου, ενώ πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της διοίκησης, της δικαιοσύνης και της εκπαίδευσης. Ο Μπέντινγκ έκανε επίσης την πρώτη προσπάθεια να επιβάλει στην Ι. τη δυτική κουλτούρα. Στο έργο αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Βρετανός ιστορικός και νομικός Τόμας Μπάμπινγκτον Μακόλεϊ, ο οποίος το 1833 έγινε μέλος του συμβουλίου του γενικού κυβερνήτη. Αυτός προήδρευσε στη σύνταξη ενός ποινικού κώδικα, τροποποιημένου σύμφωνα με τους βρετανικούς θεσμούς, και κατόρθωσε να γίνει δεκτή η αντικατάσταση της περσικής και της σανσκριτικής γλώσσας από την αγγλική ως γλώσσα των ανωτέρων σχολών (1835, διάταγμα για την εκπαίδευση).
Στο μεταξύ, κατά τα επόμενα χρόνια και έως την εξέγερση (τη μεγάλη ανταρσία) του 1857, η Εταιρεία συμπλήρωνε με προσαρτήσεις και υποτάξεις τις εδαφικές κτήσεις της. Εξαιτίας του φόβου επέκτασης της Ρωσικής αυτοκρατορίας, που είχε ήδη μεγάλη επιρροή στην Περσία, οι Βρετανοί έκαναν επανειλημμένες επεμβάσεις στις υποθέσεις του Αφγανιστάν. Στη χώρα αυτή η Μεγάλη Βρετανία αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει αρκετές εκστρατείες, που δεν είχαν όλες επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση, οι προσαρτήσεις σπουδαίων εδαφών της χερσονήσου συνεχίστηκαν: κατελήφθη το Σιντ (1843) και ύστερα η κάτω Βιρμανία, επικράτησε ειρήνη στο Παντζάμπ (1849) και υποτάχθηκαν οι ταραχοποιοί Σιχ (1845-46: Α’ πόλεμος με τους Σιχ· 1848-49: Β’ πόλεμος με τους Σιχ). Πολυάριθμα υποτελή κράτη, τύποις συμμαχικά, προσαρτήθηκαν και τέθηκαν υπό την άμεση ηγεμονία της Εταιρείας· αυτό γινόταν ιδιαίτερα όταν ένας Ινδός ηγεμόνας πέθαινε χωρίς να αφήσει φυσικούς κληρονόμους ή όταν είχε υιοθετήσει ως κληρονόμο του πρόσωπο μη αρεστό στις βρετανικές αρχές. Αυτή η πράξη προσάρτησης των ηγεμονιών μετά τον θάνατο των ηγεμόνων που δεν άφηναν κληρονόμους εφαρμόστηκε πλήρως από τον κυβερνήτη λόρδο Τζέιμς Άντριου Νταλχάουζι (1848-56) και υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες αιτίες της εξέγερσης του 1857.
Η εξέγερση του 1857. Yπό τις συνθήκες αυτές πραγματοποιήθηκε η μεγάλη εξέγερση του 1857, που υπήρξε η συγκεχυμένη έκφραση της ξενοφοβίας εκείνων που έβλεπαν στους Βρετανούς τους καταπιεστές του έθνους όχι μόνο στον πολιτικό και οικονομικό τομέα αλλά και στον θρησκευτικό, στον ηθικό και στον κοινωνικό. Ωστόσο, η εξέγερση μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως η ξαφνική και τυφλή έκρηξη της μανίας ενός όχλου βυθισμένου σε αθλιότητα και δουλεία χιλιετιών. Είναι αναμφισβήτητο, πάντως, ότι η εξέγερση δεν είχε τον χαρακτήρα απόπειρας κοινωνικής ανατροπής, αλλά εμφανίστηκε ως εθνικιστική και θρησκευτική έκρηξη.
Ορισμένες ηγεμονικές και αριστοκρατικές δυνάμεις είχαν τη δύναμη να στρέψουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον των Βρετανών. Σκοπός των δυνάμεων αυτών δεν ήταν η εξέγερση αλλά η επανάκτηση της εξουσίας που είχαν χάσει με τη βρετανική κατάκτηση. Οι ομάδες αυτές κατόρθωσαν να στηριχθούν ιδιαίτερα στην αγανάκτηση του μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο, μετά από κυριαρχία αιώνων, είχε υποφέρει (περισσότερο και από τους ινδουιστές) από την αντικατάσταση της ηγεμονίας των Μογγόλων με τη βρετανική. Η προσάρτηση του μουσουλμανικού κράτους Ουντ προηγήθηκε της αντικατάστασης του Νταλχάουζι από τον λόρδο Τσαρλς Κάνινγκ (1856) και της εξέγερσης που ακολούθησε και ξέσπασε ανάμεσα στους σεπόι (ιθαγενείς μισθοφόρους στον βρετανικό στρατό) της Βεγγάλης.
Το έναυσμα για την εξέγερση του 1857 είχε, σύμφωνα με μια αρκετά παραδεκτή ιστορική παράδοση, θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι σεπόι της Βεγγάλης είχαν αποκτήσει το καινούργιο τουφέκι Ένφιλντ. Για να το γεμίσουν, έπρεπε να λιπάνουν τα φυσίγγια και ύστερα να τα δαγκώσουν. Φαίνεται ότι το λιπαντικό που μοιράστηκε στον στρατό ήταν από ένα μείγμα λίπους χοίρου και αγελάδας (το πρώτο, ζώο ακάθαρτο για τους μουσουλμάνους· το δεύτερο, ζώο ιερό για τους ινδουιστές). Αυτό το ασήμαντο περιστατικό της σύνθεσης του λιπαντικού των όπλων φαίνεται πως ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Βεβαίως οι πραγματικές αιτίες ήταν διαφορετικές.
Στις 10 Μαΐου 1857 τα ιθαγενή στρατεύματα της Μεερούτ επαναστάτησαν, βάδισαν κατά του Δελχί και ανακήρυξαν την παλινόρθωση της ηγεμονίας του Μογγόλου αυτοκράτορα Μπαχαντούρ Σαχ Β’. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν και σε πολλά σημεία νικήθηκαν. Μεγάλο τμήμα του στρατού τους αποτελούσαν οι ιθαγενείς, οι οποίοι στράφηκαν κατά των ξένων. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο βρετανικός στρατιωτικός μηχανισμός στην Ι. ήταν αισθητά εξασθενημένος, εξαιτίας των πολέμων εναντίον της Ρωσίας (στην Κριμαία), της Περσίας και της Κίνας.
Όμως, η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στα πολλαπλά κέντρα της εξέγερσης –πιο απλά, η έλλειψη επαναστατών αρχηγών– επέτρεψε στους Βρετανούς να εκμεταλλευθούν τη στρατιωτική υπεροχή τους. Επιπλέον, στην εξέγερση αυτή έλαβε μέρος λιγότερο από το ένα τρίτο της Ι. και, το σπουδαιότερο, σε πολυάριθμες περιοχές οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να πολεμήσουν εναντίον του πληθυσμού. Η έλλειψη ενότητας και η ασυμφωνία που βασίλευαν ανάμεσα στους Ινδούς, στοιχεία που είχαν επιτρέψει στους Βρετανούς να κατακτήσουν την Ι., τους επέτρεψαν να διατηρήσουν την κατάκτηση. Στα τέλη του 1857 η εξέγερση είχε κατασταλεί, οι αρχηγοί της είχαν σκοτωθεί ή εξοριστεί και ο αυτοκράτορας είχε δικαστεί και εξοριστεί στη Ρανγκούν.
Η εξέγερση όμως σήμανε και το τέλος της Εταιρείας, η ηγεμονία της οποίας ήταν πλέον αδιανόητη. Την 1η Νοεμβρίου 1858 ανακηρύχθηκε η μεταφορά της Ι. υπό το βρετανικό Στέμμα. Ο κυβερνήτης λόρδος Κάνινγκ, που δεν ήταν ικανός ή δεν είχε κατορθώσει να καταστείλει την εξέγερση στη γένεσή της και αργότερα είχε εξαναγκαστεί να περιορίσει την αυστηρότητα των αντιποίνων, έγινε ο πρώτος αντιβασιλιάς. Το 1876 η βασίλισσα Βικτόρια ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα της Ι.
Η βρετανική αυτοκρατορική διοίκηση. Στο υπόλοιπο του 19ου αι., η ιστορία της Ι. υπήρξε κυρίως η ιστορία της ειρήνευσης και της σταθεροποίησης της βρετανικής πολιτικής κυριαρχίας. Στην Ι. η εποχή αυτή χαρακτηρίστηκε από κοινωνικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και συνταγματικούς πειραματισμούς.
Κατασκευάστηκαν εργοστάσια, σιδηρόδρομοι, δρόμοι, λιμάνια, αρδευτικά συγκροτήματα κλπ., ενώ ιδρύθηκαν πανεπιστήμια και άλλα εκπαιδευτήρια. Η οικονομία παρουσίασε αναμφίβολες προόδους, αλλά η γεωργία δεν σημείωσε τεχνολογική εξέλιξη· όπως και στους προηγούμενους αιώνες, ήταν εξαιρετικά τρωτή στις συχνές ξηρασίες, μειονέκτημα που εντεινόταν λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών.
Η είσοδος της ινδικής οικονομίας στη διεθνή αγορά δεν ήταν δυναμική αλλά παθητική και, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, οι αρνητικές συνέπειες ήταν περισσότερες από τις θετικές. Η Ι. έγινε απλώς μια άνετη διέξοδος για τις βρετανικές βιομηχανικές εξαγωγές, μια φτωχή αλλά εξαιρετικά εκτεταμένη αγορά, με μια σπουδαία και ίσως αναπόφευκτη –μεταξύ άλλων– συνέπεια, την απότομη ανατροπή της ισορροπίας της μονάδας που αποτελούσε τη βάση της ινδικής οικονομίας: του χωριού. Η βασική βιοτεχνία, που παρείχε στους χωρικούς και στον υπόλοιπο πληθυσμό σχεδόν όλα τα αγαθά και τα καταναλωτικά προϊόντα, καταστράφηκε από την εισβολή των φτηνών βιομηχανικών βρετανικών ειδών. Πάντως, ο ινδικός λαός, συμβιβασμένος επί χιλιετίες με την αθλιότητά του, εξακολούθησε να θεωρεί φυσική και αναπόφευκτη την υποταγή του, που ισοδυναμούσε με μια σχεδόν δουλική κατάσταση. Με άλλα λόγια, το κοινωνικό πρόβλημα δεν τέθηκε ως το πρόβλημα των προβλημάτων ούτε και στη βρετανική φάση της ινδικής ιστορίας. Στην Ι., όπως στην Ευρώπη και αλλού, το πρόβλημα της χειραφέτησης του λαού τέθηκε μετά και όχι πριν από δύο άλλα προβλήματα: την εδραίωση των αστικών τάξεων και την εθνικιστική εξέγερση.
Η γένεση της αστικής τάξης και η εδραίωση του εθνικισμού. Οι ολοένα συχνότερες επαφές με τη δυτική πολιτική κουλτούρα και, γενικότερα, η διαδικασία της δυτικοποίησης είχαν συντελέσει στην εμφάνιση μιας ινδικής αστικής τάξης, που απαρτιζόταν από κρατικούς υπαλλήλους, επαγγελματίες, σπουδαστές και εμπόρους. Η νέα αυτή τάξη συμφωνούσε στην αρχή με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούσαν σε μια πιο αποτελεσματική συμμετοχή των Ινδών στη διακυβέρνηση της χώρας· στη συνέχεια, επιθυμούσε και την εθνική ανεξαρτησία.
Για αρκετές δεκαετίες τα αιτήματα των πατριωτών εκφράζονταν μόνο μέσω του δημοσιογραφικού αγώνα και μιας συγκεχυμένης κίνησης, που ορισμένες φορές είχε προκαλέσει εξεγέρσεις και ταραχές αρκετά αιματηρές, αλλά ακόμα δεν ήταν ώριμη για να μετατραπεί σε οργανωμένη και συγκεκριμένη πολιτική δράση. Στη φάση αυτή, η οποία προηγήθηκε της γένεσης και της ενίσχυσης μιας μεγάλης εθνικιστικής οργάνωσης (του Κογκρέσου), φορείς των απελευθερωτικών τάσεων υπήρξαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι των ανώτερων τάξεων, οι οποίοι, καθώς βρίσκονταν πιο κοντά στους Βρετανούς κυβερνήτες, πίεζαν τους Βρετανούς, προκειμένου να επιτύχουν μια ευρύτερη συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας.
Το πρώτο βήμα έγινε το 1861, με την είσοδο μερικών Ινδών στο νομοθετικό συμβούλιο που πλαισίωνε τον αντιβασιλιά. Στη συνέχεια, οι αντιβασιλείς προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τους Ινδούς ηγεμόνες στις τοπικές κυβερνήσεις. Ιδιαίτερα ο αντιβασιλιάς λόρδος Τζορτζ Φρέντερικ Σάμουελ Ρίπον (1880-84) έγινε ο πρωτοπόρος μιας πολιτικής προσανατολισμένης στην ανάπτυξη της αυτοκυβέρνησης και στη δημιουργία σύγχρονης ιθύνουσας τάξης και υπεύθυνης πολιτικής συνείδησης. Ο Ρίπον αποκατέστησε την πλήρη ελευθερία του Τύπου και προσπάθησε να εφαρμόσει την αρχή της ισότητας των Ευρωπαίων και των Ινδών απέναντι στον νόμο.
Έτσι όμως ικανοποιούνταν μόνον οι μετριοπαθείς ομάδες των εθνικιστικών κύκλων, στις οποίες επικρατούσαν οι βραχμάνοι και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Η πλειονότητα των εθνικιστών θεωρούσε αναγκαία μια αποτελεσματικότερη μεταρρύθμιση, με την ίδρυση ενός οργάνου που θα ένωνε τους εκπροσώπους του εθνικισμού. Το 1885, με την ενθάρρυνση του Βρετανού Άλαν Χιουμ (1829-1912), ιδρύθηκε το ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, γύρω από το οποίο σχηματίστηκε, στις επόμενες δεκαετίες, το μεγάλο κόμμα της ανεξαρτησίας.
Το ινδικό Εθνικό Κογκρέσο. Στο Κογκρέσο, είδος ανεπίσημης αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, επικρατούσαν αρχικά τα συντηρητικά και μετριοπαθή στοιχεία, ανάμεσα στα οποία διακρίθηκαν ο Σουρεντρανάτ Μπανερτζέα και ο φιλελεύθερος Γκοπάλ Κρίσνα Γκοκάλε (1866-1915). Τη δράση τους είδαν με ευμένεια οι Βρετανοί, που ήταν προσανατολισμένοι σε μια προοδευτική ισχυροποίηση των θεσμών αυτοκυβέρνησης. Όταν όμως έγινε αντιβασιλιάς ο λόρδος Τζορτζ Κόρζον (1899-1905), η στάση των Βρετανών μεταβλήθηκε και εδραιώθηκε μια αυταρχική εξουσία, που δεν θα περιοριζόταν από παραχωρήσεις προς τους Ινδούς. Η πολιτική του Κόρζον προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις, ιδιαίτερα μετά τον διοικητικό διαμελισμό της Βεγγάλης σε δύο τμήματα. Η Δυτική Βεγγάλη είχε κυρίως ινδουιστικό πληθυσμό, ενώ η Ανατολική Βεγγάλη (σημερινό Μπανγκλαντές), με πρωτεύουσα την Ντάκα, είχε κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό. Ο διαμελισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να εκραγεί η δυσαρέσκεια, η οποία μεταφράστηκε στην αρχή σε έναν πραγματικό αντιβρετανικό αγώνα, με το μποϊκοτάρισμα των εμπορευμάτων που προέρχονταν από τη Μεγάλη Βρετανία.Η βεδική φιλολογία. Η πολυσύνθετη φιλολογία, η οποία γενικά είναι γνωστή με την ονομασία Βέδα, αποτέλεσε σπέρμα των πρώτων ινδικών φιλοσοφικών θεωριών. Ανέκαθεν η Βέδα υπήρξε αντικείμενο σεβασμού, γιατί υποτίθεται ότι συγκέντρωνε την ουσιώδη διδασκαλία, που είχε αποκαλυφθεί στους φωτισμένους αγίους. Ο βασικός καταμερισμός των κειμένων αυτών περιλαμβάνει τη Σαμχίτα (συλλογή), τη Βραχμάνα (κείμενα σχετικά με την επιστήμη των θυσιών), την Αρανιάκα (κείμενα των δασών, δηλαδή των ερημιτών), και την Ουπανισάδ (κείμενα αποκρυφιστικής διδασκαλίας), σε μια διαδοχή βάσει χρονολογικών στοιχείων αλλά και περιεχομένου. Η βεδική φιλολογία εξελίχθηκε κατά μήκος ενός χρονολογικού άξονα που ξεκινά από το πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας και φτάνει έως τον 5ο ή 4ο αι. π.Χ.
Η πρώτη από τις βεδικές Σαμχίτα ονομάζεται Ριγκβέδα (Βέδα των ύμνων). Τη συνέθεσαν διάφοροι συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους εμφανίζονται και ονόματα γυναικών. Μετά τη Ριγκβέδα το σπουδαιότερο κείμενο της Σαμχίτα είναι η Αθαρβαβέδα (Βέδα των αθάρβαν). Πρόκειται για μια συλλογή η οποία μόνο σε μεταγενέστερη εποχή εξομοιώθηκε με τις πρώτες τρεις Βέδες και αποτέλεσε την τράγι βίντγια, δηλαδή την κυρίως τριπλή γνώση. Πραγματικά, το έργο αυτό είναι τελείως ανεξάρτητο από τα προηγούμενα. Η οριστική συγγραφή της Αθαρβαβέδα ακολούθησε τη συγγραφή της Ριγκβέδα, αλλά προηγήθηκε της συγγραφής της Βραχμάνα. Πιθανώς ανάγεται σε περίοδο αρχαιότερη του 8ου αι. π.Χ.
Η εξελικτική διαδικασία της θρησκευτικής πρακτικής που συνδεόταν με τη θυσία, διαδικασία η οποία πρέπει να έπαψε να υφίσταται ίσως πριν από τον 8ο ή 7ο αι. π.Χ., οδήγησε στη διαμόρφωση ενός μυστικιστικού τελετουργικού. Χάρη σε αυτό, η ιερατική κάστα εδραιώθηκε πλήρως. Οι πραγματείες στις οποίες καταγράφεται αυτό το μέρος της ινδικής θρησκευτικότητας είναι οι Βραχμάνα (κείμενα για τους βραχμάνους). Όμως, και στην περίπτωση αυτή υφίσταται μια εσωτερική χρονολογική διάταξη, η οποία επιτρέπει τον καθορισμό ακραίων χρονικών ορίων μεταξύ 10ου και 7ου αι. π.Χ. Το κείμενο έχει γραφτεί σε αρχαϊκό πεζό λόγο, όπως μαρτυρούν ορισμένα επιθήματα, προθέσεις και σύνδεσμοι, αλλά είναι αισθητά πλησιέστερο προς τα παραδείγματα της κλασικής σανσκριτικής. Οι Βραχμάνα προσφέρουν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της μεταφυσικής σκέψης στην αρχαία Ι. Επίσης, σημειώνουν τον δρόμο προς μια συστηματική δομή της φιλοσοφικής σκέψης, με ακαθόριστες ακόμα νύξεις για τη διδασκαλία του συστήματος σάμκια και την οριστική διατύπωση της έννοιας του βράχμαν (θεοποίησης της μυστικιστικής μορφής της θυσίας, πρώτης ουσίας του όντος και πηγής των πάντων).
Οι Ουπανισάδ. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν διδασκαλίες εσωτερικού χαρακτήρα. Οι αρχαιότερες ανάγονται σε μια περίοδο η οποία κυμαίνεται μεταξύ του 6ου και του 3ου αι. π.Χ., ενώ οι πιο πρόσφατες φτάνουν στην πράξη έως τη σύγχρονη εποχή. Η βεδική φιλολογία συμπληρώνεται από μια σειρά κειμένων, γνωστών με την ονομασία Σούτρα (κανόνες), που συντέθηκαν ίσως μεταξύ του 500 και του 200 π.Χ.
Η Μαχαμπαράτα. Τα πρώτα ίχνη της μεγαλειώδους επικής λογοτεχνίας, που έδωσε με τη Μαχαμπαράτα και τη Ραμαγιάνα δύο από τις επιβλητικότερες συνθέσεις όλων των εποχών και όλων των χωρών, εμφανίστηκαν σε μερικά αφηγηματικά αποσπάσματα τα οποία περιλαμβάνονται σε διαλογικούς ύμνους της Ριγκβέδα, στους εγκωμιαστικούς ψαλμούς των ηρώων (γκάτα ναρασάμσι) και στις ιστορίες σοφών των Βραχμάνα. Η συγχώνευση ιθαγενών και αρίων πολιτιστικών στοιχείων μαρτυρείται κιόλας στη Μαχαμπαράτα. Η τεράστια αυτή επική σύνθεση, στην οποία συνυπάρχουν διάφορα θέματα γύρω από έναν αρχέγονο πυρήνα μικρότερων αναλογιών (περίπου 20.000 στροφές) εκτείνεται σε σχεδόν 110.000 στροφές, συγκεντρωμένες σε 18 βιβλία (παρβάν). Ένα δέκατο ένατο βιβλίο, το οποίο τιτλοφορείται Χαριβάμσα, αποτελεί ένα είδος ανεξάρτητου επίμετρου, αφιερωμένου στη γενεαλογία του Χάρι-Βισνού.
Ο κεντρικός πυρήνας αποτελείται από την αφήγηση του ανταγωνισμού μεταξύ δύο ομάδων συγγενών: των εκατό Κουρουιδών, γιων του τυφλού βασιλιά Ντριταράστρα, υπό την ηγεσία του Ντουργιοντάνα, και των πέντε Πανδουιδών, εξαδέλφων τους, γιων του Πανδού, υπό την ηγεσία του Γιουντιστίρα. Το υπόλοιπο έργο αποτελείται από ετερόκλητο υλικό, που παρεμβάλλεται κατά εντελώς τυχαίο τρόπο, συχνά με συνύφανση τέτοια ώστε να παρουσιάζεται ως αυτόνομο σώμα.
Η χρονολογία συγγραφής της Μαχαμπαράτα αποτελεί θέμα διαφωνιών, αλλά μπορούμε να δεχτούμε για πολλούς λόγους ότι κυμαίνεται από τον 4ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ.
Οι Πουράνα. Με την επική λογοτεχνία (ιδιαίτερα με τη Μαχαμπαράτα) συνδέονται, είτε για το περιεχόμενο είτε για τη μορφή τους, οι Πουράνα. Πρόκειται για ογκώδη έργα στα οποία είναι συγκεντρωμένη μια πλούσια κληρονομιά μυθικών και ιστορικών παραδόσεων, θρύλων, κοσμογονιών και διδακτικών πραγματειών μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Το περιεχόμενό τους περιλαμβάνει, επίσης, ένα ετερογενές πολιτιστικό υλικό και θρησκευτικές διδασκαλίες συχνά αιρετικού χαρακτήρα, στις οποίες εμφανίζονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ινδουισμού. Η παράδοση αποδίδει τις Πουράνα στον μυθικό ποιητή Βιάσα. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ανυπόγραφες και μόνο υποθετικά μπορεί να προσδιοριστεί η χρονολογία συγγραφής τους. Ωστόσο, μπορούμε να δεχτούμε ότι η αρχαιότερη χρονολογία της οριστικής σύνθεσής τους δεν είναι προγενέστερη του 5ου αι. μ.Χ., αν και ο αρχικός πυρήνας τους πρέπει να θεωρηθεί αρκετά αρχαιότερος.
Η κλασική φιλολογία. Όταν η σανσκριτική γλώσσα ξαναγεννήθηκε ως εκφραστική μορφή μιας μη θρησκευτικής λογοτεχνίας, είχε δημιουργηθεί οριστικά πλέον το λογοτεχνικό ύφος εκείνου του είδους που οι Ινδοί αποκαλούν κάβγια (σύνθεση στολισμένου ύφους). Το στιλ αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην επικολυρική λογοτεχνία. Οι πρώτες μαρτυρίες που έχουμε γι’ αυτήν προσφέρονται από τα ποιήματα του βουδιστή Ασβαγκόσα (2ος αι. μ.Χ.), Βουδατσαρίτα και Σαουνταρανάντα, με θέμα τις περιπέτειες του Βούδα και τη μεταστροφή του Νάντα στη νέα πίστη. Το πιο αντιπροσωπευτικό όνομα της επικολυρικής αυτής λογοτεχνίας είναι εκείνο του Καλιδάσα (6ος αι. μ.Χ.). Τα δύο ποιητικά έργα του –Κουμαρασαμπάβα (η γέννηση του Κουμάρ) και Ραγκουβάμσα (η γενιά του Ραγκούα)– μπορούν να θεωρηθούν πρότυπα ανάμεσα στις συνθέσεις του ίδιου είδους, που δεν είχαν κατακλυστεί ακόμα από τις μορφικές εκείνες υπερβολές οι οποίες χαρακτηρίζουν τη μετέπειτα παραγωγή.
Μετά τον Καλιδάσα, η λατρεία του στιλιστικού φορμαλισμού διαδίδεται όλο και περισσότερο και φθάνει έως την υπερβολή. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή ξεχωρίζουν συγγραφείς, όπως οι Μπαράβι, Μπάτι και Μάγκα, τους οποίους εκτιμά ιδιαίτερα η ινδική κριτική.
Το επικολυρικό είδος αντιπροσωπεύεται ευρύτατα στη σανσκριτική λογοτεχνία, αλλά λίγα ονόματα διακρίνονται μετά από εκείνα των Μπαράβι, Μπάτι και Μάγκα. Ασφαλώς, δεν μπορούν να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο με αυτούς ο Σιβασβάμιν (9ος αι.) ή ο Αμπινάντα Γκαουνταμπινάντα από τη Βεγγάλη (9ος αι.), ο Μάνκα από το Κασμίρ (12ος αι.) ή ακόμα και ο Νταναντζάγια, ο οποίος έζησε τον 12ο αι.
Τα ιστορικά έργα. Τα ιστορικά έργα ελάχιστα αντιπροσωπεύονται στην ινδική λογοτεχνία. Το πρώτο ποιητικό έργο, που αποτελεί μια συμβολή κάποιας σπουδαιότητας στη γνώση της ιστορίας της Ι., είναι το Βικραμανκαντεβατσαρίτα (Ιστορία του Βικραμάντιτγια Τριμπουβαναμάλα), το οποίο συνέθεσε ο Κασμιριανός Μπιλχάνα περίπου το 1088. Όμως, το μοναδικό αληθινό ιστορικό-λογοτεχνικό ντοκουμέντο της αρχαίας Ι. είναι το Ρατζαταρανγκίνι (Ο ορμητικός ποταμός των βασιλιάδων), του Κασμιριανού Καλχάνα (12ος αι.). Οι σπουδαιότερες πηγές από τις οποίες ο Καλχάνα δηλώνει ότι άντλησε στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, το Νιλαματαπουράνα (Η διδασκαλία του βασιλιά των νάγκα Νίλα) και το Νριπαβάλι (Το περιδέραιο των βασιλιάδων) του Ξεμέντρα. Μετά τον 12ο αι. οι συνθέσεις του είδους αυτού πολλαπλασιάστηκαν, αλλά καμία από αυτές δεν μπόρεσε να συγκριθεί με το έργο Ρατζαταραγκτίνι, εφόσον δεν προσέφερε μια εξίσου έγκυρη συμβολή στη γνώση της ιστορίας της μεσαιωνικής Ι.
Η ερωτική και η θρησκευτική λυρική ποίηση. Ανάμεσα στα αντιπροσωπευτικότερα και αρχαιότερα λογοτεχνικά είδη της σανσκριτικής φιλολογίας είναι η λυρική ποίηση. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες της προσφέρονται από διάσπαρτους στίχους σε διάφορα έργα, οι οποίοι συχνά είναι συγκεντρωμένοι σε διάφορες ανθολογίες. Η πρώτη ποιητική σύνθεση που φανερώνει κάποια ομοιογένεια περιεχομένου είναι μια συλλογή σε πρακριτική γλώσσα, η Σατασάι (Επτακόσιες στροφές), την οποία η μετάφραση των Πουράνα αποδίδει στον βασιλιά Χάλα Σαταβαχάνα ή Σαλιβαχάνα Άντρα (1ος-2ος αι. μ.Χ.).
Το όνομα του Καλιδάσα κατέχει μια περίοπτη θέση και στην ερωτική λυρική ποίηση, όπου αντιπροσωπεύεται από δύο μικρά ποιητικά έργα, το Ριτουσαμχάρα (Συνοπτική περιγραφή των εποχών) και το Μεγκαντούτα (Το αγγελιοφόρο σύννεφο), τα οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένα και αποτέλεσαν –το τελευταίο κυρίως– το πρότυπο μιας μεγάλης σειράς συνθέσεων παρόμοιου χαρακτήρα.
Εξίσου δημοφιλές υπήρξε το έργο Σρινγκαρασατάκα (Εκατό ερωτικά ποιήματα), που συντέθηκε μαζί με δύο άλλα σατάκα (Εκατό ποιήματα) από τον Μπαρτριχάρι κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. Όμως, το αριστούργημα της ινδικής ερωτικής λυρικής ποίησης είναι το Αμαρουσατάκα (Εκατό ποιήματα του Αμαρού), έργο που χρονολογείται πιθανώς στον 7ο ή 8ο αι.
Η θρησκευτική ή ερωτικοθρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται από μια μακρά σειρά μικρών έργων ευλαβικού χαρακτήρα. Ανάμεσα στα αρχαιότερα παραδείγματα αναφέρουμε το Τσαντισατάκα (Εκατό ύμνοι της Τσάντι-Ντουργκά) του Μπάνα ή Μπαναμπάτα (πρώτο μισό του 7ου αι.) και το Σουργιασατάκα (Εκατό ύμνοι του Ήλιου), το οποίο συνέθεσε ο ποιητής Μαγιούρα για να εξυμνήσει με ευγνωμοσύνη τον Ήλιο. Η ευλαβική έξαρση της αίρεσης Βισνουσβάμιν βρίσκει την καλύτερη και πιο επιτυχημένη έκφρασή της στο Κρισνακαρναμρίτα (Το νέκταρ για τα αφτιά του Κρίσνα) του Λιλασούκα-Μπιλβαμανγκάλα, ποιητή αβέβαιων χρονολογικών στοιχείων (11ος-15ος αι.), αλλά σίγουρης πίστης Μπαγκαβάτα. Ανάμεσα στις συνθέσεις ερωτικολυρικού τύπου εξέχουσα θέση κατέχει η Γκιταγκοβίντα (Εξύμνηση του ποιμένα Κρίσνα), την οποία συνέθεσε τον 12ο αι. ο Τζαγιαντέβα, ποιητής της Αυλής του Λακσμανασένα.
Η γνωμική ποίηση του Μπαρτριχάρι. Η γνωμική και διδακτική ποίηση αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στην Ι., αλλά δεν είναι εύκολο να καθοριστεί μια ακριβής διάκριση μεταξύ γνωμικής και λυρικής ποίησης, επειδή στο εσωτερικό και των δύο αυτών λογοτεχνικών ειδών παρατηρούνται πολλές συγγένειες. Η περιφημότερη από όλες τις γνωμικές συλλογές ενιαίου χαρακτήρα διασώζεται με διαφορετικές ονομασίες (Τσανακιανίτι, Τσανακιασατάκα, Τσανακιαρατζανίτι, Τσανακιασαρασαμγκράχα). Όμως, όλες τους αναφέρουν ότι πρόκειται για έργο του Τσανάκια, τον οποίο η παράδοση ταυτίζει με τον Καουτίλια, συγγραφέα της περιφημότερης πραγματείας πολιτικής επιστήμης της αρχαίας Ι., με τον τίτλο Καουτιλιαγιαρτασάστρα. Στον λυρικό ποιητή Μπαρτριχάρι οφείλονται και δύο συλλογές εκατό γνωμικών, η Νιτισατάκα (Εκατό γνωμικά για τη σοφή ζωή) και η Βαϊραγκιασατάκα (Εκατό γνωμικά για την απάρνηση).
Η διδακτική ποίηση, οι ανθολογίες και το μυθιστόρημα. Μία από τις πρώτες μαρτυρίες της διδακτικής ποίησης, που διακρίνεται από τη γνωμική για την τυπική ενότητα του θέματος, είναι το Μοχαμουντγκάρα (Το σφυρί για την άγνοια). Αυτή η συντομότατη σύνθεση αποτελείται από 17 ή 18 στροφές και αποδίδεται στον Σανκάρα.
Περιφημότερο είναι το Κουτανιμάτα (Οι διδασκαλίες της ιερόδουλης), που γράφτηκε κατά τα τέλη του 7ου αι. από τον Νταμονταραγκούπτα και είναι ίσως το αρχαιότερο πορνογραφικό έργο. Στον πολυγραφότατο συγγραφέα Ξεμέντρα (11ος αι.), από το Κασμίρ, οφείλεται ορισμένος αριθμός συνθέσεων αξιοσημείωτου ενδιαφέροντος, από τη Σαμαγιαματρίκα (Η γεννήτρια συγκεντρώσεων), που είναι φανερό πως είναι εμπνευσμένη από το Κουτανιμάτα, έως την Καλαβιλάσα (Το παιχνίδι των τεχνών).
Εξέχουσα θέση κατέχουν οι ανθολογίες, γιατί χάρη σε αυτές έχουν επιβιώσει μαρτυρίες για εξαφανισμένα στην ακέραια μορφή τους έργα και για συγγραφείς, από τους οποίους δεν θα είχε διασωθεί τίποτε άλλο εκτός από το όνομά τους. Το αρχαιότερο δείγμα ανθολογίας είναι, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας του, το Σατασάι του Χάλα Σαταβαχάνα.
Η αρχαιότερη ανθολογία στη σανσκριτική είναι η Σουμπασιταρατνασαμντόχα (Συλλογή πολύτιμων πετραδιών από ωραία ρητά), την οποία συνέθεσε ο Αμιταγκάτι το 993 μ.Χ., με καθαρά θρησκευτικό σκοπό. Κοσμικού χαρακτήρα, αντίθετα, είναι η Σουμπασιταρατνακόσα (Θησαυρός από πολύτιμα πετράδια ωραίων ρητών), την οποία έγραψε ο Βιντγιακάρα περίπου το 1100.
Ένα από τα είδη που αντιπροσωπεύονται καλύτερα στη σανσκριτική λογοτεχνία είναι το αφηγηματικό, υπό τη μορφή του διδακτικού μύθου, της λαϊκής διήγησης και του μυθιστορήματος. Η σπουδαιότερη συλλογή στον τομέα της διδακτικής μυθολογίας είναι η Παντσατάντρα (Τα πέντε βιβλία ή κείμενο σε πέντε μέρη). Γράφτηκε από τον βραχμάνο Βισνουσάρμαν σε μια περίοδο μεταξύ 2ου και 6ου αι. Το έργο διαδόθηκε ευρύτατα στην Ι., ενώ γνώρισε και εξαιρετικό αριθμό μεταφράσεων. Ανάμεσα στα έργα που προήλθαν από την Παντσατάντρα διακρίνεται η Χιτοπαντέσα (Η καλή εκπαίδευση) του Ναραγιάνα, ένα κείμενο του 10ου-14ου αι., που είχε μεγάλη δημοτικότητα, ιδιαίτερα στη Βεγγάλη.
Η λαϊκή αφηγηματική τέχνη δεν ακολουθεί πια ηθοπλαστικούς και διδακτικούς σκοπούς. Κύριος σκοπός της είναι να διατηρήσει την αφήγηση όσο γίνεται πιο ζωηρή και συναρπαστική, με ευχάριστο τρόπο και με συνέπεια. Το πρώτο μεγάλο έργο του είδους αυτού είναι η Μπριχατκάτα (Η μεγάλη διήγηση) του Γκουνάντγια, του οποίου έχει χαθεί το πρωτότυπο. Ωστόσο, στην ουσία επιζεί στις διασκευές της από τη σανσκριτική. Μικρότερης σημασίας από άποψη περιεχομένου σε σχέση με τις προηγούμενες, αλλά ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες, είναι οι άλλες συλλογές διηγήσεων ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν η Βεταλαπαντσαβιμσάτικα (Τα είκοσι πέντε διηγήματα του βρικόλακα), διηγήσεις συγκεντρωμένες στα κείμενα του Ξεμέντρα και του Σομαντέβα, και η Σουκασαπτάτι (Τα εβδομήντα διηγήματα του παπαγάλου), που γνώρισε πολλές μιμήσεις και μεταφράσεις.
Λιγότερο ανεπτυγμένο είναι το μυθιστόρημα, που φαίνεται να συνδέεται –στις τυπικές του πλευρές– με συνθέσεις του τύπου κάβγια, αλλά και με την τερπνή διηγηματογραφία όσον αφορά την έκθεση των γεγονότων. Από τα σωζόμενα έργα, όλα υψηλότατου καλλιτεχνικού επιπέδου, το αρχαιότερο και περιφημότερο είναι το Ντασακουμαρατσαρίτα (Οι περιπέτειες των δέκα πριγκίπων), που συνέθεσε ο Νταντίν τον 7ο αι. Μετά τον Νταντίν μόνο ένας συγγραφέας αξίζει να μνημονευθεί, ο Μπάνα, ποιητής της Αυλής του Χάρσα ή Χαρσαβαρντάνα (606-647) της Σανσεβάρα. Σώθηκαν δύο μυθιστορήματά του, το Χαρσατσαρίτα (Ιστορία του Χάρσα) και το Κανταμπάρι.
Η λογοτεχνία της Τριβάργκα. Μεγάλος αριθμός κειμένων αντιπροσωπεύει την πλευρά της σανσκριτικής λογοτεχνίας, η οποία αναφέρεται με την ονομασία Τριβάργκα. Τα θέματα των έργων που περιλαμβάνει αφορούν τους τρεις τελικούς σκοπούς της ανθρώπινης ύπαρξης, οι οποίοι είναι, κατά σειρά, το ντάρμα (ο ηθικός και θρησκευτικός νόμος), το άρτα (οι δραστηριότητες της πρακτικής ζωής και κατόπιν η πολιτική) και το κάμα (ο έρωτας και η σεξουαλική απόλαυση).
Η φιλολογία του ντάρμα αντιπροσωπεύεται από μια μακρά σειρά νομικών κειμένων, που έχουν την αρχή τους στα Νταρμασούτρα (κανόνες σχετικούς με τους νόμους), πραγματείες σε πεζό ύφος αφορισμών. Η επόμενη φάση μετά τις Νταρμασούτρα αντιπροσωπεύεται από τις Νταρμασάστρα (Νομικές πραγματείες). Το αυθεντικότερο έργο τους είναι το περίφημο Μαναβανταρμασάστρα (Οι νόμοι του Μανού), μια αντιπροσωπευτική συλλογή σε δώδεκα βιβλία, που γράφτηκε μεταξύ 2ου αι. π.Χ. και 2ου αι. μ.Χ.
Ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει η πολιτική φιλολογία, που νοείται ως διδακτική περιγραφή των καθηκόντων του ηγεμόνα σχετικά με τη διοίκηση του κράτους. Το σπουδαιότερο κείμενο στον τομέα αυτόν είναι το Καουτιλιγιαρτασάστρα (Πραγματεία για την τέχνη της διακυβέρνησης, που αποδίδεται στον Καουτίλια), εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας. Στην αρχική μορφή του μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., αλλά στη σημερινή μορφή του πρέπει να χρονολογείται σε μια περίοδο που κυμαίνεται μεταξύ 3ου και 4ου αι. μ.Χ.
Δεν υπάρχουν πολλά έργα ερωτικής λογοτεχνίας. Η αρχαιότερη πραγματεία είναι η αυθεντικότερη και η πιο σπουδαιότερη: πρόκειται για την Καμασούτρα (Κανόνες για τον έρωτα), κείμενο που συνέθεσε ο Βατσιαγιάνα περίπου το 500 μ.Χ.
Οι λογοτεχνίες της μέσης ινδικής. Παράλληλα με τη βεδική και την κλασική σανσκριτική αναπτύχθηκαν και γλωσσικές μορφές οι οποίες είναι γνωστές με την ονομασία πρακριτικές και με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν μορφή γλώσσας. Η αρχαιότερη μορφή τους φαίνεται να είναι εκείνη που απαντά στις επιγραφές του Ασόκα (3ος αι. π.Χ.). Στις πρακριτικές αυτές ομάδες ανήκουν η παλική και ως δευτερεύουσα πρακριτική η γλώσσα μαχαράστρι, που χρησιμοποιούνταν αντίστοιχα από τους βουδιστές και τους τζαϊνιστές για τη σύνθεση των κανονικών κειμένων τους.
Η παλική λογοτεχνία περιλαμβάνει, εκτός από τα κανονικά (δηλαδή τα περιλαμβανόμενα στον κανόνα) κείμενα, μια σειρά παρακανονικών και εξωκανονικών κειμένων, που αποτελούν τις πηγές του αρχαίου βουδισμού. Το κανονικό μέρος, δηλαδή το σύνολο των κειμένων που θεωρείται κατά το πνεύμα πιο κοντά στη σκέψη του Διδασκάλου, αποτελείται από τη λεγόμενη Τριπιτάκα (Τα τρία κάνιστρα), η οποία περιλαμβάνει τη Βιναγιαπιτάκα (Κάνιστρο της μοναστικής πειθαρχίας), τη Σουταπιτάκα (Κάνιστρο των κηρυγμάτων) και την Αμπινταμαπιτάκα (Κάνιστρο της μεταφυσικής ή της ουσίας του νόμου).
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα της παρακανονικής λογοτεχνίας είναι αναμφισβήτητα το Μιλινταπάνχα (Οι ερωτήσεις του βασιλιά Μιλίνδα), δηλαδή του Μενάνδρου της ελληνοβακτριανής δυναστείας που έζησε τον 2ο αι. π.Χ. Στο έργο αυτό αναπτύσσονται υπό διαλογική μορφή τα ουσιώδη σημεία της βουδιστικής διδασκαλίας. Η εξωκανονική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται από ένα ετερογενές υλικό, που περιλαμβάνει σχόλια στα κανονικά και παρακανονικά έργα, εκκλησιαστικά χρονικά, θρησκευτικά εγχειρίδια και ποιητικά έργα. Ανάμεσα στα άλλα, αξίζει να αναφέρουμε το Παπαντσασουντάνι του Βουδαγκόσα, του περιφημότερου από τους βουδιστές σχολιαστές (5ος αι. μ.Χ.), και το Κουντακασίκα (Μικρές διδασκαλίες) του Σιναλέζου Νταμασίρι.
Ο τζαϊνικός κανόνας συνδέθηκε και καθορίστηκε, ως προς τη διαμόρφωσή του, από τα γεγονότα που οδήγησαν στο σπουδαιότερο σχίσμα αυτού του θρησκευτικού ρεύματος και στην οριστική διάσπαση της κοινότητας (79 π.Χ.) σε δύο ομολογίες: των Σβεταμπάρα (των ντυμένων στα λευκά) και των Ντιγκαμπάρα (των ντυμένων με αέρα). Στη σύνοδο που συγκρότησαν οι Σβεταμπάρα στη Βαλάμπι του Γκουτζαράτ, το σύνολο των κανονικών κειμένων καθορίστηκε με τη μορφή που έφτασε έως εμάς, ανάμεσα στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αι. Περιλαμβάνει πέντε σειρές κειμένων που αποτελούνται από τα Άνγκα (Μέλη), από 12 Ουβάνγκα (Δευτερεύοντα μέλη), 10 Πάινα (Σκόρπιες περικοπές), 6 Τσεγιασούτα (Κανόνες πειθαρχίας) και 5 Μουλασούτα (Βασικούς κανόνες).
Οι τζαϊνιστές από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες δημιούργησαν μια άλλη επιβλητική λογοτεχνία, στην οποία αντιπροσωπεύονται τα πλέον διαφορετικά είδη: από τη δογματική έως την τελετουργική πολεμική, από την ηθική έως την απολογητική και από το δράμα έως τη λυρική και διδακτική ποίηση. Σε αυτό το λογοτεχνικό περιβάλλον ανήκει η Παντματσαρίτα (Η ζωή του Πάντμα) του Βιμάλα Σούρι.
Όμως, και το μυθιστόρημα περιλαμβάνεται σε αυτά τα λογοτεχνικά είδη, ενώ χαρακτηρίζεται και αυτό από τη θρησκευτικότητα εκείνη που παρατηρείται σε μεγάλο αριθμό τζαϊνικών έργων. Ένα τέτοιο δείγμα είναι η Σαμαραϊτσακάτα (Διήγημα του Σαμαραντίτγια) του Χαριμπάντρα. Το έργο παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία, γιατί χρησίμευσε ως θεμέλιο για εκείνο που θεωρείται αριστούργημα ανάμεσα στα έργα του είδους αυτού, το Ουπαμιτιμπαβαπραπαντσακάτα (Το μυθιστόρημα στο οποίο η πολλαπλότητα των υπάρξεων παρουσιάζεται μέσω συγκρίσεων), το οποίο γράφτηκε από τον Σινταχάρσι το 906 μ.Χ.
Η ταμιλική λογοτεχνία. Από τις δραβιδικές λογοτεχνίες η αρχαιότερη και σημαντικότερη είναι η ταμιλική, την αρχή της οποίας η παράδοση αποδίδει στον σοφό Αγκάστγια. Το αρχαιότερο κείμενο που έχουμε είναι η γραμματική Τολκαπιγιάμ, την οποία συνέταξε ένας μαθητής του Αγκάστγια, ο Τολκαπιγιάρ, με βάση ένα φιλολογικό υλικό για το οποίο υπάρχουν πλήρεις μαρτυρίες.
Η σπουδαιότητα της ποίησης στην ταμιλική πολιτιστική περιοχή φαίνεται από την ίδρυση μιας ακαδημίας γνωστής με την ονομασία Σανγκάμ, η οποία ιδρύθηκε με σκοπό να ασκήσει προσεκτική και αυστηρή κριτική στα διάφορα ποιητικά έργα που υποβάλλονταν στην κρίση της. Ένα σταθερά αντιπροσωπευόμενο αφηγηματικό είδος είναι τα επικά μυθιστορήματα· από το Τσιλαπατικάραμ (Η μπαλάντα του βραχιολιού) του Ίλαμκο-Άτικαλ έως το Μανιμεκαλάι του βουδιστή Τσιταλάι Τσατανάρ, και από το Κουνταλακέσι (που διασώζεται σε δύο διαφορετικές επιτομές) έως το Τσιβακατσινταμάνι του τζαϊνιστή Τιρουτακατέβαρ. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ανάπτυξη της γνωμικής λογοτεχνίας, ηθικολογικής και διδακτικής. Το σπουδαιότερο έργο είναι το Κουράλ, συλλογή 1.330 διστίχων, που γράφτηκε από τον Τιρουβαλούβαρ το 500 μ.Χ.
Η θρησκευτική υμνολογική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται από μια συλλογή έντεκα ύμνων, που τιτλοφορείται Τιρουμουράι. Γράφτηκε προς τιμήν του Σίβα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τους τρεις τσιτάρ (αγίους) –Τσαμπαντάρ, Απάρ και Τσουνταράρ–, που έζησαν μεταξύ 7ου και 8ου αι., και από τους ύμνους που υπαγορεύθηκαν από τους δώδεκα Αλβάρ, οι οποίοι έζησαν μεταξύ 7ου και 8ου αι. Οι ύμνοι αυτών των βισνουϊτών αγίων συγκεντρώθηκαν τον 11ο αι. σε ένα μοναδικό έργο, που έχει τον τίτλο Ναλαγίρα-π-πιραπάνταμ (Βιβλίο των τεσσάρων χιλιάδων ύμνων).
Στην περίοδο μεταξύ του 14ου και των αρχών του 19ου αι. εδραιώνεται η μέση ταμιλική. Στη λογοτεχνία αυτή μετέχουν και ξένοι συγγραφείς. Στην πιο πρόσφατη λογοτεχνία εδραιώνεται ο πεζός λόγος που χρησιμοποιείται στα δράματα και στα αφηγηματικά έργα. Η επίδραση της δυτικής λογοτεχνίας γίνεται όλο και πιο αισθητή, αλλά υπάρχουν και συγγραφείς με πλούσια προσωπικότητα, οι οποίοι διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους.
Η καναρεζική λογοτεχνία. Το αρχαιότερο λογοτεχνικό κείμενο στη γλώσσα αυτή, που ομιλείται στο βορειοανατολικό τμήμα του κρατιδίου Ταμίλ Ναντού, είναι μια σύντομη περικοπή που έχει παρεμβληθεί σε ένα ελληνικό δράμα, αρχαιότερο του 2ου αι. μ.Χ., μερικά αποσπάσματα του οποίου βρέθηκαν σε έναν πάπυρο ο οποίος προερχόταν από τη βόρεια Αίγυπτο. Το αρχαιότερο όμως έργο που διασώθηκε, το Καβιρατζαμάργκα (Ο δρόμος των βασιλιάδων για τους ποιητές), του Σριβιτζάγια, ποιητή της Αυλής του Νριπατούνγκα, δεν είναι παλαιότερο του 9ου αι. μ.Χ. Περίπου κατά την ίδια περίοδο εμφανίζεται ένα συνθετικό στιλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή πεζού λόγου και στίχων. Τα θέματα των συνθέσεων αυτών έχουν ληφθεί από επεισόδια των επικών κύκλων ή αποτελούν αναμνήσεις θρυλικών βιογραφιών των τζαϊνιστών αγίων (τιρταμκάρα). Ακριβώς την εποχή εκείνη η καναρεζική λογοτεχνία εμπλουτίζεται με τρεις μεγάλες μορφές ποιητών (τα τρία πολύτιμα πετράδια), τους Πάμπα, Πόνα και Ράνα. Στον πρώτο από αυτούς οφείλουμε την Αντιπουράνα, που είναι αφήγηση της ζωής του πρώτου τιρταμκάρα, και την Παμπαμπαράτα ή Βικραμαρτζουναβιτζάγια, ελεύθερη επεξεργασία του περιεχομένου της Μαχαμπαράτα. Ο Πόνα συνέθεσε μια Σαντιπουράνα, που περιγράφει τη ζωή του δέκατου έκτου τζαϊνιστή αγίου. Τέλος, ο Ράνα είναι ο συγγραφέας της Ατζιταπουράνα, που προήλθε από μια μυθική αφήγηση, θέμα της οποίας είναι η ιστορία του δεύτερου τιρταμκάρα.
Η εμφάνιση του σιβαϊτικού κινήματος των Βιρασάιβα και Λινγκαγιάτα, που οφειλόταν στον Μπασάβα και στον Τσαναμπασάβα, σημειώνει την άνθηση μιας λογοτεχνίας θρησκευτικής έμπνευσης. Από τον 17ο αι. και ύστερα η λογοτεχνία δέχεται νέα ώθηση και παράγει έργα μεγάλης δημοτικότητας, όπως το Τζαϊμίνι Μπαράτα του Λακσμίσα, που έχει ως αφετηρία ένα επεισόδιο της Μαχαμπαράτα. Στη σύγχρονη καναρεζική λογοτεχνία είναι μεγάλη η συμβολή ποιητών όπως ο Γκ. Κ. Αντίγκα, ο Β.Κ. Γκόκακ, και πολλοί νεαροί πεζογράφοι που βρίσκονται ακόμα σε αναζήτηση μιας τέλειας ωριμότητας.
Η τελουγουική και η μαλαγιαλαμική λογοτεχνία. Οι πρώτες φιλολογικές μαρτυρίες της τελουγουικής γλώσσας, που έχει επηρεαστεί έντονα από τα σανσκριτικά πολιτιστικά και γλωσσολογικά στοιχεία, δεν είναι παλαιότερες του 11ου αι. μ.Χ. Ο αρχαιότερος ποιητής, του οποίου διασώζονται έργα, είναι ο βραχμάνος Νανάγια Μπάτα (11ος αι.), συγγραφέας μιας μετάφρασης –ή μάλλον μιας επιτομής– της Μαχαμπαράτα, η οποία περιορίζεται στα δύο πρώτα βιβλία και σε τμήμα του τρίτου. Το έργο αυτό, που περιέχει ακόμα πάρα πολλά σανσκριτικά στοιχεία στο λεκτικό του, συμπληρώθηκε αργότερα, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι., από τον Τικάνα. Η επίδραση που άσκησε η σανσκριτική κουλτούρα είναι ένα φαινόμενο που παραμένει αισθητό μέχρι τον 15ο αι. και εκδηλώνεται με μεγάλο αριθμό μεταφράσεων και διασκευών σανσκριτικών έργων.
Μετά την περίοδο αυτής της εξεζητημένης λογοτεχνίας η οποία αντιπροσωπεύεται κυρίως από οκτώ μεγάλους ποιητές της Αυλής, που αποκαλούνται Ασταντιγκάτζα (Οι οκτώ ελέφαντες των σημείων του ορίζοντα), μόνο τον 16ο αι. ξαναβρίσκουμε, με τον Βεμάνα, έναν ποιητή απλό, αυθόρμητο και κατανοητό ακόμα και από τις λιγότερο ανεπτυγμένες τάξεις. Ύστερα από αυτόν και έως τον 18ο αι. η τάση προς εξεζητημένους στιλιστικούς τρόπους γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Τον 19ο αι. παρατηρείται μια διαδικασία εκσυγχρονισμού. Στον Ράο Μπαχαντούρ Καντουκούρι Βιρεσαλίνγκαμ Παντούλου (1848-1919) οφείλεται η δημιουργία της νεότερης τελουγουικής, που χαρακτηρίζεται από την αναγνώριση της ομιλουμένης τελουγουικής γλώσσας ως μέσου λογοτεχνικής έκφρασης.
Η επίδραση της σανσκριτικής λογοτεχνίας είναι φανερή και στη μαλαγιαλαμική λογοτεχνία, της οποίας η πρώτη ασφαλής εκδήλωση χρονολογείται από το έργο Ραματσαρίτα (Οι περιπέτειες του Ράμα), το οποίο αποδίδεται γενικά σε έναν μαχαραγιά της Κεράλα και χρονολογείται στο 1300. Κατά τους επόμενους αιώνες, η λογοτεχνία αυτή κατόρθωσε να απαλλαγεί από τη σανσκριτική επίδραση και να δημιουργήσει έργα ανεξάρτητου χαρακτήρα, όχι μόνο από γλωσσική άποψη.
Οι λογοτεχνίες σε χίντι και ουρντού. Η λογοτεχνία σε γλώσσα χίντι περιλαμβάνει όλες τις συνθέσεις που γράφτηκαν στις διάφορες διαλέκτους της γλώσσας αυτής (από την ντινγκάλ έως τη μαϊθιλική, από την μπρατζ ή μπρατζ-μπάκα έως την αβάντι και έως την κάρι-μπόλι, που ομιλείται στη ζώνη του Δελχί), η οποία αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης ινδικής γλώσσας και έγινε εθνική γλώσσα της Ι.
Αν εξαιρέσουμε τα έργα ορισμένων βουδιστών μοναχών, η πραγματική λογοτεχνία σε γλώσσα χίντι ξεκινά περίπου από το 1100. Το σπουδαιότερο ποίημα της εποχής είναι το Πριτβιράτζ Ράσαου (Οι περιπέτειες του Πριτβιράτζ), του Τσαντ Μπαρντάι, το οποίο αφηγείται την αγάπη του βασιλιά Πριτβιράτζ για την πριγκίπισσα Σαμιογκίτα (κόρη του βασιλιά Τζαγιατσάντ της Κανάουτζ), τον γενναίο αγώνα του εναντίον των μουσουλμάνων, την τελική ήττα του από τον σουλτάνο Μουχάματ Γούρι και τον ηρωικό θάνατό του. Ανάμεσα στα άλλα έργα της περιόδου αυτής περιλαμβάνονται το Μπισάλντεβ Ράσαου, που γράφτηκε από τον Ναραπάτι Νάλχα κατά το πρώτο μισό του 12ου αι., το Αλχακάντ, μεγάλο επικό και ιπποτικό ποίημα που αποδίδεται στον Τζαγκνίκ, και το έργο Χαμίρ Ράσαου του Σαρανγκντάρ.
Μεταξύ 14ου και 15ου αι. κάνει την εμφάνισή του ο ποιητής Βιντγιαπάτι (1352-1448), ο οποίος, εκτός από έργα στη σανσκριτική, έγραψε και μια σειρά λυρικών προς τιμήν του Ράντα και του Κρίσνα, σε μαϊθιλική διάλεκτο. Η μορφή του ποιητή αυτού μας εισάγει στην περίοδο που λέγεται μπάκτι ή στη θρησκευτική ποίηση, που αναπτύχθηκε μεταξύ 15ου και 16ου αι. όχι μόνο στην περιοχή της χίντι, αλλά σε ολόκληρη την Ι.
Στην περιοχή της χίντι μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο ρεύματα ποιητών μπάκτα, ανάλογα με το αν αυτοί εκφράζουν την αφοσίωσή τους σε μια θεότητα χωρίς ιδιότητες (νιργκούνα) ή σε έναν προσωπικό θεό προικισμένο με ιδιότητες (σαγκούνα), ο οποίος εκδηλώνεται με ανθρώπινη μορφή.
Οι ποιητές μπάκτα συγκέντρωσαν την κληρονομιά ενός αγίου που ονομαζόταν Ραμανάντα, με τον οποίο συνδέεται άμεσα η μορφή ενός από τους πιο μεγάλους μυστικιστές όχι μόνο της Ι., αλλά του κόσμου, του Καμπίρ ή Σαντ Καμπίρ Ντας (1440-1518). Οι ύμνοι του, γραμμένοι σε ένα κράμα ανατολικής και δυτικής χίντι, βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο Άντι Γκραντ των Σιχ, στο Μπιτζάκ (που θεωρείται ιερό βιβλίο από τους οπαδούς του Καμπίρ), στη συλλογή που ονομάζεται Μπάνι και στην Καμπίρ-γκρανταβάλι.
Η σχολή σαγκούνα περιλαμβάνει δύο διαφορετικά ρεύματα, εκείνο των οπαδών του Βισνού στην ενσάρκωσή του ως Ράμα και εκείνο των πιστών του Βισνού-Κρίσνα.
Ο μεγαλύτερος ποιητής της σχολής ραμπάκτι είναι ο Τουλσίντας (1532-1623), ο οποίος υπήρξε μεγάλος ποιητής και θρησκευτικός αρχηγός, ενώ πραγματοποίησε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και παλινόρθωσε το πατροπαράδοτο ινδικό ντάρμα. Το κυριότερο έργο του, το Ραμτσαριτμάνα, έγινε η Βίβλος εκατομμυρίων Ινδών.
Η σχολή κρισναμπάκτι, που εκτελούσε το θρησκευτικό έργο της στη Ματούρα, τη μυθική τοποθεσία της γέννησης του Κρίσνα, περιλαμβάνει προπάντων μια ομάδα οκτώ ποιητών (Αστσάπ ή Οι οκτώ σφραγίδες)· αυτοί είναι οι Σούρντας, Κουμπχάντας, Παρμάντας, Κρισνάντας, Τσιτσβάμι, Γκοβιντσβάμι, Τσατουρμπούτζντας και Νάντας. Ανάμεσα στους ποιητές αυτούς αναφέρουμε ιδιαίτερα τον Σούρντας (1483-1563), ο οποίος με το Σουρσαγκάρ του απέκτησε δημοτικότητα ανάλογη με εκείνη του Τουλσίντας. Ανώτερη ποιήτρια κρισναμπάκτα υπήρξε όμως η Μιραμπάι (1498-1546). Από το έργο της διασώθηκαν μόνο εκατό λυρικά ποιήματα, στα οποία η ποιήτρια διαχέει με έξοχες ποιητικές εικόνες τη μυστικιστική φλόγα της.
Η μετέπειτα περίοδος της λογοτεχνίας χίντι (1650-1850) ονομάζεται κοινώς περίοδος ρίτι και αντιπροσωπεύει έναν προσανατολισμό προς την κοσμική ποίηση, τη ρητορική και την ποιητική. Επίσης, φανερώνει μια γενική παρακμή, που προκλήθηκε κυρίως από την έλλειψη πρωτοτυπίας των δασκάλων (ατσάργια) χίντι, οι οποίοι συνήθως μιμούνται τα έργα των μεγάλων συγγραφέων που έγραψαν στη σανσκριτική. Στην περίοδο κατά την οποία οι Βρετανοί εγκαθίδρυσαν την κυριαρχία τους στην Ι. (μέσα του 19ου αι.), η ιθαγενής ποιητική παράδοση εγκαταλείφθηκε και εδραιώθηκαν καινούργια λογοτεχνικά είδη δυτικού τύπου που χάραξαν την αρχή της πραγματικής σύγχρονης λογοτεχνίας. Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης λογοτεχνίας χίντι είναι η ανάπτυξη του πεζού λόγου και η χρησιμοποίηση της κάρι-μπόλι. Ο πραγματικός πατέρας της σύγχρονης περιόδου, που αποκαλείται μάλιστα σελήνη της Ι., υπήρξε ο Μπαρτεντού Χαριστσάντρα (1850-1885), ικανός και ευφυής συγγραφέας που ίδρυσε και διηύθυνε ένα φιλολογικό περιοδικό σε γλώσσα χίντι.
Κατά τον 20ό αι. γεννήθηκε ο ινδικός ρομαντισμός, ο οποίος αντιπροσωπευόταν από τη Σχολή της σκιάς ή Τσαγιαβάντ. Αρχηγοί της σχολής αυτής υπήρξαν ο Σούργια Καντ Τριπάτι Νιράλα και ο Σουμιτραναντάν Παντ. Η σύγχρονη, εξαιρετικά γόνιμη, εποχή εισήχθη από τον Πρέμτσαντ (1880-1936) με τα θαυμάσια ρεαλιστικά μυθιστορήματά του και αντιπροσωπεύεται σήμερα από τους ποιητές Αγκέι, Ντινκάρ και Μπ.Π. Μίσρα και από τους πεζογράφους Μπ. Σαχάνι, Φ.Ν. Ρένου και Ντ. Μπάρτι.
Εξισλαμισμένη μορφή της δυτικής χίντι είναι η ουρντού, που δημιούργησε μια αυτόνομη λογοτεχνία, της οποίας η πρώτη αξιόλογη προσωπικότητα υπήρξε ο Σαμς ουντ-ντιν Βάλιου λαχ (1668-1741), γνωστός με το ψευδώνυμο Βάλι. Η λογοτεχνική παρακμή που ακολούθησε τις πολιτικές φάσεις των μέσων του 19ου αι. δεν συνεχίστηκε, επειδή εμφανίστηκαν καινούργιες μορφές: αρχικά ο Σαγίντ Άχμαντ (1817-1898) και αργότερα ο Μουχάματ Ικμπάλ (1873-1938), πατέρες της σύγχρονης ουρντού λογοτεχνίας.
Η βεγγαλική και η ασαμική λογοτεχνία. Η βεγγαλική λογοτεχνία άργησε να εδραιωθεί. Τα πρώτα δείγματά της εμφανίστηκαν κατά τον 9ο και 10ο αι., αλλά η κλασική έκφρασή της άρχισε από τον 14ο αι. Πρώτος μεγάλος ποιητής της υπήρξε ο Τσαντίντας (15ος αι.), που θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός της βεγγαλικής λογοτεχνίας μετά τον Ταγκόρ. Έως τον 19ο αι. στη βεγγαλική λογοτεχνία κυριαρχούσαν τα θρησκευτικά μοτίβα, ενώ εμφανής ήταν η επίδραση των διδασκαλιών του μεταρρυθμιστή Κρίσνα Τσαϊτάνια Ντέβα (1485-1533), που διέδιδε στη Βεγγάλη μια λατρεία τύπου μπάκτι. Η βρετανική κυριαρχία σημείωσε το άνοιγμα σε καινούργιες ιδέες, δημιουργώντας μια σύγχρονη λογοτεχνία.
Ο Μπανκίμ Τσάντρα Τσατέρτζι (1838-1894) θεωρείται ο πατέρας του βεγγαλικού μυθιστορήματος. Έγραψε μυθιστορήματα εμπνευσμένος από τον Γουόλτερ Σκοτ, εμφορούμενα από εθνικιστικές ιδέες, και προώθησε κατά ένα μέρος το ανανεωτικό κίνημα που είχε αρχίσει ο Ραμοχάν Ρόι (1772-1833). Ωστόσο, η πιο γνωστή μορφή της βεγγαλικής λογοτεχνίας παραμένει η μορφή του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (1861-1941), ο οποίος βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1931.
Η ασαμική λογοτεχνία εμφανίστηκε τον 15ο αι. και άκμασε χάρη στους βισνουιστές θρησκευτικούς μεταρρυθμιστές, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Σανκάρντεβ. Τα έργα της λογοτεχνίας αυτής περιορίζονταν αρχικά σε πολυάριθμες μεταφράσεις και προσαρμογές σανσκριτικών έργων. Όμως, μια πραγματική αυτόνομη λογοτεχνία έδωσε το παρόν τον 19ο αι., μετά τη βιρμανική και τη βρετανική κατάληψη.
Η μαραθική λογοτεχνία και η λογοτεχνία ορίγια. Οι απαρχές της μαραθικής λογοτεχνίας είναι πιθανό να ανάγονται σε μια πιο μακρινή περίοδο, αλλά ο πρώτος ποιητής του οποίου διασώθηκαν τα έργα, ο Μουκουνταράτζα, έζησε στα τέλη του 12ου αι.
Ο πρώτος μεγάλος ποιητής που έγραψε σε μαραθική είναι ο Τζνανεβάρ (ή Τζνάντεβ), συγγραφέας ενός θαυμάσιου ελεύθερου σχολίου για την Μπαγκαβαντγκίτα, το οποίο τιτλοφορείται Μπαβαρνταντιπίκα, αλλά αναφέρεται κοινώς με την ονομασία Τζνανεσβάρι (Το σχόλιο του Τζνανεσβάρ). Σύγχρονός του υπήρξε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Νάμντεβ (Ναμαντέβα), που έζησε μεταξύ 1270 και 1350 και συνέθεσε μια σειρά θρησκευτικών τραγουδιών.
Με αυτόν ξεκίνησε ένα ρεύμα θρησκευτικών ποιητών, που περιλαμβάνει στους κόλπους του ορισμένα μεγάλα ονόματα της μαραθικής λογοτεχνίας: από τον Μπανούντας (1448-1513) έως τον απόγονό του, Εκνάτ Σβάμι (1548-1599 ή 1608), και ακόμα τον Τουκάραμ (1607-1649), τον μεγαλύτερο ποιητή της μαραθικής λογοτεχνίας. Ο Τουκάραμ αφιέρωσε όλη την ύπαρξή του στην λατρεία του Βισνού και στη διδασκαλία της. Έγραψε χιλιάδες ύμνους, απλούς στη σύλληψη, αλλά αυθόρμητους και εμπνευσμένους από ειλικρινή μυστικιστική πνοή.
Από τον 17ο αι. άνθησε μια λογοτεχνία ιστορικού περιεχομένου, που αποτελείται από πολεμικές μπαλάντες (ποβάντα). Στη σύγχρονη εποχή εδραιώνονται προοδευτικά τα πεζογραφήματα και οι θεατρικές συνθήκες, συχνά με ιστορικό και κοινωνικό φόντο.
Τα πρώτα γραπτά κείμενα σε γλώσσα ορίγια –η οποία προέρχεται από τη μαγκαντί και ομιλείται στην Ορίσα (την περιοχή στα νότια της Βεγγάλης)– αποτελούνται από ένα χρονικό, το Μαντάλα πάντζι (Τα κείμενα υπό μορφή τυμπάνου) που ξεκίνησε το 1042 ύστερα από διαταγή του Τσοραγκάνγκα Ντέβα, και από επιγραφές που χρονολογούνται στον 13ο αι.
Η καθαυτό λογοτεχνία σε γλώσσα ορίγια παρουσιάστηκε περίπου στα μέσα του 15ου αι., όταν εμφανίστηκε ο πρώτος των βασιλιάδων, Καπιλεντραντέβα (1435-1465). Στα έργα της περιλαμβάνονται λαϊκά τραγούδια, μεταφράσεις ή διασκευές σανσκριτικών κειμένων, επικών και πουρανικών. Με τον Ουπέντρα Μπάντζα (1670-1720) σημειώθηκε η αρχή μιας βαθιάς ανανέωσης, ενώ τέθηκε και μια πιο πρωτότυπη βάση για τη λογοτεχνία ορίγια, που διήρκεσε έως τον 19ο αι. Ο Μπάντζα έγραψε 42 έργα (σύμφωνα με ορισμένους μελετητές περισσότερα από εβδομήντα): ποιήματα που θυμίζουν τη σανσκριτική επική ποίηση και τις Πουράνα, ερωτικές διηγήσεις, λυρικές συνθέσεις θρησκευτικού περιεχομένου προς τιμήν του Κρίσνα και αργότερα έργα ποιητικής και λεξικογραφίας. Ολόκληρο το έργο έχει ύφος εξαιρετικά εξεζητημένο, εμπλουτισμένο με συνεχές, στομφώδες λεξιλόγιο, εκφραστικούς πλεονασμούς και μετρικές συνηχήσεις.
Όμως, η προσάρτηση της Ορίσα στη Βρετανική αυτοκρατορία υπήρξε μοιραία για τις τέχνες της: η γλώσσα της εκφυλίστηκε στο επίπεδο της διαλέκτου και το γεγονός ότι δεν έσβησε οριστικά οφείλεται σε τρεις ταλαντούχους λογοτέχνες: τον Ραντανάτ Ράγια (1848-1908), που θεωρείται σήμερα εθνικός ποιητής, τον Μαντουσουντάνα Ράο (1853-1912), συγγραφέα δημοφιλών λαϊκών τραγουδιών, και κυρίως τον Πρακιρμοχάνα Σεναπάτι (1843-1918), το μυθιστόρημα του οποίου Εικοσιπέντε στρέμματα και οκτώ δέκατα αξίζει να λάβει θέση ανάμεσα στα καλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η παντζαμπική και η γκουτζαρατική λογοτεχνία. Τα πιο παλιά μνημεία της παντζαμπικής λογοτεχνίας περιέχονται στο Αντί Γκραντ ή Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, το ιερό βιβλίο των σιχ, που συντάχθηκε το 1604 ύστερα από πρωτοβουλία του Αρτζούν, του πέμπτου γκουρού. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του Γκραντ δεν είναι γραμμένο σε καθαυτό παντζαμπική, αλλά σε μπρατζ ή χίντι ανάμεικτες με παντζαμπικές εκφράσεις. Οι σιχ συνετέλεσαν εξάλλου στη λογοτεχνία αυτή με τις διάφορες Τζαναμσάκι ή βιογραφίες του ιδρυτή, Γκουρού Νανάκ, γραμμένες σε πεζό λόγο ή σε ποιητικό, με τα ποιήματα ηθικού περιεχομένου (βαρ) του Μπάι Γκούρντας και με τους ύμνους του Γκουρού Γκόβιντ (1666-1708), τελευταίου διδασκάλου των σιχ. Ένας από τους πιο σημαντικούς αιώνες της παντζαμπικής λογοτεχνίας υπήρξε ο 17ος. Κατά την περίοδο αυτή η παντζαμπική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ως φιλολογικό όργανο από μουσουλμάνους, ινδουιστές και σιχ, αλλά οι πιο γόνιμοι συγγραφείς υπήρξαν αναμφίβολα οι μουσουλμάνοι, όπως ο Αμπντουλάχ (1616-1666), συγγραφέας ενός έργου για την ισλαμική θρησκεία. Η προσάρτηση του Παντζάμπ στη Βρετανική αυτοκρατορία (1848) αποτέλεσε μια κρίσιμη στιγμή στη λογοτεχνική ιστορία της χώρας. Χρειάστηκε μία πεντηκονταετία και η συμβολή του ποιητή Μπάι Βιρ Σινγκ (1872-1956), προτού η παντζαμπική ξαναγίνει επίσημη γλώσσα.
Με τον διαμελισμό ανάμεσα σε Ι. και Πακιστάν (1947), το Παντζάμπ και η λογοτεχνία του χωρίστηκαν σε δύο μέρη· στο ινδικό διακρίθηκαν λογοτέχνες μεγάλης αξίας, όπως η ποιήτρια Αμρίτα Πρίταμ.
Η λογοτεχνία του Γκουτζαράτ διαιρείται σε τρεις περιόδους. Στην παλαιότερη περίοδο (έως το 1450) ανήκουν ορισμένα έργα τζαϊνιστών μοναχών, που χρονολογούνται στον 14ο αι., τα οποία περιγράφουν την κοινωνία και τη ζωή της εποχής εκείνης. Άλλα έργα της πρώτης αυτής περιόδου οφείλονται στους Πάρσους, οι οποίοι ασχολήθηκαν κυρίως με μεταφράσεις περσικών θρησκευτικών έργων.
Η κλασική περίοδος της γκουτζαρατικής λογοτεχνίας (περίπου έως το 1800) χαρακτηρίζεται αρχικά από την άνθηση της θρησκευτικής ποίησης, ο πρώτος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο Ναρασίμα Μαχάρα (Μέχτα, 1415-1481). Τον 17ο αι. εμφανίστηκαν άλλοι τρεις μεγάλοι ποιητές: ο Άκχα (1615-1675), ένας χρυσοχόος τα έργα του οποίου, όπως το Ανουμπαβαμπίντου, χαρακτηρίζονται συχνά από μυστικισμό, ο Πρεμανάντα (1636-1734), συγγραφέας αφηγηματικών ποιημάτων εμπνευσμένων από τις Πουράνα, και ο Σαμάλα (1640-1730).
Η σύγχρονη γκουτζαρατική λογοτεχνία, που εγκαινιάστηκε από τα έργα του Νταλπατράμ (1820-1898) και του Ναρμαντασανκάρ (1833-1886), περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των γραπτών του Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι.
Η παγίωση της εθνικής ταυτότητας, γεγονός πρωτοφανές για ένα έθνος που διακρινόταν πάντα για την έντονη πολιτική του κατάτμηση, ευνόησε –και διευκόλυνε– τη διάδοση μιας τεράστιας, αν και όχι πάντα αξιόλογης, πατριωτικής λογοτεχνίας, η οποία υποκαταστάθηκε από τη μαρξιστική ιδεολογία των νεότερων συγγραφέων (1950-1980) που αποσκοπούσαν στη ρήξη με την παράδοση.
Όλη αυτή η κατάσταση οδήγησε στον πειραματισμό και επομένως σε νέες τεχνικές σε όλα τα λογοτεχνικά είδη – πεζογραφία, ποίηση και θέατρο. Επίσης, προκάλεσε την άνοδο και την παρακμή ενός σημαντικού αριθμού σχολών και λογοτεχνικών ρευμάτων, συνήθως βραχύβιων και γενικώς όχι ιδιαίτερα επιτυχημένων, τα οποία όμως συνέβαλαν στο να προσδώσουν ζωντάνια στην καλλιτεχνική σκηνή, ενώ κατόρθωσαν να αναδείξουν συγγραφείς με παγκόσμια απήχηση.Προϊστορία και αρχαϊκή περίοδος. Οι πρώτες ανθρώπινες παρουσίες στο ινδικό έδαφος εντοπίστηκαν κατά το πλειστόκαινο. Στη δεύτερη μεσοπαγετωνική περίοδο μια πλούσια παλαιολιθική βιοτεχνία άνθησε σε όλη τη χερσόνησο, περίπου όπως συνέβη παράλληλα και στην Ευρώπη.
Για τη μετέπειτα περίοδο διάφορα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εξαφανίστηκε τελείως από αυτές τις περιοχές και ότι πολύ αργότερα εμφανίστηκε ξανά, ύστερα από μεταναστεύσεις από τη Δύση. Αλλά αυτή είναι ίσως μονάχα μια υπόθεση. Πιθανώς σημειώθηκε μια ισχυρή δημογραφική μείωση και η μετάβαση έγινε φυσιολογικά στη μεσολιθική φάση με τις μικρολιθικές κουλτούρες. Στη νότια Ι. η παλαιολιθική παραγωγή, διαφοροποιημένη από την υπόλοιπη της Ασίας, χαρακτηρίζεται από την προτίμηση για τα χαλαζιτικά πετρώματα.
Η μεσολιθική περίοδος αντιπροσωπεύεται στο Παντζάμπ, στο Μάντγια Πραντές, στο Γκουτζαράτ καθώς και στον ακραίο νότο από μικρολιθικά προϊόντα, τα οποία ορισμένες φορές παρουσιάζουν ομοιότητες με ανάλογους πολιτισμούς της αφρικανικής ηπείρου.
Η πρωτοϊστορική φάση της υποηπείρου χαρακτηρίζεται από μια πλούσια και ποικίλη παραγωγή σε οπτή γη (τερακότα). Χρονολογικά, η περίοδος αυτή διαρκεί από τις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ. έως τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Τα πρωτοϊστορικά κέντρα της Ι., μολονότι παρουσιάζουν ορισμένες φορές κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρουν αξιοσημείωτα μεταξύ τους.
Στις κεντροανατολικές ζώνες της χερσονήσου αναπτύχθηκε ένας καλά καθορισμένος χαλκολιθικός πολιτισμός, η μελανόμορφη κεραμική του οποίου είναι πιθανό να προέρχεται από την άνω κοιλάδα του Γάγγη. Η ζώνη αυτή, πλούσια σε χαλκολιθικά μνημεία, παρουσιάζει φυσιογνωμία περισσότερο ινδική σε σχέση με τις περιοχές της Δύσης και μπορούμε ίσως να τη θεωρήσουμε αυτόχθονη, αν και το στιλιζάρισμα ορισμένων αντικειμένων με ανθρωποειδή μορφή θα πρέπει ίσως να τοποθετηθεί παραπλεύρως προς τα τελευταία έργα της ιρανικής παραγωγής. Όσον αφορά τη μεταλλουργική τεχνική, οι πληθυσμοί αυτοί δέχτηκαν πιθανώς την επίδραση του λεγόμενου πολιτισμού του Ινδού, συνεχίζοντας με αυτόνομο τρόπο την εξέλιξή τους. Από ορισμένους επιστήμονες έχει διατυπωθεί η υπόθεση συμμετοχής τους στο βίαιο τέλος του ίδιου του πολιτισμού του Ινδού, που καθορίστηκε από τις αριοευρωπαϊκές εισβολές.
Οι πολιτισμοί του Γάγγη, με την τραχύτερη και μικρότερης αξίας καλλιτεχνική παραγωγή τους, σε σχέση με εκείνη του πολιτισμού του Ινδού, προανήγγειλαν ορισμένες πλευρές της μετέπειτα ινδικής τέχνης και άσκησαν σημαντική επίδραση στις νοτιοανατολικές περιοχές. Στην ακτινοβολία αυτή αντιστοιχεί ανάλογη πολιτιστική επέκταση από τα βορειοδυτικά προς τις κεντροδυτικές περιοχές. Οι κεντροανατολικές περιοχές της Ι. παρουσιάζουν αξιοσημείωτα ίχνη επαφής με τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και ιδιαίτερα με την αρχαία Βαβυλωνία, όπως καταφαίνεται, για παράδειγμα, από τη σφραγίδα του Κεντρικού Μουσείου της Ναγκπούρ. Ανεβαίνοντας από τον νότο, βρίσκεται η περιοχή που είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα για την πρωτοϊστορική περίοδο και περιλαμβάνει τα βορειοδυτικά τμήματα της χερσονήσου.
Από τα μέσα κιόλας της 4ης χιλιετίας π.Χ. πολυάριθμα κέντρα που άνθησαν στην κοιλάδα του Ινδού, και βορειότερα, προς τα σύνορα με το σύγχρονο Αφγανιστάν, παρουσίασαν χαρακτηριστικές πολιτιστικές δραστηριότητες οι οποίες καθορίζονται ως ινδοϊρανικές και άλλες αυτόνομες σε σχέση με τις δυτικές επιδράσεις. Μια σημαντική παραγωγή πήλινων αντικειμένων (αγγείων και διαφόρων άλλων αντικειμένων, όπως η μορφή της θεάς μητέρας, της θεάς της γονιμότητας και της ευφορίας ή μικρές εικόνες στιλιζαρισμένων ζώων), αποτέλεσε τη βάση μιας δραστηριότητας που έχει μεγάλη αισθητική αξία.
Ιδιαίτερα προοδευμένος (φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε συγγενείς πολιτισμούς που άνθησαν στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν την 4η-3η χιλιετία π.Χ.), ο μεγάλος πολιτισμός της πρωτοϊστορικής Ι. –που ονομάζεται επίσης πολιτισμός του Ινδού ή, επίσης, από το πιο αξιόλογο κέντρο του, πολιτισμός της Χαράπα– εξαπλώθηκε σε μια εκτεταμένη περιοχή μεταξύ των ανατολικών συνόρων του Ιράν και των βόρειων επαρχιών της σημερινής Ι. Οι δύο πιο αξιόλογες πόλεις, που χρονολογούνται περίπου στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., οι οποίες χτίστηκαν με ορθολογικά κριτήρια τα οποία μπορούμε να ονομάσουμε σύγχρονα, είναι η Χαράπα (στο Παντζάμπ) και η Μοχέντζο Ντάρο (στο Σιντ). Τα διάφορα κτίρια είναι διατεταγμένα σύμφωνα με ρυθμιστικό σχέδιο, κατά μήκος των οδών που τέμνονται σε ορθή γωνία. Τα αποχετευτικά έργα στις άκρες των οδών, χάρη στα οποία συγκεντρώνονταν τα απορρίμματα, καταδεικνύουν τον βαθμό εξέλιξης του πολιτισμού αυτού. Τα χαρακτηριστικά λουτρά στις κατοικίες, τα δημόσια λουτρά, οι τόποι ανάπαυσης για τα καραβάνια, τα πολυώροφα σπίτια με τις επίπεδες στέγες αντανακλούν το πρακτικό πνεύμα του πληθυσμού αυτού. Η καλλιέργεια του βαμβακιού γινόταν σε μεγάλη κλίμακα και αντιπροσώπευε μία από τις κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές· η μεταλλουργία ήταν αρκετά προοδευμένη από τεχνική πλευρά. Επίσης, εκτός από τη γεωργία, σημαντικές ήταν οι βιομηχανίες της οπτής γης και της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου. Η μεγάλη εμπορική διακίνηση με τη Δύση και με τον Βορρά αποτελούσε μια άλλη πλουτοπαραγωγική πηγή, η οποία ευνόησε τις υλικές και πνευματικές επαφές με τους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ένταση και ο όγκος των θαλάσσιων διακινήσεων επιβεβαιώνονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στη Λοτάλ, ακραίο όριο της επέκτασης προς τα νότια του πολιτισμού του Ινδού. Παρά το πρακτικό πνεύμα, το οποίο διαφαίνεται σε μια πολύ ορθολογική κοινωνική οργάνωση, τα εικονιζόμενα μοτίβα στις πολυάριθμες σφραγίδες από πέτρα, στεατίτη, κεραμικό ή μέταλλο αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη αισθητική ευαισθησία. Απεικονίζουν σκηνές της καθημερινής ζωής, ζώα, ομοιώματα, μορφές θεοτήτων ή παράξενους συμβολισμούς. Πολλά από τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν αναλογίες με άλλα παρόμοια της μεσοποταμιακής ή μεσογειακής Δύσης, γεγονός που μπορεί να μας κάνει να υποθέσουμε όχι μονάχα συνηθισμένες επαφές και ανταλλαγές αλλά και ένα κοινό, κατά ένα μέρος, φόντο.
Σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους και τους Σουμέριους, οι κάτοικοι της Χαράπα και της Μοχέντζο Ντάρο δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την ανέγερση μνημειακών έργων, προτιμώντας τα μικρά και αρμονικά δημιουργήματα, που αποκαλύπτουν μια εκλεπτυσμένη καλαισθησία για τη μορφή. Το σώμα της Χορεύτριας που αναπαύεται στο Μοχέντζο Ντάρο και οι ακρωτηριασμένοι κορμοί ορισμένων υποτιθέμενων θεοτήτων δεν αποδίδονται με άκαμπτη και χονδροειδή σχηματικότητα, αλλά με χαριτωμένες χορευτικές κινήσεις και με μια ακριβή θεώρηση της ελεύθερης απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής.
Η έλευση των Αρίων. Οι φυλές των Αρίων, αφού κατέστρεψαν τα κέντρα του πολιτισμού του Ινδού, συνέχισαν την κατακτητική πορεία τους έως την καρδιά της βόρειας Ι. Αρχικά σταμάτησαν στη ζώνη των πέντε ποταμών, δηλαδή στο Παντζάμπ, και προοδευτικά κατέκτησαν όλη τη βόρεια Ι., χωρίς να περάσουν την οροσειρά των Βίντγια. Βέβαια, η κατάκτηση δεν γινόταν πάντοτε με βίαιο τρόπο αλλά ορισμένες φορές με αργή διείσδυση των ομάδων των εισβολέων ανάμεσα στις αυτόχθονες φυλές. Από τη συγχώνευση, έστω και μερική, των δύο αυτών πολιτισμών δημιουργήθηκε το κοινωνικό, οικονομικό και θρησκευτικό εκείνο σύνολο το οποίο αποτέλεσε τον 6ο αι. π.Χ. την Ι., διαιρεμένη πολιτικά σε μικρά βασίλεια και αριστοκρατικές δημοκρατίες. Από καλλιτεχνική και αρχαιολογική άποψη, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες γι’ αυτή την περίοδο εκτός από τα κείμενα, με εξαίρεση τα ερείπια των τειχών της Ρατζαγκρίχα (Ρατζγκίρ), τα οποία χρονολογούνται πιθανώς στην τελευταία φάση που εξετάζουμε. Όσον αφορά την περίοδο πριν τους Μορία, δεν έχει διασωθεί τίποτα, εκτός από μερικά ομοιώματα θεοτήτων.
Τα πρώτα βουδιστικά μνημεία. Με τη δυναστεία των Μορία και τις μετέπειτα δυναστείες των Σούνγκα και των Κάνβα εμφανίστηκαν τα πρώτα μνημεία και τα πρώτα γλυπτά σε πέτρα, ενώ νέες λύσεις, ορισμένες φορές εισαγόμενες, συνετέλεσαν στη δημιουργία του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου της αρχαίας Ι. Οι Μορία άφησαν μια μαρτυρία της παρουσίας τους με την κατασκευή ενός μεγαλόπρεπου βασιλικού ανακτόρου στην Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα), πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Μεγασθένης, ο Έλληνας που υπήρξε πρεσβευτής των Σελευκιδών στην Αυλή του Τσαντραγκούπτα Μορία, αναφέρει ότι το ανάκτορο του ηγεμόνα αυτού μπορούσε να συγκριθεί σε μεγαλοπρέπεια με εκείνο του Δαρείου στην Περσέπολη. Τα ελάχιστα ερείπια που διασώθηκαν φαίνονται να επιβεβαιώνουν τη δήλωση αυτή, αφού μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε το σχέδιο του ίδιου του ανακτόρου· πιθανώς επρόκειτο για ένα οικοδόμημα με ξύλινους κίονες που στήριζαν μια στέγη, επίσης ξύλινη.
Τίποτα δεν έχει διασωθεί από τα πολυάριθμα μοναστήρια της περιόδου αυτής που χτίστηκαν σε ανοιχτούς χώρους (δεν σκάφτηκαν δηλαδή σε βράχους), εξαιτίας της συχνής χρήσης φθαρτών υλών. Μπορούν να αναφερθούν όμως τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι στους λόφους της Μπαραμπάρ (Μπιχάρ). Τα κτίρια που σκάφτηκαν σε βράχους (πολύ συχνά στην Ι., γιατί προφύλασσαν από τις έντονες κλιματολογικές αλλαγές) διακρίνονται σε δύο είδη: τους τσάιτγια ή ναούς και τα βιχάρα ή μοναστήρια. Τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι, πολύ παλαιά ασφαλώς, είναι δύο τσάιτγια.
Από τα σπουδαιότερα μνημεία –από καλλιτεχνική άποψη– της εποχής των Μορία, εκτός από τα ιερά που είναι σκαμμένα στους βράχους, αναφέρουμε τις μεμονωμένες στήλες, που ονομάζονται λατ, στις οποίες είναι χαραγμένα ορισμένα από τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα. Οι στήλες αυτές υψώνονταν γενικά κοντά στα βασιλικά ανάκτορα ή κοντά σε ιερές τοποθεσίες και τοποθεσίες λατρείας. Τέτοιες υπάρχουν στη Ρουμιντέι, στη Σαρνάτ, στη Σάντσι, στη Λαούργια Ναντανγκάρχ (στα σύνορα με το Νεπάλ) και αλλού.
Ο θρύλος αναφέρει ότι ο Ασόκα κατασκεύασε 84.000 στούπες (ιδιόρρυθμες κατασκευές που προέρχονται από τον πρωτόγονο ταφικό τύμβο). Μολονότι δε ο αριθμός έχει μονάχα την αξία θρύλου με χαρακτήρα προπαγάνδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η πληροφορία αντανακλά τη σπουδαιότητα που πρέπει να είχε προσλάβει αυτό το ιδιόρρυθμο μνημείο στο περιβάλλον της βουδιστικής τέχνης. Οι μοναδικές στούπες που διασώθηκαν από την περίοδο των Μορία δεν διασώθηκαν με την αρχική τους μορφή, αλλά με μεταγενέστερες τροποποιήσεις και διευρύνσεις. Ακόμα και ο ναός που ο Ασόκα είχε χτίσει στην Μποντ Γκάγια –γύρω από το δέντρο πιπάλ (συκιά) κάτω από το οποίο ο Βούδας είχε φτάσει στη φώτιση (μπόντι), κατακτώντας την αλήθεια– είναι γνωστός σε μας μόνο μέσω των αναπαραστάσεων στα ανάγλυφα που υπάρχουν στις στούπες της Σάντσι, επειδή το σημερινό οικοδόμημα είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων ανοικοδομήσεων. Στα τέλη της περιόδου των Μορία χρονολογούνται, αντίθετα, σύμφωνα με πιο αληθοφανείς χρονολογήσεις, ορισμένα αγάλματα λατρευτικού χαρακτήρα· για παράδειγμα, η Γιακσίνι με τη βεντάλια, που ανακαλύφθηκε στην Ντινταργκάντς (το οποίο ορισμένοι, για στιλιστικούς λόγους, αποδίδουν σε μια μεταγενέστερη σχολή) ή οι γιάκσα της Πάτνα, της Παλβάλ, της Παρκάμ και της Σόπρα, παράξενα έργα που συνδυάζουν εκλεπτυσμένες λύσεις και χονδροειδείς σχηματοποιήσεις, ή ακόμα το ομοίωμα της θεάς Σρι-Λάκσμι που ανακαλύφθηκε στην Μπεσναγκάρ. Λίγο πιο πρόσφατα είναι τα μικρά ειδώλια από οπτή γη της μητέρας-θεάς, που βρέθηκαν στην Αχιτσάτρα, τα οποία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχουν αληθινή καλλιτεχνική αξία.
Η τέχνη των δυναστειών Σούνγκα και Άντρα. Από τα μνημεία που χτίστηκαν κατά την περίοδο της δυναστείας Σούνγκα, παραμένει, ως εξαιρετικά σπουδαίο έργο, η στούπα της Μπαρχούτ, δυστυχώς όμως σε μορφή ερειπίων. Διατηρούνται τα κιγκλιδώματα με τα υποστυλώματα και οι πυλώνες, δηλαδή τα σπουδαιότερα στοιχεία, εφόσον τα καλύτερα ανάγλυφα βρίσκονται ακριβώς σε αυτά τα τμήματα του μνημείου. Τα αρχιτεκτονικά αυτά κομμάτια, με τη μάλλον άκομψη, ογκώδη και βαριά μορφή τους, αποτελούν τον καρπό μιας τέχνης που προέρχεται από τις ξύλινες κατασκευές. Αντίθετα, τα ανάγλυφα θρησκευτικού περιεχομένου που τις διακοσμούν καθορίζουν την αφετηρία του σχηματισμού των αφηγηματικών ινδικών ρευμάτων, τα οποία έφτασαν στην ακμή τους με τα έργα της σχολής της Αμαραβάτι. Προηγουμένως υπήρξε μια ενδιάμεση φάση, που καθορίστηκε από τα ανάγλυφα του κιγκλιδώματος (που περιβάλλει το δέντρο της Φώτισης στην Μποντ Γκάγια) και τις σκηνές οι οποίες απεικονίζονται στους τοράνα, που προστέθηκαν στις στούπες της Σάντσι από τους βασιλιάδες Σαραβαχάνα του Ντεκάν. Οι στούπες αυτές, ο κεντρικός πυρήνας των οποίων κατασκευάστηκε την εποχή του Ασόκα, διευρύνθηκαν αρχικά από τους καλλιτέχνες που εργάζονταν υπό τις δυναστείες Σούνγκα και Κάνβα. Οι διακοσμητικές πλάκες που κοσμούν τη στούπα ΙΙ (οι μοναδικές που ανήκουν στην περίοδο αυτή) πλησιάζουν ακόμα, όσον αφορά το στιλ τους, τη σχολή της Μπαρχούτ, παρότι παρατηρείται διαφορετική αίσθηση του χώρου και εκλέπτυνση των μορφών.
Το Ντεκάν, που εξήλθε από την πρωτοϊστορική φάση αφότου ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία των Μορία, έγινε έδρα, τον 1ο αι. π.Χ., της δυναστείας Άντρα. Η δυναστεία αυτή, η οποία στις επιγραφές απαντά ως Σαταβαχάνα ή με άλλες συγγενικές ονομασίες, χαρακτηρίστηκε από γενικότερη ευμάρεια, στην οποία συνέβαλε το ανεπτυγμένο εμπόριο. Επίσης, κατά την ίδια δυναστική περίοδο, στη βορειοδυτική ακτή εμφανίστηκαν τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αρχιτεκτονικής σε βράχο και αργότερα, στην ανατολική ακτή, στην Αμαραβάτι και στα γύρω κέντρα, ένα από τα ωραιότερα και πιο αυθόρμητα βουδιστικά στιλ.
Κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ., μετά την κατάληψη της Μάλβα, οι Σαταβαχάνα πρόσθεσαν τους τέσσερις τοράνα στη μεγάλη στούπα Ι της Σάντσι και έναν στην στούπα ΙΙΙ. Από αισθητική άποψη, οι κατασκευές αυτές αποτελούν ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και ενδιαφέροντα δείγματα της αρχαιότερης ινδικής τέχνης. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο των πέτρινων πυλώνων συνίσταται σε δύο κολόνες –στις οποίες στηρίζονται άλλες δύο, λίγο στενότερες– που συνδέονται εγκάρσια με τρεις δοκούς, ελαφρώς κυρτές σε συνάρτηση με τα επιστύλια. Ορισμένες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, καθώς και μορφές ζώων, που μοιάζουν να αποτελούν τμήμα της διακόσμησης, έχουν αντίθετα λειτουργικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν την κατασκευή, η οποία στο σύνολό της εμφανίζεται κομψή και ελαφριά, σαν να ήταν ξύλινη. Όλα τα στοιχεία των πυλώνων αυτών καλύπτονται από ανάγλυφα που απεικονίζουν σκηνές βουδιστικού περιεχομένου. Τα υποστυλώματα, στην κορυφή, καταλήγουν σε σύμβολα, όπως η τρίαινα, που αντιπροσωπεύει τον Βούδα, τη διδασκαλία του και τη μοναστική τάξη (τρισούλα), ή ο τροχός του νόμου. Στη βάση των υποστυλωμάτων υπάρχουν παραστάσεις προστατευτικών θεοτήτων (γκάνα γιάκσα ή γιακσίνι) και στο υπόλοιπο κτίριο διακοσμητικά στοιχεία, ορισμένες φορές ιρανικής επίδρασης. Στα ανάγλυφα των επιστυλίων, οι σκηνές που απεικονίζουν τις τζατάκα (ιστορίες των προηγούμενων βίων του Βούδα) ή τα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας ζωής του Βούδα εκτυλίσσονται σύμφωνα με επάλληλα σχέδια έτσι ώστε να δημιουργείται ένα αξιοσημείωτο προοπτικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις αυτές, λόγω του έντονα τονισμένου αναγλύφου, της αίσθησης του χώρου και των προοπτικών αποτελεσμάτων, αποκαλύπτουν από μέρους των καλλιτεχνών μια εκλεπτυσμένη τεχνική στην επεξεργασία της πέτρας, τεχνική που έλειπε στην Μπαρχούτ. Για παράδειγμα, οι βρικσάκα, απεικονίσεις γυναικείων μορφών, προκειμένου να στηρίξουν τα άκρα των επιστυλίων, φαίνονται να ισορροπούν στον αέρα με τις αρμονικές μορφές τους. Το κάτω τμήμα του σώματός τους μόλις που καλύπτεται από ένα πάρα πολύ διαφανές ένδυμα (ντότι), ενώ εμφανίζονται στη στάση της τριπλής κάμψης (τριμπάνγκα) πραγματοποιώντας έξοχα τον ινδικό κανόνα της γυναικείας απεικόνισης.
Η σχολή της Αμαραβάτι. Οι Σαταβαχάνα, όταν η εξουσία τους στα δυτικά εδάφη άρχισε να παρακμάζει, μετέφεραν την έδρα τους στην ανατολική ακτή (1ος αι. μ.Χ.). Η περιοχή αυτή ήταν λιγότερο κατάλληλη για την εκσκαφή τσάιτγια και βιχάρα (μολονότι ακόμα και σήμερα μπορούν να βρεθούν ορισμένα στους λόφους κοντά στις Σανκαράμ, Γκουρουμπακτακόντα, Ντουργκακόντα και σε κέντρα της περιφέρειας, μαζί με άλλα που κατασκευάστηκαν από πέτρα). Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον αυτής της περιοχής, πάντως, εντοπίζεται προπάντων στις στούπες και στα μοναστήρια που κατασκευάστηκαν στις πεδιάδες ανάμεσα στον ποταμό Κρίσνα και στον Γκονταβάρι. Αξιόλογα ερείπια βρίσκονται στην Γκόλι, στην Γκουντουπάλε και στην Τζαγκαγιαπέτα, αλλά ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την ιστορία της τέχνης έχουν τα ερείπια της Ναγκαρτζουνακόντα και της Αμαραβάτι.
Μεταξύ των αρχών του 2ου και των αρχών του 3ου αι. η Αμαραβάτι υπήρξε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, έγινε το πιο αντιπροσωπευτικό κέντρο όλης της τέχνης της περιόδου αυτής, ώστε να δώσει την ονομασία της στη σχολή που άκμασε εκεί.
Από τις ωραιότατες στούπες της Αμαραβάτι σήμερα δεν διασώζονται παρά μόνο τα θεμέλια και οι πολυάριθμες μαρμάρινες σκαλιστές πλάκες που διακοσμούν τους εξωτερικούς τοίχους τους. Από τα γλυπτά αυτά, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν το οικοδόμημα επειδή απαθανατίζουν το επεισόδιο από το οποίο δημιουργήθηκε η στούπα, μπορούμε να ανακατασκευάσουμε τη δομή και την αρχική φυσιογνωμία των μνημείων αυτών στις διάφορες φάσεις της εξέλιξής τους. Σε σχέση με τις στούπες της Μπαρχούτ και της Σάντσι, οι στούπες της Αμαραβάτι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς την τεχνική κατασκευής τους, αλλά και ως προς τη μορφή. Η σπουδαιότερη, η λεγόμενη μεγάλη στούπα της Αμαραβάτι, είχε σχέδιο τροχού, το οποίο, περιλαμβάνοντας την ιερή περιοχή, έφτανε σε διάμετρο τα 50 μ. Η κεντρική κατασκευή (η καθαυτό στούπα) διέθετε λιγότερο βαριά μορφή από τα πρωτότυπά της και ήταν τοποθετημένη σε δύο επάλληλες μαρμάρινες βάσεις, που τόνιζαν ακόμα περισσότερο την ευλυγισία της κατασκευής. Στη θέση των συνηθισμένων τοράνα υπήρχε μια κατασκευή που διευκόλυνε την προσπέλαση –κοντά της υψώνονταν κίονες πάνω στους οποίους υπήρχαν λιοντάρια– η οποία, με τα πλατύσκαλά της, οδηγούσε σε ένα άγαλμα ένθρονου Βούδα. Πίσω από αυτό υψώνονταν πέντε κιονίσκοι (αργιάκα) οι οποίοι συμβόλιζαν τους πέντε ανώτατους Βούδες, γεγονός που αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη δογματική εξέλιξη του βουδισμού, πολύ γνωστή από τα κείμενα.
Η καλλιτεχνική εξέλιξη της γλυπτικής είναι λίγο ή πολύ ανάλογη με εκείνη που είχε παρατηρηθεί στις δυτικές ακτές. Πραγματικά, ενώ τα πρώτα ανάγλυφα φέρνουν στον νου τις μορφές του Μπάτζα, σε μια μετέπειτα φάση υπάρχουν έργα, όπως ορισμένες συνθέσεις της Αμαραβάτι ή τα γυναικεία γυμνά του μαρμάρινου ανάγλυφου του Πειρασμού της Μάρα (στη Ναγκαρτζουνακόντα), τα οποία και στο θέμα και στο ύφος θυμίζουν τα γλυπτά της Κάρλα, της Νάσικ ή της Σάντσι. Η Αμαραβάτι διαφέρει όμως από κάθε άλλη σχολή της αρχαίας Ι., όχι μόνο επειδή αναπτύσσει ευρύτατα την αφηγηματική τάση, χαρακτηριστική της βουδιστικής τέχνης, αλλά και γιατί παρουσιάζει μια τελείως καινούργια αντίληψη του χώρου, που διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της σχολής.
Στη σχολή της Αμαραβάτι, η εικονογραφία είναι μεικτή. Υπάρχουν οι συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με σύμβολα, όπως το διακοσμητικό που προέρχεται από το περίφραγμα μιας στούπας της Αμαραβάτι (Αμαραβάτι, Αρχαιολογικό Μουσείο), όπου η παρουσία του Βούδα δηλώνεται συμβολικά από έναν άδειο θρόνο, από τα αχνάρια των ποδιών και από την τριράτνα (δηλαδή από τα τρία σύμβολα). Όμως, υπάρχουν και άλλες συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με ανθρώπινη μορφή, με τα χαρακτηριστικά διακριτικά του μοναστικού ενδύματος. Είναι πραγματικά δύσκολο να σκεφτεί κάποιος ότι μια κλασική έμπνευση, που έφτασε μέσω των λιμανιών εξαιτίας του εντατικού εμπορίου με τη Ρώμη, παρήγαγε στη ζώνη αυτή το πρώτο ανθρωπόμορφο ομοίωμα του Βούδα. Έντονες εμπορικές συναλλαγές με τη Ρώμη είχε και η Αρικαμέντου (κοντά στην Ποντισερί), ένα αρχαίο λιμάνι προορισμένο για τις εμπορικές διακινήσεις με την Αιώνια Πόλη και οργανωμένο σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, όπου ανακαλύφθηκαν αρετινικά αγγεία και άλλα αντικείμενα ρωμαϊκής κατασκευής. Ασφαλώς, οι ανταλλαγές αυτές δημιούργησαν πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και υπήρξαν πηγές κάποιας καλλιτεχνικής υποβολής.
Υπάρχουν ελάχιστες ξένες επιδράσεις στα ομοιώματα του Βούδα της σχολής της Αμαραβάτι, η οποία επηρεάζεται πολύ καθαρά από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές εμπειρίες, έστω και εξωτερικές, της ίδιας της σχολής. Ο Διδάσκαλος παίρνει τον καθαυτό εθνικό τύπο, μάλλον δραβιδικό, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά του ελαφρώς επιμηκυμένου προσώπου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία του, το ομοίωμα αντιστοιχεί στα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στην εικονογραφία των άλλων σχολών: τα μαλλιά με τους βοστρύχους καλύπτουν και την κρανιακή προεξοχή (ουσνίσα), ο μοναστικός μανδύας, μάλλον κοντός, αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο, ο δεξιός βραχίονας υψωμένος κατά μήκος του στήθους, με την παλάμη στραμμένη προς τα έξω σε μία από τις τυπικές στάσεις του Διδασκάλου, είναι η χειρονομία της έλλειψης φόβου (αμπαγιαμούντρα).
Η σχολή της Ματούρα. Η Ματούρα (χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τζούμνα) υπήρξε μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ι. και σημείο συνάντησης των μεγάλων εμπορικών αρτηριών, χάρη στις οποίες ήταν δυνατή η επικοινωνία ανάμεσα στη βόρεια Ι. και την υπόλοιπη Ασία. Η πόλη αυτή, ήδη από την εποχή των δυναστειών των Μορία και των Σούνγκα, ήταν εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο, τόπος προσκυνήματος για πολλές θρησκευτικές αιρέσεις, καθώς επίσης και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα για τη μελέτη των γραμμάτων και των τεχνών. Υπό την ηγεμονία του αυτοκράτορα Κανίσκα, η Ματούρα υπήρξε η ανατολικότερη από τις μεγάλες ινδικές πόλεις που περιλαμβάνονταν στην περιοχή της αυτοκρατορίας των Κουσάνα, εκτός από τη χειμερινή πρωτεύουσα.
Η σχολή της Ματούρα, με τα χαρακτηριστικά γλυπτά της από κόκκινο ψαμμίτη (που προερχόταν από τα λατομεία της Σίκρι, στα περίχωρα της πόλης), υπήρξε σύγχρονη της σχολής της Γκαντάρα. Το αισθητικό κίνημα που άρχισε να διαγράφεται στη Ματούρα γνώρισε την πλήρη άνθησή του στην γκουπτική περίοδο, δημιουργώντας μια καλλιτεχνική παραγωγή που μπορούμε να ονομάσουμε κλασική φάση της ινδικής τέχνης. Η τέχνη της Ματούρα είχε μια πολύ εκτεταμένη ζώνη επιρροής, όχι μόνο στην πεδιάδα του Γάγγη και στις βορειοδυτικές περιοχές αλλά και έξω από την Ι., έως τα ακραία όρια της κεντρικής Ασίας.
Στη Ματούρα και στις γειτονικές της περιοχές υψώνονταν περίφημες στούπες, ναοί και μοναστήρια βουδιστικά και τζαϊνιστικά, οικοδομήματα που σήμερα είναι τελείως κατεστραμμένα και καλύπτονται ακόμα κατά ένα μέρος από τους χαρακτηριστικούς χωμάτινους τύμβους. Τα πιο γνωστά μνημεία είναι εκείνα της Τζαμαλπούρ, της Κάτρα, το μοναστήρι της Γκούχα, η βουδιστική στούπα της Μπουτεσάρ και η τζαϊνιστική στούπα της Κανκάλι Τίλα. Σε μια τοποθεσία λίγο βόρεια της Ματούρα, στη Ματ, βρισκόταν ένας ναός αφιερωμένος στη λατρεία της βασιλικής οικογένειας Κουσάνα, όπου ανακαλύφθηκαν ακέφαλα αγάλματα. Ένα από αυτά φαίνεται να ανήκει στον Βίμα Καντφίσες, έναν από τους ηγεμόνες της πρώτης δυναστείας, ένα άλλο είναι του μεγάλου βασιλιά Κανίσκα και ένα τρίτο του υποτελούς Καστάνα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αγάλματα αυτά, πανομοιότυπα αγαλμάτων που εισήχθησαν από τις βορειοδυτικές περιοχές ή φιλοτεχνήθηκαν από ξένους καλλιτέχνες, είναι επηρεασμένα από την τεχνοτροπία της αυτοκρατορικής αυλής.
Τα έργα αυτά δεν παρουσιάζουν άμεσους δεσμούς με την ινδική καλλιτεχνική εξέλιξη ή με την εξέλιξη της Γκαντάρα· αποτελούν μια μεμονωμένη τεκμηρίωση που αντανακλά την ξένη καλαισθησία των κατακτητών Κουσάνα. Γκανταρικού στιλ ή τουλάχιστον απομίμησή του φαίνεται να είναι το άγαλμα του Χαρίτι στη Σαπτάρσι Τίλα, ενώ παρουσιάζει ισχυρές κλασικές επιδράσεις το σύμπλεγμά του Ηρακλής που πνίγει τον λέοντα της Νεμέας. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής είναι η συνεχής αντίδραση στην ξένη επίδραση, η οποία κυριαρχούσε ήδη από αιώνες στις γειτονικές ζώνες. Εξάλλου, η σχολή της Ματούρα, από την κουσανική περίοδο και ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Κανίσκα, επεξεργάστηκε τις κατακτήσεις των προηγούμενων καλλιτεχνικών ρευμάτων της Μπαρχούτ και της Σάντσι προσπαθώντας να καθορίσει εκείνους τους εικονογραφικούς και εικονομετρικούς κανόνες, εκείνα τα εικαστικά σχήματα που θα κωδικοποιούνταν και θα αποτελούσαν την ύπαρξη όλης της ινδικής τέχνης. Έτσι οι γιακσίνι ή τα ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) των κιόνων του κιγκλιδώματος της Μπουτεσάρ θυμίζουν τις καλλιτεχνικές εμπειρίες της Σάντσι και της Αμαραβάτι.
Η Ματούρα δεν περιορίστηκε στα μνημεία και στα άλλα έργα βουδιστικής τέχνης, αλλά υπήρξε επίσης και περίφημο τζαϊνιστικό κέντρο. Τα πρώτα τζαϊνιστικά γλυπτά της χρονολογούνται κιόλας από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξακολούθησαν να δημιουργούνται έως την άνοδο στον θρόνο του Κουσάνα ηγεμόνα Κανίσκα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στην Κανκάλι Τίλα: πολύ συχνά πρόκειται για αγιαγκαπάτα, δηλαδή για πέτρινες λαξευτές πλάκες που χρησίμευαν για να διακοσμούν τις στούπες. Στο μέσον τους απεικονίζεται το ομοίωμα ενός τζαϊνιστή ασκητή (όπως σε εκείνη που βρέθηκε στην Κανκάλι Τίλα και σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο της Λούκνοου), καθισμένου με τον τρόπο των ασκητών της Μπαρχούτ (με τα πόδια σταυρωμένα και με τα χέρια σε στάση ντγιαναμούντρα, δηλαδή στη θέση περισυλλογής) σε ένα μαξιλάρι τοποθετημένο πάνω σε ένα είδος βάθρου· πάνω από το κεφάλι του υπάρχει ένα αλεξήλιο (ομπρέλα) από το οποίο κατεβαίνουν δύο γιρλάντες. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν για τα ομοιώματα αυτά τα ίδια σύμβολα της βουδιστικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ορισμένες διαφορές διατηρούνται σχεδόν σταθερές: ο Τζίνα (διδάσκαλος των τζαϊνιστών) απεικονίζεται γυμνός· αν είναι καθισμένος, έχει τη στάση ντγιαναμούντρα· αν είναι όρθιος, κρατά τα μπράτσα κατά μήκος του σώματός του και στο στήθος έχει λαξευμένο το σριβάτσα, το σύμβολο της τύχης.
Η γκουπτική τέχνη. Μεταξύ των αρχών του 3ου αι. και του τέλους του 5ου αι. η δυναστεία των Γκούπτα πραγματοποίησε την πολιτική ένωση της βόρειας Ι., που από την πτώση των Μορία ήταν διαιρεμένη και κατεχόταν από ξένες δυνάμεις, οι οποίες εναλλάσσονταν στην περιοχή Ινδού-Γάγγη.
Αυτό που χαρακτηρίζει την γκουπτική αρχιτεκτονική είναι η αρκετά μεγαλύτερη διάδοση του ινδουιστικού ναού. Ωστόσο, δεν πρόκειται για πραγματική ανανέωση, αφού φαίνεται ότι ήδη από καιρό ήταν γνωστά κάποια ιερά αφιερωμένα στη γιάκσα ή σε μεγαλύτερες ινδικές θεότητες, όπως ο Σίβα, ο Βισνού ή ο Βασουντέβα και άλλοι. Αντίθετα, από ορισμένα ανάγλυφα της Σάντσι και της Ματούρα θα μπορούσε να βεβαιώσει κάποιος ότι ο ναός είχε ήδη προσλάβει τη χαρακτηριστική μορφή του, δηλαδή του πολυώροφου πύργου. Αρχικά, τα οικοδομήματα ήταν μάλλον απλά, όπως ο ναός της Μπουμάρα, με τετράγωνο κελί και επίπεδη στέγη. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται κάποια δυτική επίδραση. Η δομή του ινδουιστικού ναού τονίζει περισσότερο τον κοσμικό συμβολισμό που αποκαλύπτεται ήδη στη βουδιστική στούπα· ολόκληρο το συγκρότημα μετατρέπεται δηλαδή σε μια πλαστική απεικόνιση του κόσμου. Η τάση αυτή εδραιώθηκε οριστικά μόλις κατά τον 7ο-8ο αι., υπό την επίδραση ρευμάτων του συγκρητισμού και μιας ευρύτατης δογματικής ανοχής, η οποία πλησίαζε διαφορετικές λατρείες και θεότητες. Έτσι, ο ναός εξελίχθηκε με έναν πολλαπλασιασμό δομών ορισμένες φορές υπερβολικό, αλλά αναγκαίο γιατί έπρεπε να φιλοξενεί ομοιώματα του Σίβα, του Βισνού και του Βράχμα, του Σούργια, της Ντέβι, του Γκανέσα, των φρουρών του κόσμου (λοκαπάλα) ή ακόμα βεδικών θεοτήτων.
Υιοθετώντας το σχήμα της βουδιστικής στούπας, αρχικά ο ινδουιστικός ναός ανεγέρθηκε σε μια πλατφόρμα με πλατύσκαλα προσπέλασης στη μία ή και στις τέσσερις πλευρές (Μπουμάρα, Ντεογκάρτ, Μπιταργκάον, Γκοπ κ.ά.). Στη συνέχεια, ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των αναβαθμίδων, το οικοδόμημα απέκτησε τη μορφή ενός πύργου που προβλήθηκε ακόμα περισσότερο όταν, γύρω από το κεντρικό κελί, κατασκευάστηκε ένα είδος πραντακσίνα πάτα, δηλαδή μια στοά για λιτανείες ή ένας σκεπαστός διάδρομος βουδιστικής προέλευσης. Το σώμα του πύργου ήταν διακοσμημένο στις πλευρές με σηκούς, φεγγίτες ή διάφορα διακοσμητικά μοτίβα. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στη διακόσμηση της εισόδου στον ναό, την οποία αποτελούσαν γενικά ομοιώματα γιάκσα, ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) ή διάφορες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες επικρατούσαν οι απεικονίσεις των ιερών ποταμών Γάγγη και Τζούμνα, που αντικαταστάθηκαν αργότερα από εκείνες των εννέα πλανητών.
Στη βουδιστική αρχιτεκτονική δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ιδιαίτερα καινούργιο: η στούπα τείνει και αυτή σε επιμήκεις μορφές και έτσι γίνεται ένα είδος πύργου, με σηκούς στις δύο πλευρές και μικρότερες στούπες στις γωνίες. Τα βουδιστικά μοναστήρια, εκτός από το γεγονός ότι συχνά διαθέτουν περισσότερα πατώματα, διατηρούν την παλιά δομή των γκανταρικών. Ένας μεγάλος βουδιστικός ναός, που έχει διατηρηθεί σχεδόν στην αρχική του μορφή είναι ο Μαχαμπόντι της Μποντ Γκάγια, παντσαγιατανικού τύπου. Ο ναός αυτός, που είναι χτισμένος στην τοποθεσία όπου ο Βούδας δέχθηκε τη φώτιση, βρίσκεται πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα, ενώ δύο πλατύσκαλα με ημικυκλική κάλυψη οδηγούν στην πραντακσιναπάτα, στα παρεκκλήσια και στο κεντρικό ιερό.
Στο Ντεκάν δραστηριοποιούνται ξανά και τροποποιούνται τα μοναστήρια και οι ναοί σε βράχο της προηγούμενης εποχής, εκτός του ότι σκάβονται και καινούργιοι, οι οποίοι, μολονότι διατηρούν το παλιό σχήμα, έχουν πιο μεγάλους χώρους και πλούσιες κιονοστοιχίες. Η διακόσμηση περιλαμβάνει ομοιώματα του Βούδα, σκηνές των Τζατάκα, ομοιώματα του Βοδισάτβα, αλλά και ομοιώματα ερωτικών ζευγαριών, χορευτριών και μουσικών σε μια ασυνήθιστη ανάμειξη ιερών και κοσμικών στοιχείων. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν οι τελευταίοι τσάιτγια (σπήλαια 19 και 26 της Ατζάντα και το σπήλαιο Βισνακαρμάν της Ελόρα). Καλύπτονταν ολοκληρωτικά από ζωγραφική και πλαστική διακόσμηση, αφιερωμένη στον Βούδα και στα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας γήινης ζωής του. Ωστόσο σε βράχο κατασκευάστηκαν και ναοί ινδουιστικής λατρείας, οι οποίοι ήταν καλύτεροι από τους βουδιστικούς ως προς την αρχιτεκτονική δομή και την πλαστική διακόσμηση, μολονότι επαναλάμβαναν το επιπεδομετρικό τους σχέδιο. Στην Ελόρα τα σπήλαια της Ραμεσβαράν είναι ένα πραγματικό αριστούργημα· παρόμοια έργα βρίσκονται επίσης στο νησί του Ελέφαντα και αλλού. Στις σιβαϊτικές συνθέσεις τα ομοιώματα δεν συσσωρεύονται το ένα επάνω στο άλλο όπως στις βουδιστικές· τα ανάγλυφα υπακούουν σε μια διαφορετική έννοια του χώρου και οι τοίχοι, διακοσμημένοι με απεικονίσεις φυσικού μεγέθους, προσδίδουν στο περιβάλλον μνημειακή και επιβλητική όψη.
Όσον αφορά τη μη θρησκευτική αρχιτεκτονική, δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτα. Μόνο οι τοιχογραφίες και οι περιγραφές των φιλολογικών κειμένων δίνουν μια εικόνα γι’ αυτήν.
Η γκουπτική γλυπτική παραγωγή περιλαμβάνει μεμονωμένα ομοιώματα και ανάγλυφα αφηγηματικού χαρακτήρα. Οι διαστάσεις ποικίλλουν και ορισμένες φορές υπάρχει μια προτίμηση για τα έργα μνημειακών διαστάσεων, όπως ο κολοσσιαίος Βούδας του Παρινιρβάνα στην Ατζάντα, που επηρέασε τα μεγάλα αφγανικά αγάλματα της Μπαμιγιάν, τα οποία κατέστρεψαν εντελώς τον Μάρτιο του 2001 οι ισλαμιστές Ταλιμπάν. Άλλες φορές, αν σε μια σύνθεση έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μια θεότητα, τότε συνοδεύεται από μικρότερα ομοιώματα ακολούθων τα οποία, σύμφωνα με έναν αναλογικό συμβολισμό, τείνουν να μεγαλώσουν το κύριο ομοίωμα. Τα μεμονωμένα ομοιώματα είναι συχνά απεικονίσεις του Βούδα, ομοιώματα Βοδισάτβα Τιρταμκάρα (τζαϊνιστών ασκητών) ή ινδουιστικών θεοτήτων. Τα δύο κυριότερα γκουπτικά κέντρα που παρήγαγαν τα καλύτερα δείγματα τέτοιων ομοιωμάτων είναι η Ματούρα και η Σαρνάτ. Ο γκουπτικός Βούδας προέρχεται αναμφίβολα από τον γκανταρικό τύπο: ο μοναστικός μανδύας, τουλάχιστον στην αρχή, τον καλύπτει τελείως και το ύφασμα έχει ομόκεντρες πτυχές. Αμέσως μετά οι πτυχές τείνουν να περιοριστούν και το εξαιρετικά διαφανές ένδυμα κολλά τελείως στο σώμα, τονίζοντας τις γραμμές του. Το πρόσωπο, ωοειδές με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά και μόλις χαμογελαστό, χαρίζει σε όλο το ομοίωμα μια έκφραση απόλυτης γαλήνης και προβάλλεται σε ένα μεγάλο φωτοστέφανο, διακοσμημένο με ποικίλα μοτίβα, που κολλά στην πλάτη.
Οι απεικονίσεις των Βοδισάτβα και των ινδουιστικών θεοτήτων της πρώτης περιόδου αποτελούν αληθινά έργα τέχνης. Είναι πάντοτε διακοσμημένες με κοσμήματα και περίτεχνες κομμώσεις και παρουσιάζουν μια εξαιρετική κομψότητα, χωρίς ωστόσο να αποκτούν πολύ μανιεριστικό ύφος.
Στην αυλή των βασιλιάδων Γκούπτα, η ποίηση, η μουσική και ο χορός συνετέλεσαν ώστε να μορφοποιηθεί ένας τύπος γυναικείας ομορφιάς ο οποίος τονίζει τον πλαστικό όγκο του σώματος, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση σε στάσεις που ακολουθούν τους κανόνες της μόδας. Οι γλύπτες εκμεταλλεύτηκαν κάθε δυνατότητα κίνησης και έκφρασης του γυναικείου σώματος, υλοποιώντας σχεδόν τα οράματα των ποιητών.
Η ζωγραφική ακολούθησε την ίδια εξελικτική διαδικασία με τη γλυπτική. Από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια είχε μεγάλη σπουδαιότητα, ανταποκρινόμενη σε μια πιο διαδεδομένη καλαισθησία – συχνά μη θρησκευτική. Ακόμη και οι ίδιες οι εταίρες ζωγράφιζαν με επιτυχία, ενώ στα ανάκτορα και στα αριστοκρατικά σπίτια υπήρχαν συχνά περιζήτητες τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού και απεικονίσεις θρύλων, καθώς και συλλογές πινάκων.
Στους ναούς και στα μοναστήρια η διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων με τοιχογραφίες εποικοδομητικού θέματος ήταν έργο των μοναχών. Από την πρώτη περίοδο της γκουπτικής ζωγραφικής δεν διασώθηκαν παρά μόνο ορισμένα αποσπάσματα που προέρχονται από την Ορίσα. Μια πιο λεπτομερής ανάμνηση διατηρείται, εκτός από τα τεχνικά κείμενα, και στα λογοτεχνικά έργα· στην Ουταραραματσαρίτα, ένα δράμα του Μπαβαμπούτι, υπάρχουν συζητήσεις για ενδιαφέροντα ζητήματα της ζωγραφικής.
Στα σπήλαια της Μπαγκ διατηρούνται σημαντικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από την κλασική γκουπτική περίοδο. Όμως, οι σπουδαιότερες τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί είναι εκείνες των Βιχάρα 16 και 17 της Ατζάντα, περίπου του τέλους του 5ου αι., με στιλιστικά χαρακτηριστικά πανομοιότυπα με εκείνα των σύγχρονων με αυτούς γλυπτών. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη στους τοίχους, με τις εικόνες διατεταγμένες κανονικά, σαν σε λιτανεία, ή κατά ομάδες που παρεμβάλλονται σε αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις.
Η τέχνη παλάβα. Η δυναστεία των Παλάβα διαδέχθηκε τη δυναστεία των Άντρα στο ανατολικό Ντεκάν περίπου τον 5ο αιώνα και παρέμεινε στην εξουσία έως τα τέλη του 9ου. Η αυλή των ηγεμόνων της δυναστείας αυτής υπήρξε επίσης κέντρο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων. Σύμφωνα με την επιγραφή της Μανταγκαπάτου φαίνεται ότι ο Μαχεντραβαρμάν Α’ (600-630), ηγεμόνας που αγαπούσε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, επονομαζόμενος επίσης και Τσετακάρι (κατασκευαστής ναών), έδωσε μεγάλη ώθηση στις πέτρινες κατασκευές, από τις οποίες όμως δεν διασώθηκε τίποτα· εκείνη την εποχή σκάφτηκαν πολλοί ναοί-σπήλαια, στη ζώνη από την Τιρουτσιραπάλι έως τον ποταμόκολπο του ποταμού Κρίσνα. Αυτοί οι ναοί-σπήλαια, αφιερωμένοι στη φαλλική λατρεία του Σίβα και αποτελούμενοι από μια απλή αίθουσα με κίονες, ακολουθούσαν το αρχιτεκτονικό σχήμα των γκουπτικών. Ανάμεσα στα πρώτα δείγματα, μοναδική είναι η αίθουσα που βρίσκεται πάνω σε μια βάση με στρογγυλωπό κάλυμμα, διακοσμημένη με μεγάλα ομοιώματα θεοτήτων-προστατών του ναού. Αργότερα το σχήμα έγινε πολυπλοκότερο, αφού τα πατώματα πολλαπλασιάστηκαν και προστέθηκαν μικρότερα ιερά· αυτό συνέβη στην Ουνταβάλι ή στην Μπαϊραβακόντα, όπου μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την τυπική στην αρχιτεκτονική παλάβα λεπτομέρεια των κιόνων που στηρίζονται σε σώματα λιονταριών.
Στον ηγεμόνα Ναρασιμχαβαρμάν Α’ Μαμάλα (630-668) οφείλεται η κατασκευή ενός συγκροτήματος το οποίο αποτελούσαν ναοί-σπήλαια, από ράτα και από μεγάλα γλυπτά. Οι ράτα είναι κατασκευές ή, καλύτερα, μεγάλα γλυπτά, που έχουν κατασκευαστεί από μεγάλους μονόλιθους: περίφημοι είναι οι πέντε ράτα της Μαμαλαπούραμ που πήραν τα ονόματα των κυριότερων ηρώων της Μαχαμπαράτα. Ο απλούστερος είναι ο ράτα της Ντραουπάντι, ένα τετράγωνο κελί που περιβάλλεται από δώδεκα κίονες και έχει πυραμιδοειδές κάλυμμα. Ο ράτα που ονομάζεται Μπίμα έχει διαμήκη μορφή. Επίσης, διαθέτει δύο πατώματα και θόλο μορφής ράχης ελέφαντα, θυμίζοντας τις αίθουσες των βουδιστικών τσάιτγια της προηγούμενης περιόδου. Απομίμηση των βουδιστικών κτιρίων αποτελεί ο ράτα της Νταρμαράτζα, που περιλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα με ανοιχτές βεράντες και έναν πυραμιδοειδή τετραώροφο πύργο. Ανάμεσα στους άλλους ράτα που κατασκευάστηκαν από τους μετέπειτα ηγεμόνες, σπουδαιότεροι είναι ο παράκτιος ναός στη Μαμαλαπούραμ, ο οποίος υψώνεται με μια διαδοχή διακοσμημένων ορόφων, ο Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και ο ναός της Βαϊκουνταπερουμάλ που έχουν έναν πύργο και τέσσερις ορόφους όχι συμβολικούς αλλά λειτουργικούς. Η εξαιρετικά διαδεδομένη διακόσμηση την οποία παρουσιάζουν τα ανώτερα πατώματα δίνει στους ναούς αυτούς μια μπαρόκ εμφάνιση, η οποία εξακολούθησε να βαραίνει και τους ναούς της μεσαιωνικής Ι.
Η γλυπτική παλάβα είναι επηρεασμένη από την γκουπτική καλλιτεχνική εμπειρία. Το ανάγλυφο του Γκανγκαντάρα στην Τιρουτσιραπάλι, έργο αξιοσημείωτης πλαστικής αξίας, μολονότι είναι γεμάτο ζωηράδα και εκφραστική δύναμη, δεν έχει τη δύναμη της γκουπτικής γλυπτικής. Στην Τιρουτσιραπάλι ή στην Ουνταβάλι υπάρχουν ομοιώματα ντβαραπάλα (θεότητα που προστατεύει τον ναό) του Βισνού ή της Λάκσμι, χονδροειδείς εκφράσεις μιας επαρχιακής τέχνης, που παρουσιάζουν μόνο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη Μαμαλαπούραμ, εκτός από τα μεμονωμένα ομοιώματα θεοτήτων, τις προσωπογραφίες του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν και των βασιλισσών του, τα γλυπτά που διακοσμούν τους εξωτερικούς και εσωτερικούς τοίχους των ναών, τους ντβαραπάλα και τα ζευγάρια των θεοτήτων στους σηκούς (μεγάλης αισθητικής αξίας) υπάρχει ένα περίφημο ανάγλυφο. Είναι λαξευμένο σε μια πέτρα κομμένη σε δύο τμήματα από μια ρωγμή, κατά μήκος της οποίας έτρεχε μια φλέβα νερού που κατέληγε σε μια λεκάνη από κάτω: απεικονίζει την κάθοδο του Γάγγη, τη θεά του Γάγγη, απεικονίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα επεισόδιο του Κιραταρτζούνα, έργου του ποιητή Μπαράβι, που έζησε στην αυλή του Μαχεντραβαρμάν Α’. Το ανάγλυφο διακρίνεται για την εξαιρετική του ποιότητα, ως προς τη συνθετική του ενότητα, αλλά και ως προς τις διάφορες σκηνές ή τις μεμονωμένες εικόνες. Στην κολοσσιαία αυτή σύνθεση έχει πραγματοποιηθεί με επιτυχία η συνένωση της γκουπτικής κομψότητας και η προτίμηση για τις ζωηρές και γεμάτες κίνηση απεικονίσεις της σχολής της Αμαραβάτι. Η τέχνη παλάβα, από τις αρχές κιόλας του 7ου αι., άρχισε να παρακμάζει. Τα γλυπτά των ναών της Καντσιπούραμ, τόσο στα ανάγλυφα όπου τα ομοιώματα συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο όσο και στις μεμονωμένες εικόνες, έχουν στερεότυπη μορφή, απ’ όπου απουσιάζουν η έκφραση και η κίνηση. Όσον αφορά τη ζωγραφική, ελάχιστα έχουν διασωθεί, όπως λίγα αποσπάσματα από την εποχή του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν, που βρέθηκαν σε έναν τζαϊνικό ναό-σπήλαιο στη Σιταναβασάλ. Στις τοιχογραφίες αυτές οι χορεύτριες ή οι κοπέλες που μαζεύουν άνθη λωτού, από υφολογική άποψη σχεδόν πανομοιότυπες με τις τοιχογραφίες της Ατζάντα, έχουν πιο ρωμαλέα διάπλαση, αλλά επίσης είναι χαριτωμένες και γεμάτες από μεγάλη χαρά για τη ζωή. Άλλα αποσπάσματα έχουν βρεθεί στον Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και αλλού.
Η τέχνη των Τσαλούκια. Με τους Τσαλούκια της Μπαντάμι, στο δυτικό Ντεκάν, το γκουπτικό στιλ αναζωογονήθηκε από ελαφρές τροποποιήσεις. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της πρώτης φάσης, που άρχισε τον 6ο αι., βρίσκονται στα περίχωρα της Εχόλε. Το Λαντ-Χαν, ένα από τα αρχαιότερα ιερά αφιερωμένα στον Σίβα, αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα μπροστά στην οποία υπάρχει στοά με κίονες. Στο βάθος βρίσκεται η αίθουσα για τη λατρεία και όλο το οικοδόμημα επικαλύπτεται από πέτρινες πλάκες, που κατέρχονται βαθμιαία προς τα έξω. Πάνω στη στέγη αυτή υψώνεται ένα μικρό παρεκκλήσι. Άλλο σπουδαίο μνημείο είναι ο ναός στην ντούργκα (φρούριο) στην Εχόλε, που χτίστηκε σε μια υψηλή βάση και διαθέτει τη δομή ενός τροποποιημένου τσάιτγια, με επίπεδη στέγη από πέτρινες πλάκες στη θέση του θόλου. Οι φάσεις της κατασκευής του ναού, που αποπερατώθηκε τον 7ο αι., απεικονίζονται στο εσωτερικό σε ωραία ανάγλυφα. Οι ναοί της Χουτσιμαλιγκούντι και της Μεγκούτι της επόμενης περιόδου μπορούν να χαρακτηριστούν ως έργα του καλύτερου γκουπτικού στιλ, ακόμα και αν είναι απομιμήσεις.
Η εξέλιξη της τέχνης τσαλούκια φθάνει στην ακμή της, κυρίως όσον αφορά τα γλυπτά, στην Μπαντάμι. Ανάμεσα στους κυριότερους ναούς-σπήλαια ξεχωρίζουν κυρίως δύο, που έχουν αφιερωθεί στον Σίβα κατά μίμηση των σπηλαίων της Ατζάντα, και ένας τρίτος –πολύ μεγάλος– αφιερωμένος στον Βισνού. Ο τελευταίος περιέχει άφθονα γλυπτά, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας, που θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα όλης της ιστορίας της ινδικής τέχνης. Όμως, και οι τοιχογραφίες που συνοδεύουν τα γλυπτά αυτά θυμίζουν κατά ένα μέρος τα ζωγραφικά έργα της Ατζάντα και της Σιταναβασάλ.
Οι μεμονωμένοι ναοί –όπως εκείνος κοντά στο φρούριο στα βόρεια της Μπαντάμι– θυμίζουν πολύ την αρχιτεκτονική των Παλάβα, ενώ στα προσαρτημένα γλυπτά διατηρείται στενότατος ο δεσμός με το γκουπτικό στιλ. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται η ανασκαφή των τελευταίων σπηλαίων της Ατζάντα, ανάμεσα στα οποία ένα είναι ονομαστό για την τοιχογραφία η οποία απεικονίζει την πρεσβεία του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β’ στην Πουλακεσίν. Άλλοι παρόμοιοι ναοί και ιερά σε σπήλαια υπάρχουν στο Γκουτζαράτ, στην Αουρανγκαμπάτ και στην Ελόρα. Ένας ναός-σπήλαιο, του καθαρότερου και καλύτερου στιλ παλάβα, βρίσκεται στην Εχόλε, με ζωγραφικά και γλυπτικά έργα του ίδιου στιλ. Την εποχή των Τσαλούκια οι ναοί-σπήλαια της Ελόρα και της Ελεφάντας (Νήσου του Ελέφαντα), σιβαϊτικοί και βουδιστικοί, διακρίνονται για τις τεράστιες αναλογίες τους: στις μεγάλες αίθουσες το διάχυτο μισόφωτο προσδίδει στα γλυπτά που προβάλλουν από τους τοίχους μια αίσθηση μυστηριώδους μεγαλοπρέπειας και συγκρατημένης δύναμης. Σε έναν από τους ναούς-σπήλαια στην Ελεφάντα βρίσκεται το περίφημο είδωλο της λεγόμενης Τριμούρτι, ένα μεγάλο κεφάλι με τρία πρόσωπα, που απεικονίζει τους τρεις κύριους θεούς του ινδουισμού – τον Βράχμα, τον Βισνού και τον Σίβα.
Άλλα σπήλαια με δύο και τρία πατώματα, αφιερωμένα στη λατρεία του βουδισμού Μαχαγιάνα, είναι διακοσμημένα με είδωλα του Βούδα, του Βοδισάτβα και της Τάρα (θηλυκής θεότητας του ελέους). Στους ναούς της Παταντακάλ (κοντά στην Μπαντάμι), όπως και σε εκείνον του Βισνού, που αργότερα προσαρμόστηκε στη λατρεία του Σίβα, ή στο Βιρουπάκσα και στο Μαλικαρτζούνα, οι αρχιτέκτονες πλησιάζουν το στιλ παλάβα, που σιγά-σιγά υποκατέστησε στο δυτικό Ντεκάν το στιλ γκούπτα-τσαλούκια.
Η τέχνη των Πάλα-Σένα. Στη Βεγγάλη η τέχνη των ηγεμόνων Πάλα (765-1140) και στη συνέχεια των ηγεμόνων Σένα (1140-1280), υποτελών και διαδόχων τους, αναπτύχθηκε από την γκουπτική βουδιστική τέχνη. Επικράτησαν όμως τα ταντρικά (δηλαδή μαγικά-θρησκευτικά) μοτίβα, ενώ συχνά υπήρχαν και αντανακλάσεις της βισνουιτικής και σιβαϊτικής αγιογραφίας. Από την αρχιτεκτονική τους ελάχιστα διασώθηκαν, επειδή μεγάλο μέρος των κτιρίων καταστράφηκε κατά τις μουσουλμανικές εισβολές. Ο ναός της τέχνης των Πάλα-Σένα, στην απλούστερη μορφή του, έχει σχήμα πύργου, ενώ η είσοδός του διαθέτει τριπλό παράθυρο με κιονίσκους ή στρογγυλό, απομίμηση του φωτοστέφανου που τοποθετούσαν πίσω από τις μορφές των θεοτήτων.
Η γλυπτική της περιόδου συνδέεται με την γκουπτική, αν και είναι λιγότερο ρωμαλέα· οι στήλες της εποχής των Πάλα, οι οποίες πλαισιώνουν τις διάφορες θεότητες, έμειναν βαριές. Οι δε μορφές, άτονες και ογκώδεις, διακρίνονται για τις χαριτωμένες και απλές πόζες τους. Όμως, κατά τον 10ο αι., τα πρόσωπα απέκτησαν ξανά έντονη και ζωηρή έκφραση και τα σώματα κομψή ισορροπία στο κέντρο της στήλης. Την περίοδο των Σένα, τα σώματα επιμηκύνθηκαν κατά υπερβολικό τρόπο, οι εκφράσεις των προσώπων έγιναν στερεότυπες και επιφανειακές, τα ενδύματα και τα κοσμήματα πολύ βαριά και περίτεχνα, οι στήλες παραφορτώθηκαν από διακοσμητικά στοιχεία, έτσι ώστε να πνίγουν την κεντρική μορφή, τονίζοντας την εξεζητημένη, τεχνητή πόζα.
Η τέχνη των Πρατιχάρα και των επόμενων δυναστειών. Την εποχή της δυναστείας Πρατιχάρα (816-1030), η οποία κυριαρχούσε στις φυλές Γκουρτζάρα και Ρατζπούτ, στην κεντρική ζώνη της βόρειας Ι., επικρατούσε η λατρεία του Σίβα, ιδιαίτερα υπό τις τρομακτικές μορφές του· του Βισνού στην αβατάρα (ενσάρκωση) του αγριόχοιρου και μετά των Σούργια και Λάκσμι Ναραγιάνα. Τα είδωλα, εξαιτίας της συμβολικής και μαγικής αξίας τους, πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι ναοί εμπλουτίστηκαν με παρεκκλήσια, λατρευτικές αίθουσες και αγάλματα, συχνά κολοσσιαία και με άφθονες πολύτιμες διακοσμήσεις. Ο ινδουιστικός ναός στην κλασική μορφή του, που διαμορφώθηκε κατά τη ριζική μεταμόρφωση μεταξύ 8ου και 10ου αι., αποτελείται από διάφορα μέρη. Η κατασκευή στηρίζεται σε μια ψηλή βάση (μέντι), επάνω στην οποία υψώνεται ένα βάθρο. Επάνω σε αυτό στηρίζεται μια αίθουσα με υποστυλώματα, προορισμένη για τα θεάματα των χορευτριών, μια κλειστή αίθουσα με το άγαλμα της θεότητας στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός, προορισμένη για τη λατρεία, μια σκοτεινή στοά και τέλος το κυρίως ιερό, περιβαλλόμενο από τον δρόμο των λιτανειών. Η στέγη με σικάρα (πυραμιδοειδής) καλύπτει το σύνολο, ενώ δευτερεύοντες ναοί, καθαρτήριες δεξαμενές και αψίδες θριάμβου βρίσκονται διατεταγμένες γύρω από τον κεντρικό πυρήνα ολόκληρου του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. Πολυάριθμα αγάλματα θεοτήτων, ουράνιων νυμφών και ζευγαριών διακοσμούν κόγχες και εξωτερικές προεξοχές. Στο εσωτερικό τα είδωλα αυτά αφθονούν στους κίονες, στα επιστύλια και στα υποστυλώματα, που στηρίζουν τον κάτω ημικυκλικό θόλο ή τις κοιλότητες των τοίχων. Το κύριο είδωλο του ναού, στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και έξοχα υφάσματα, φαίνεται μόνο μέσα από την ανοιχτή πόρτα του ιερού, πέρα από τη σκοτεινή στοά.
Από τους πολυάριθμους ναούς που χτίστηκαν από τους Πρατιχάρα, ελάχιστοι έχουν διασωθεί. Όσον αφορά τους σπουδαιότερους ναούς της Κανάουτζ, της Μπεναρές και της Ματούρα, υπάρχουν μόνο οι περιγραφές των ιστορικών και των ποιητών της ακολουθίας του Μαχμούτ της Γάζνι, ο οποίος τους κατέστρεψε τον 11ο αι. Η αρχιτεκτονική τους διακόσμηση όμως, η οποία είναι φανερό πως έχει εμπνευσθεί από την υστερογκουπτική τεχνοτροπία, είναι χονδροειδής, ελάχιστα αρμονική και παραφορτωμένη. Η γλυπτική της Μπινμάλ, της αρχαίας πρωτεύουσας των Γκουρτζάρα, έφτασε στην καλύτερη έκφρασή της τον 9ο αι., επί βασιλείας του Μπότζα Α’.
Οι ναοί της Κατζουράχο και της Ορίσα. Μεταξύ 9ου και 14ου αι. οι ηγεμόνες των διαφόρων μικρών δυναστειών που διεκδικούσαν, με εναλλασσόμενες τύχες, το εκτεταμένο βασίλειο των Πρατιχάρα κατά την εποχή της παρακμής τους, έχτισαν πολυάριθμους ναούς, πολλοί από τους οποίους διακρίνονται για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία τους. Αυτοί οι ναοί μπορούν να συνενωθούν σε πέντε κύριες ομάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε διάφορες δυναστικές περιόδους και περιοχές με κοινό ωστόσο υπόβαθρο, που προερχόταν από τους Πρατιχάρα. Οι ναοί (συνολικά 85, από τους οποίους διασώζονται μόνο είκοσι), που χτίστηκαν από τους ηγεμόνες Τσαντέλα στην Κατζουράχο, περίπου από το 950 έως το 1050, είναι από τους ωραιότερους και πιο ενδιαφέροντες. Σε λιγότερο από έναν αιώνα, στην κύρια σικάρα προστέθηκαν πολυάριθμες δευτερεύουσες, μεγάλων διαστάσεων, οι οποίες δίνουν την εντύπωση τεράστιων φανταστικών σκαλοπατιών, που φαίνονται να είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Ποτέ ίσως η ινδική τέχνη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό επίπεδο τεχνικής δεξιότητας και δύναμης φαντασίας. Τα πολυάριθμα αγάλματα, που διακοσμούν τις βάσεις και τις πλευρές των εξωστών, διαποτισμένα από ισχυρότατο ερωτικό φορτίο, έχουν ιδιαίτερη αισθητική αξία από την άποψη των αναλογιών, της χάρης των κινήσεων, του αυθορμητισμού των γυναικείων προσώπων και της συστροφής των σωμάτων. Από τα καλύτερα οικοδομήματα των Παραμάρα (948-1260) είναι ο ναός του Νιλκαντεσβάρα στην Ουνταϊπούρ (Μάλβα), με ογκώδεις αναλογίες, αλλά πλούσια διακοσμημένος, και ο ναός της Αμπαρνάτ, κοντά στη Βομβάη.
Από την αρχιτεκτονική των Σολάνκι (942-1242) σώζονται μεγαλοπρεπή ερείπια στη Σιντπούρ (ναός του Σίβα) και στη Μοντέρα (ναός του Σούργια), στο Γκουτζαράτ. Ο ωραιότατος ναός της Σομαναταπούρ στο Γκουτζαράτ καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Πολύ ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σειρά των ναών –από άσπρο μάρμαρο, με πλουσιότατη και εξαίρετη διακόσμηση– που χτίστηκαν στο Γκουτζαράτ και στο νότιο Ρατζαστάν από τις διάφορες τζαϊνικές κοινότητες. Αυτοί διαφέρουν από τους ινδουιστικούς ναούς, επειδή το κύριο ιερό είναι χτισμένο μέσα σε μια κλειστή αυλή, που περιβάλλεται από παρεκκλήσια 24 Τιρταμκάρα. Από τα πιο γνωστά είναι εκείνα του Βιμάλα Σαχ, στο βουνό Αμπού (που λεηλατήθηκε από τους μουσουλμάνους), του Τετζαχπάλα Νεμινάτα στην Ντιλβάρα και της Κάλι στην Νταρμπαβάτι.
Καθαρά υστερογκουπτικής προέλευσης είναι τα πρώτα μεσαιωνικά μνημεία της Ορίσα, στο βορειοανατολικό Ντεκάν. Άλλα σημαντικά οικοδομήματα είναι οι ναοί της Τζαγκανάτα στην Πούρι, εθνικό ιερό, και ο ναός του Σούργια στην Κονάρακ.
Η αρχιτεκτονική του Ντεκάν. Στο Ντεκάν, από τον 8ο έως τον 10ο αι., κυριάρχησε η δυναστεία Ραστρακούτα. Σε αυτήν αποδίδονται ορισμένοι ναοί σκαμμένοι στους βράχους της Ελόρα, πρωτεύουσας των πρώτων ηγεμόνων, ο τάφος του Νταρμανάτα στη Μάλβα και, κατά ένα μέρος, ο ναός του Σίβα στην Ελεφάντα. Το σπουδαιότερο όμως μνημείο της εποχής των Ραστρακούτα στην Ελόρα είναι το Καϊλασανάτα, του οποίου η ανέγερση άρχισε από τον Νταντιντούργκα και αποπερατώθηκε από τον Κρισναράτζα Α’. Άλλοι ηγεμόνες περιέβαλαν την αυλή με παρεκκλήσια, αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες, και πλούτισαν τον κύριο πυρήνα με ένα ιερό σε βράχο, αφιερωμένο στον Σίβα Λανκεσβάρα, και με ένα άλλο που έμεινε ημιτελές. Το στιλ του Καϊλασανάτα είναι εκείνο των μνημείων της εποχής (8ος-9ος αι.), με πυραμιδοειδείς στέγες και μεγάλα τετράγωνα υποστυλώματα, τα οποία ισορροπούνται από χοντρούς προεξέχοντες θριγκούς και πλάκες με ανάγλυφα. Αρκετά ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά στους τοίχους του κυρίως ιερού, τα οποία απεικονίζουν κομψούς ιπτάμενους δαίμονες. Πιο ανόμοια είναι εκείνα των πλευρικών παρεκκλησίων σε στιλ τσαλούκια ή παλάβα. Στο σπήλαιο του Σίβα Λανκεσβάρα το ανάγλυφο τείνει σε θεαματικά μπαρόκ εφέ, που επιτυγχάνονται με σπαστή κίνηση. Στα μεταγενέστερα ανάγλυφα, οι μορφές ξαναγίνονται πιο απλές, αλλά λιγότερο εκφραστικές.
Η τέχνη των Τσόλα. Στο μεταξύ, στον Νότο είχε ιδρυθεί η αυτοκρατορία των Τσόλα, η οποία υποσκελίστηκε από την αυτοκρατορία των Πάντγια, που καταλύθηκε και αυτή από τους μουσουλμάνους το 1323. Κατά τη διάρκειά της (β’ μισό 9ου αι. - 13ος αι.), η νότια Ι. βίωσε μια από τις ευτυχέστερες περιόδους της. Οι ναοί που χτίστηκαν στις ιερές πόλεις τους είχαν και μια συντονιστική οικονομικοκοινωνική λειτουργία· συγκέντρωναν γύρω τους, με διάφορα μέσα και θεσμούς, όλες τις τάξεις, προσπαθώντας να εξομαλύνουν όσο ήταν δυνατόν τις κοινωνικές διαφορές. Οι Τσόλα, αντί να χτίζουν νέους ναούς, ανοικοδομούσαν εκείνους που υπήρχαν, διευρύνοντάς τους και πλουτίζοντάς τους με νέες αίθουσες και μεγάλους πυλώνες. Στις αρχές του 11ου αι., αντίθετα, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή· όλος ο ναός υψώθηκε υπέρμετρα, από το βάθρο έως την πιο απότομη πυραμίδα –σχηματισμένη από παντσαράμα– και έκλεισε με έναν μεγάλο τρούλο. Ακόμα και οι γκοπούρα, οι πύλες εισόδου, απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα, ώσπου έγιναν μνημειακές, κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Πάντγια. Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα δείγματα σημειώνουμε τους ναούς του Μπριχαντισβάρα ή Ρατζαρατζεσβάρα, στην Ταντζαβούρ, τον ναό του Μπριχαντισβάρα στην Γκανγκαϊκοντακολαπούραμ, κοντά στην Κουμπακόναμ, τον μεγάλο ναό της Μαντουράι και τον Εραβατεσβάρα στην Νταρασούραμ.
Όμως μια ομάδα ζωγραφικών έργων της εποχής των Τσόλα ανακαλύφθηκε στους τοίχους της Πραντακσιναπάτα του Μπριχαντισβάρα της Ταντζαβούρ· απεικονίζουν τα εγκαίνια του ίδιου του ναού, υπό τον Ρατζαράτζα Α’, εκτός από ορισμένες γραπτές επεξηγήσεις. Είναι φιλοτεχνημένα σε βιαστικές αδρές γραμμές, με ιδιότυπη χρωματική σύνθεση, και χαρακτηρίζονται από μια αξιοσημείωτη ζωτικότητα και έναν δυνατό ρεαλισμό.
Με τη μουσουλμανική κατάκτηση όλα τα βασίλεια του νότου κατέρρευσαν, με εξαίρεση εκείνο της Βιτζαγιαναγκάρ, που επέζησε έως τα μέσα του 17ου αι. Από τον 13ο έως τον 16ο αι. κατασκευάστηκαν πολυάριθμοι ναοί τεράστιων διαστάσεων.Προϊστορία και αρχαϊκή περίοδος. Οι πρώτες ανθρώπινες παρουσίες στο ινδικό έδαφος εντοπίστηκαν κατά το πλειστόκαινο. Στη δεύτερη μεσοπαγετωνική περίοδο μια πλούσια παλαιολιθική βιοτεχνία άνθησε σε όλη τη χερσόνησο, περίπου όπως συνέβη παράλληλα και στην Ευρώπη.
Για τη μετέπειτα περίοδο διάφορα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εξαφανίστηκε τελείως από αυτές τις περιοχές και ότι πολύ αργότερα εμφανίστηκε ξανά, ύστερα από μεταναστεύσεις από τη Δύση. Αλλά αυτή είναι ίσως μονάχα μια υπόθεση. Πιθανώς σημειώθηκε μια ισχυρή δημογραφική μείωση και η μετάβαση έγινε φυσιολογικά στη μεσολιθική φάση με τις μικρολιθικές κουλτούρες. Στη νότια Ι. η παλαιολιθική παραγωγή, διαφοροποιημένη από την υπόλοιπη της Ασίας, χαρακτηρίζεται από την προτίμηση για τα χαλαζιτικά πετρώματα.
Η μεσολιθική περίοδος αντιπροσωπεύεται στο Παντζάμπ, στο Μάντγια Πραντές, στο Γκουτζαράτ καθώς και στον ακραίο νότο από μικρολιθικά προϊόντα, τα οποία ορισμένες φορές παρουσιάζουν ομοιότητες με ανάλογους πολιτισμούς της αφρικανικής ηπείρου.
Η πρωτοϊστορική φάση της υποηπείρου χαρακτηρίζεται από μια πλούσια και ποικίλη παραγωγή σε οπτή γη (τερακότα). Χρονολογικά, η περίοδος αυτή διαρκεί από τις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ. έως τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Τα πρωτοϊστορικά κέντρα της Ι., μολονότι παρουσιάζουν ορισμένες φορές κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρουν αξιοσημείωτα μεταξύ τους.
Στις κεντροανατολικές ζώνες της χερσονήσου αναπτύχθηκε ένας καλά καθορισμένος χαλκολιθικός πολιτισμός, η μελανόμορφη κεραμική του οποίου είναι πιθανό να προέρχεται από την άνω κοιλάδα του Γάγγη. Η ζώνη αυτή, πλούσια σε χαλκολιθικά μνημεία, παρουσιάζει φυσιογνωμία περισσότερο ινδική σε σχέση με τις περιοχές της Δύσης και μπορούμε ίσως να τη θεωρήσουμε αυτόχθονη, αν και το στιλιζάρισμα ορισμένων αντικειμένων με ανθρωποειδή μορφή θα πρέπει ίσως να τοποθετηθεί παραπλεύρως προς τα τελευταία έργα της ιρανικής παραγωγής. Όσον αφορά τη μεταλλουργική τεχνική, οι πληθυσμοί αυτοί δέχτηκαν πιθανώς την επίδραση του λεγόμενου πολιτισμού του Ινδού, συνεχίζοντας με αυτόνομο τρόπο την εξέλιξή τους. Από ορισμένους επιστήμονες έχει διατυπωθεί η υπόθεση συμμετοχής τους στο βίαιο τέλος του ίδιου του πολιτισμού του Ινδού, που καθορίστηκε από τις αριοευρωπαϊκές εισβολές.
Οι πολιτισμοί του Γάγγη, με την τραχύτερη και μικρότερης αξίας καλλιτεχνική παραγωγή τους, σε σχέση με εκείνη του πολιτισμού του Ινδού, προανήγγειλαν ορισμένες πλευρές της μετέπειτα ινδικής τέχνης και άσκησαν σημαντική επίδραση στις νοτιοανατολικές περιοχές. Στην ακτινοβολία αυτή αντιστοιχεί ανάλογη πολιτιστική επέκταση από τα βορειοδυτικά προς τις κεντροδυτικές περιοχές. Οι κεντροανατολικές περιοχές της Ι. παρουσιάζουν αξιοσημείωτα ίχνη επαφής με τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και ιδιαίτερα με την αρχαία Βαβυλωνία, όπως καταφαίνεται, για παράδειγμα, από τη σφραγίδα του Κεντρικού Μουσείου της Ναγκπούρ. Ανεβαίνοντας από τον νότο, βρίσκεται η περιοχή που είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα για την πρωτοϊστορική περίοδο και περιλαμβάνει τα βορειοδυτικά τμήματα της χερσονήσου.
Από τα μέσα κιόλας της 4ης χιλιετίας π.Χ. πολυάριθμα κέντρα που άνθησαν στην κοιλάδα του Ινδού, και βορειότερα, προς τα σύνορα με το σύγχρονο Αφγανιστάν, παρουσίασαν χαρακτηριστικές πολιτιστικές δραστηριότητες οι οποίες καθορίζονται ως ινδοϊρανικές και άλλες αυτόνομες σε σχέση με τις δυτικές επιδράσεις. Μια σημαντική παραγωγή πήλινων αντικειμένων (αγγείων και διαφόρων άλλων αντικειμένων, όπως η μορφή της θεάς μητέρας, της θεάς της γονιμότητας και της ευφορίας ή μικρές εικόνες στιλιζαρισμένων ζώων), αποτέλεσε τη βάση μιας δραστηριότητας που έχει μεγάλη αισθητική αξία.
Ιδιαίτερα προοδευμένος (φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε συγγενείς πολιτισμούς που άνθησαν στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν την 4η-3η χιλιετία π.Χ.), ο μεγάλος πολιτισμός της πρωτοϊστορικής Ι. –που ονομάζεται επίσης πολιτισμός του Ινδού ή, επίσης, από το πιο αξιόλογο κέντρο του, πολιτισμός της Χαράπα– εξαπλώθηκε σε μια εκτεταμένη περιοχή μεταξύ των ανατολικών συνόρων του Ιράν και των βόρειων επαρχιών της σημερινής Ι. Οι δύο πιο αξιόλογες πόλεις, που χρονολογούνται περίπου στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., οι οποίες χτίστηκαν με ορθολογικά κριτήρια τα οποία μπορούμε να ονομάσουμε σύγχρονα, είναι η Χαράπα (στο Παντζάμπ) και η Μοχέντζο Ντάρο (στο Σιντ). Τα διάφορα κτίρια είναι διατεταγμένα σύμφωνα με ρυθμιστικό σχέδιο, κατά μήκος των οδών που τέμνονται σε ορθή γωνία. Τα αποχετευτικά έργα στις άκρες των οδών, χάρη στα οποία συγκεντρώνονταν τα απορρίμματα, καταδεικνύουν τον βαθμό εξέλιξης του πολιτισμού αυτού. Τα χαρακτηριστικά λουτρά στις κατοικίες, τα δημόσια λουτρά, οι τόποι ανάπαυσης για τα καραβάνια, τα πολυώροφα σπίτια με τις επίπεδες στέγες αντανακλούν το πρακτικό πνεύμα του πληθυσμού αυτού. Η καλλιέργεια του βαμβακιού γινόταν σε μεγάλη κλίμακα και αντιπροσώπευε μία από τις κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές· η μεταλλουργία ήταν αρκετά προοδευμένη από τεχνική πλευρά. Επίσης, εκτός από τη γεωργία, σημαντικές ήταν οι βιομηχανίες της οπτής γης και της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου. Η μεγάλη εμπορική διακίνηση με τη Δύση και με τον Βορρά αποτελούσε μια άλλη πλουτοπαραγωγική πηγή, η οποία ευνόησε τις υλικές και πνευματικές επαφές με τους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ένταση και ο όγκος των θαλάσσιων διακινήσεων επιβεβαιώνονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στη Λοτάλ, ακραίο όριο της επέκτασης προς τα νότια του πολιτισμού του Ινδού. Παρά το πρακτικό πνεύμα, το οποίο διαφαίνεται σε μια πολύ ορθολογική κοινωνική οργάνωση, τα εικονιζόμενα μοτίβα στις πολυάριθμες σφραγίδες από πέτρα, στεατίτη, κεραμικό ή μέταλλο αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη αισθητική ευαισθησία. Απεικονίζουν σκηνές της καθημερινής ζωής, ζώα, ομοιώματα, μορφές θεοτήτων ή παράξενους συμβολισμούς. Πολλά από τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν αναλογίες με άλλα παρόμοια της μεσοποταμιακής ή μεσογειακής Δύσης, γεγονός που μπορεί να μας κάνει να υποθέσουμε όχι μονάχα συνηθισμένες επαφές και ανταλλαγές αλλά και ένα κοινό, κατά ένα μέρος, φόντο.
Σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους και τους Σουμέριους, οι κάτοικοι της Χαράπα και της Μοχέντζο Ντάρο δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την ανέγερση μνημειακών έργων, προτιμώντας τα μικρά και αρμονικά δημιουργήματα, που αποκαλύπτουν μια εκλεπτυσμένη καλαισθησία για τη μορφή. Το σώμα της Χορεύτριας που αναπαύεται στο Μοχέντζο Ντάρο και οι ακρωτηριασμένοι κορμοί ορισμένων υποτιθέμενων θεοτήτων δεν αποδίδονται με άκαμπτη και χονδροειδή σχηματικότητα, αλλά με χαριτωμένες χορευτικές κινήσεις και με μια ακριβή θεώρηση της ελεύθερης απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής.
Η έλευση των Αρίων. Οι φυλές των Αρίων, αφού κατέστρεψαν τα κέντρα του πολιτισμού του Ινδού, συνέχισαν την κατακτητική πορεία τους έως την καρδιά της βόρειας Ι. Αρχικά σταμάτησαν στη ζώνη των πέντε ποταμών, δηλαδή στο Παντζάμπ, και προοδευτικά κατέκτησαν όλη τη βόρεια Ι., χωρίς να περάσουν την οροσειρά των Βίντγια. Βέβαια, η κατάκτηση δεν γινόταν πάντοτε με βίαιο τρόπο αλλά ορισμένες φορές με αργή διείσδυση των ομάδων των εισβολέων ανάμεσα στις αυτόχθονες φυλές. Από τη συγχώνευση, έστω και μερική, των δύο αυτών πολιτισμών δημιουργήθηκε το κοινωνικό, οικονομικό και θρησκευτικό εκείνο σύνολο το οποίο αποτέλεσε τον 6ο αι. π.Χ. την Ι., διαιρεμένη πολιτικά σε μικρά βασίλεια και αριστοκρατικές δημοκρατίες. Από καλλιτεχνική και αρχαιολογική άποψη, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες γι’ αυτή την περίοδο εκτός από τα κείμενα, με εξαίρεση τα ερείπια των τειχών της Ρατζαγκρίχα (Ρατζγκίρ), τα οποία χρονολογούνται πιθανώς στην τελευταία φάση που εξετάζουμε. Όσον αφορά την περίοδο πριν τους Μορία, δεν έχει διασωθεί τίποτα, εκτός από μερικά ομοιώματα θεοτήτων.
Τα πρώτα βουδιστικά μνημεία. Με τη δυναστεία των Μορία και τις μετέπειτα δυναστείες των Σούνγκα και των Κάνβα εμφανίστηκαν τα πρώτα μνημεία και τα πρώτα γλυπτά σε πέτρα, ενώ νέες λύσεις, ορισμένες φορές εισαγόμενες, συνετέλεσαν στη δημιουργία του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου της αρχαίας Ι. Οι Μορία άφησαν μια μαρτυρία της παρουσίας τους με την κατασκευή ενός μεγαλόπρεπου βασιλικού ανακτόρου στην Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα), πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Μεγασθένης, ο Έλληνας που υπήρξε πρεσβευτής των Σελευκιδών στην Αυλή του Τσαντραγκούπτα Μορία, αναφέρει ότι το ανάκτορο του ηγεμόνα αυτού μπορούσε να συγκριθεί σε μεγαλοπρέπεια με εκείνο του Δαρείου στην Περσέπολη. Τα ελάχιστα ερείπια που διασώθηκαν φαίνονται να επιβεβαιώνουν τη δήλωση αυτή, αφού μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε το σχέδιο του ίδιου του ανακτόρου· πιθανώς επρόκειτο για ένα οικοδόμημα με ξύλινους κίονες που στήριζαν μια στέγη, επίσης ξύλινη.
Τίποτα δεν έχει διασωθεί από τα πολυάριθμα μοναστήρια της περιόδου αυτής που χτίστηκαν σε ανοιχτούς χώρους (δεν σκάφτηκαν δηλαδή σε βράχους), εξαιτίας της συχνής χρήσης φθαρτών υλών. Μπορούν να αναφερθούν όμως τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι στους λόφους της Μπαραμπάρ (Μπιχάρ). Τα κτίρια που σκάφτηκαν σε βράχους (πολύ συχνά στην Ι., γιατί προφύλασσαν από τις έντονες κλιματολογικές αλλαγές) διακρίνονται σε δύο είδη: τους τσάιτγια ή ναούς και τα βιχάρα ή μοναστήρια. Τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι, πολύ παλαιά ασφαλώς, είναι δύο τσάιτγια.
Από τα σπουδαιότερα μνημεία –από καλλιτεχνική άποψη– της εποχής των Μορία, εκτός από τα ιερά που είναι σκαμμένα στους βράχους, αναφέρουμε τις μεμονωμένες στήλες, που ονομάζονται λατ, στις οποίες είναι χαραγμένα ορισμένα από τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα. Οι στήλες αυτές υψώνονταν γενικά κοντά στα βασιλικά ανάκτορα ή κοντά σε ιερές τοποθεσίες και τοποθεσίες λατρείας. Τέτοιες υπάρχουν στη Ρουμιντέι, στη Σαρνάτ, στη Σάντσι, στη Λαούργια Ναντανγκάρχ (στα σύνορα με το Νεπάλ) και αλλού.
Ο θρύλος αναφέρει ότι ο Ασόκα κατασκεύασε 84.000 στούπες (ιδιόρρυθμες κατασκευές που προέρχονται από τον πρωτόγονο ταφικό τύμβο). Μολονότι δε ο αριθμός έχει μονάχα την αξία θρύλου με χαρακτήρα προπαγάνδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η πληροφορία αντανακλά τη σπουδαιότητα που πρέπει να είχε προσλάβει αυτό το ιδιόρρυθμο μνημείο στο περιβάλλον της βουδιστικής τέχνης. Οι μοναδικές στούπες που διασώθηκαν από την περίοδο των Μορία δεν διασώθηκαν με την αρχική τους μορφή, αλλά με μεταγενέστερες τροποποιήσεις και διευρύνσεις. Ακόμα και ο ναός που ο Ασόκα είχε χτίσει στην Μποντ Γκάγια –γύρω από το δέντρο πιπάλ (συκιά) κάτω από το οποίο ο Βούδας είχε φτάσει στη φώτιση (μπόντι), κατακτώντας την αλήθεια– είναι γνωστός σε μας μόνο μέσω των αναπαραστάσεων στα ανάγλυφα που υπάρχουν στις στούπες της Σάντσι, επειδή το σημερινό οικοδόμημα είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων ανοικοδομήσεων. Στα τέλη της περιόδου των Μορία χρονολογούνται, αντίθετα, σύμφωνα με πιο αληθοφανείς χρονολογήσεις, ορισμένα αγάλματα λατρευτικού χαρακτήρα· για παράδειγμα, η Γιακσίνι με τη βεντάλια, που ανακαλύφθηκε στην Ντινταργκάντς (το οποίο ορισμένοι, για στιλιστικούς λόγους, αποδίδουν σε μια μεταγενέστερη σχολή) ή οι γιάκσα της Πάτνα, της Παλβάλ, της Παρκάμ και της Σόπρα, παράξενα έργα που συνδυάζουν εκλεπτυσμένες λύσεις και χονδροειδείς σχηματοποιήσεις, ή ακόμα το ομοίωμα της θεάς Σρι-Λάκσμι που ανακαλύφθηκε στην Μπεσναγκάρ. Λίγο πιο πρόσφατα είναι τα μικρά ειδώλια από οπτή γη της μητέρας-θεάς, που βρέθηκαν στην Αχιτσάτρα, τα οποία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχουν αληθινή καλλιτεχνική αξία.
Η τέχνη των δυναστειών Σούνγκα και Άντρα. Από τα μνημεία που χτίστηκαν κατά την περίοδο της δυναστείας Σούνγκα, παραμένει, ως εξαιρετικά σπουδαίο έργο, η στούπα της Μπαρχούτ, δυστυχώς όμως σε μορφή ερειπίων. Διατηρούνται τα κιγκλιδώματα με τα υποστυλώματα και οι πυλώνες, δηλαδή τα σπουδαιότερα στοιχεία, εφόσον τα καλύτερα ανάγλυφα βρίσκονται ακριβώς σε αυτά τα τμήματα του μνημείου. Τα αρχιτεκτονικά αυτά κομμάτια, με τη μάλλον άκομψη, ογκώδη και βαριά μορφή τους, αποτελούν τον καρπό μιας τέχνης που προέρχεται από τις ξύλινες κατασκευές. Αντίθετα, τα ανάγλυφα θρησκευτικού περιεχομένου που τις διακοσμούν καθορίζουν την αφετηρία του σχηματισμού των αφηγηματικών ινδικών ρευμάτων, τα οποία έφτασαν στην ακμή τους με τα έργα της σχολής της Αμαραβάτι. Προηγουμένως υπήρξε μια ενδιάμεση φάση, που καθορίστηκε από τα ανάγλυφα του κιγκλιδώματος (που περιβάλλει το δέντρο της Φώτισης στην Μποντ Γκάγια) και τις σκηνές οι οποίες απεικονίζονται στους τοράνα, που προστέθηκαν στις στούπες της Σάντσι από τους βασιλιάδες Σαραβαχάνα του Ντεκάν. Οι στούπες αυτές, ο κεντρικός πυρήνας των οποίων κατασκευάστηκε την εποχή του Ασόκα, διευρύνθηκαν αρχικά από τους καλλιτέχνες που εργάζονταν υπό τις δυναστείες Σούνγκα και Κάνβα. Οι διακοσμητικές πλάκες που κοσμούν τη στούπα ΙΙ (οι μοναδικές που ανήκουν στην περίοδο αυτή) πλησιάζουν ακόμα, όσον αφορά το στιλ τους, τη σχολή της Μπαρχούτ, παρότι παρατηρείται διαφορετική αίσθηση του χώρου και εκλέπτυνση των μορφών.
Το Ντεκάν, που εξήλθε από την πρωτοϊστορική φάση αφότου ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία των Μορία, έγινε έδρα, τον 1ο αι. π.Χ., της δυναστείας Άντρα. Η δυναστεία αυτή, η οποία στις επιγραφές απαντά ως Σαταβαχάνα ή με άλλες συγγενικές ονομασίες, χαρακτηρίστηκε από γενικότερη ευμάρεια, στην οποία συνέβαλε το ανεπτυγμένο εμπόριο. Επίσης, κατά την ίδια δυναστική περίοδο, στη βορειοδυτική ακτή εμφανίστηκαν τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αρχιτεκτονικής σε βράχο και αργότερα, στην ανατολική ακτή, στην Αμαραβάτι και στα γύρω κέντρα, ένα από τα ωραιότερα και πιο αυθόρμητα βουδιστικά στιλ.
Κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ., μετά την κατάληψη της Μάλβα, οι Σαταβαχάνα πρόσθεσαν τους τέσσερις τοράνα στη μεγάλη στούπα Ι της Σάντσι και έναν στην στούπα ΙΙΙ. Από αισθητική άποψη, οι κατασκευές αυτές αποτελούν ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και ενδιαφέροντα δείγματα της αρχαιότερης ινδικής τέχνης. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο των πέτρινων πυλώνων συνίσταται σε δύο κολόνες –στις οποίες στηρίζονται άλλες δύο, λίγο στενότερες– που συνδέονται εγκάρσια με τρεις δοκούς, ελαφρώς κυρτές σε συνάρτηση με τα επιστύλια. Ορισμένες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, καθώς και μορφές ζώων, που μοιάζουν να αποτελούν τμήμα της διακόσμησης, έχουν αντίθετα λειτουργικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν την κατασκευή, η οποία στο σύνολό της εμφανίζεται κομψή και ελαφριά, σαν να ήταν ξύλινη. Όλα τα στοιχεία των πυλώνων αυτών καλύπτονται από ανάγλυφα που απεικονίζουν σκηνές βουδιστικού περιεχομένου. Τα υποστυλώματα, στην κορυφή, καταλήγουν σε σύμβολα, όπως η τρίαινα, που αντιπροσωπεύει τον Βούδα, τη διδασκαλία του και τη μοναστική τάξη (τρισούλα), ή ο τροχός του νόμου. Στη βάση των υποστυλωμάτων υπάρχουν παραστάσεις προστατευτικών θεοτήτων (γκάνα γιάκσα ή γιακσίνι) και στο υπόλοιπο κτίριο διακοσμητικά στοιχεία, ορισμένες φορές ιρανικής επίδρασης. Στα ανάγλυφα των επιστυλίων, οι σκηνές που απεικονίζουν τις τζατάκα (ιστορίες των προηγούμενων βίων του Βούδα) ή τα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας ζωής του Βούδα εκτυλίσσονται σύμφωνα με επάλληλα σχέδια έτσι ώστε να δημιουργείται ένα αξιοσημείωτο προοπτικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις αυτές, λόγω του έντονα τονισμένου αναγλύφου, της αίσθησης του χώρου και των προοπτικών αποτελεσμάτων, αποκαλύπτουν από μέρους των καλλιτεχνών μια εκλεπτυσμένη τεχνική στην επεξεργασία της πέτρας, τεχνική που έλειπε στην Μπαρχούτ. Για παράδειγμα, οι βρικσάκα, απεικονίσεις γυναικείων μορφών, προκειμένου να στηρίξουν τα άκρα των επιστυλίων, φαίνονται να ισορροπούν στον αέρα με τις αρμονικές μορφές τους. Το κάτω τμήμα του σώματός τους μόλις που καλύπτεται από ένα πάρα πολύ διαφανές ένδυμα (ντότι), ενώ εμφανίζονται στη στάση της τριπλής κάμψης (τριμπάνγκα) πραγματοποιώντας έξοχα τον ινδικό κανόνα της γυναικείας απεικόνισης.
Η σχολή της Αμαραβάτι. Οι Σαταβαχάνα, όταν η εξουσία τους στα δυτικά εδάφη άρχισε να παρακμάζει, μετέφεραν την έδρα τους στην ανατολική ακτή (1ος αι. μ.Χ.). Η περιοχή αυτή ήταν λιγότερο κατάλληλη για την εκσκαφή τσάιτγια και βιχάρα (μολονότι ακόμα και σήμερα μπορούν να βρεθούν ορισμένα στους λόφους κοντά στις Σανκαράμ, Γκουρουμπακτακόντα, Ντουργκακόντα και σε κέντρα της περιφέρειας, μαζί με άλλα που κατασκευάστηκαν από πέτρα). Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον αυτής της περιοχής, πάντως, εντοπίζεται προπάντων στις στούπες και στα μοναστήρια που κατασκευάστηκαν στις πεδιάδες ανάμεσα στον ποταμό Κρίσνα και στον Γκονταβάρι. Αξιόλογα ερείπια βρίσκονται στην Γκόλι, στην Γκουντουπάλε και στην Τζαγκαγιαπέτα, αλλά ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την ιστορία της τέχνης έχουν τα ερείπια της Ναγκαρτζουνακόντα και της Αμαραβάτι.
Μεταξύ των αρχών του 2ου και των αρχών του 3ου αι. η Αμαραβάτι υπήρξε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, έγινε το πιο αντιπροσωπευτικό κέντρο όλης της τέχνης της περιόδου αυτής, ώστε να δώσει την ονομασία της στη σχολή που άκμασε εκεί.
Από τις ωραιότατες στούπες της Αμαραβάτι σήμερα δεν διασώζονται παρά μόνο τα θεμέλια και οι πολυάριθμες μαρμάρινες σκαλιστές πλάκες που διακοσμούν τους εξωτερικούς τοίχους τους. Από τα γλυπτά αυτά, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν το οικοδόμημα επειδή απαθανατίζουν το επεισόδιο από το οποίο δημιουργήθηκε η στούπα, μπορούμε να ανακατασκευάσουμε τη δομή και την αρχική φυσιογνωμία των μνημείων αυτών στις διάφορες φάσεις της εξέλιξής τους. Σε σχέση με τις στούπες της Μπαρχούτ και της Σάντσι, οι στούπες της Αμαραβάτι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς την τεχνική κατασκευής τους, αλλά και ως προς τη μορφή. Η σπουδαιότερη, η λεγόμενη μεγάλη στούπα της Αμαραβάτι, είχε σχέδιο τροχού, το οποίο, περιλαμβάνοντας την ιερή περιοχή, έφτανε σε διάμετρο τα 50 μ. Η κεντρική κατασκευή (η καθαυτό στούπα) διέθετε λιγότερο βαριά μορφή από τα πρωτότυπά της και ήταν τοποθετημένη σε δύο επάλληλες μαρμάρινες βάσεις, που τόνιζαν ακόμα περισσότερο την ευλυγισία της κατασκευής. Στη θέση των συνηθισμένων τοράνα υπήρχε μια κατασκευή που διευκόλυνε την προσπέλαση –κοντά της υψώνονταν κίονες πάνω στους οποίους υπήρχαν λιοντάρια– η οποία, με τα πλατύσκαλά της, οδηγούσε σε ένα άγαλμα ένθρονου Βούδα. Πίσω από αυτό υψώνονταν πέντε κιονίσκοι (αργιάκα) οι οποίοι συμβόλιζαν τους πέντε ανώτατους Βούδες, γεγονός που αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη δογματική εξέλιξη του βουδισμού, πολύ γνωστή από τα κείμενα.
Η καλλιτεχνική εξέλιξη της γλυπτικής είναι λίγο ή πολύ ανάλογη με εκείνη που είχε παρατηρηθεί στις δυτικές ακτές. Πραγματικά, ενώ τα πρώτα ανάγλυφα φέρνουν στον νου τις μορφές του Μπάτζα, σε μια μετέπειτα φάση υπάρχουν έργα, όπως ορισμένες συνθέσεις της Αμαραβάτι ή τα γυναικεία γυμνά του μαρμάρινου ανάγλυφου του Πειρασμού της Μάρα (στη Ναγκαρτζουνακόντα), τα οποία και στο θέμα και στο ύφος θυμίζουν τα γλυπτά της Κάρλα, της Νάσικ ή της Σάντσι. Η Αμαραβάτι διαφέρει όμως από κάθε άλλη σχολή της αρχαίας Ι., όχι μόνο επειδή αναπτύσσει ευρύτατα την αφηγηματική τάση, χαρακτηριστική της βουδιστικής τέχνης, αλλά και γιατί παρουσιάζει μια τελείως καινούργια αντίληψη του χώρου, που διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της σχολής.
Στη σχολή της Αμαραβάτι, η εικονογραφία είναι μεικτή. Υπάρχουν οι συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με σύμβολα, όπως το διακοσμητικό που προέρχεται από το περίφραγμα μιας στούπας της Αμαραβάτι (Αμαραβάτι, Αρχαιολογικό Μουσείο), όπου η παρουσία του Βούδα δηλώνεται συμβολικά από έναν άδειο θρόνο, από τα αχνάρια των ποδιών και από την τριράτνα (δηλαδή από τα τρία σύμβολα). Όμως, υπάρχουν και άλλες συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με ανθρώπινη μορφή, με τα χαρακτηριστικά διακριτικά του μοναστικού ενδύματος. Είναι πραγματικά δύσκολο να σκεφτεί κάποιος ότι μια κλασική έμπνευση, που έφτασε μέσω των λιμανιών εξαιτίας του εντατικού εμπορίου με τη Ρώμη, παρήγαγε στη ζώνη αυτή το πρώτο ανθρωπόμορφο ομοίωμα του Βούδα. Έντονες εμπορικές συναλλαγές με τη Ρώμη είχε και η Αρικαμέντου (κοντά στην Ποντισερί), ένα αρχαίο λιμάνι προορισμένο για τις εμπορικές διακινήσεις με την Αιώνια Πόλη και οργανωμένο σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, όπου ανακαλύφθηκαν αρετινικά αγγεία και άλλα αντικείμενα ρωμαϊκής κατασκευής. Ασφαλώς, οι ανταλλαγές αυτές δημιούργησαν πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και υπήρξαν πηγές κάποιας καλλιτεχνικής υποβολής.
Υπάρχουν ελάχιστες ξένες επιδράσεις στα ομοιώματα του Βούδα της σχολής της Αμαραβάτι, η οποία επηρεάζεται πολύ καθαρά από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές εμπειρίες, έστω και εξωτερικές, της ίδιας της σχολής. Ο Διδάσκαλος παίρνει τον καθαυτό εθνικό τύπο, μάλλον δραβιδικό, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά του ελαφρώς επιμηκυμένου προσώπου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία του, το ομοίωμα αντιστοιχεί στα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στην εικονογραφία των άλλων σχολών: τα μαλλιά με τους βοστρύχους καλύπτουν και την κρανιακή προεξοχή (ουσνίσα), ο μοναστικός μανδύας, μάλλον κοντός, αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο, ο δεξιός βραχίονας υψωμένος κατά μήκος του στήθους, με την παλάμη στραμμένη προς τα έξω σε μία από τις τυπικές στάσεις του Διδασκάλου, είναι η χειρονομία της έλλειψης φόβου (αμπαγιαμούντρα).
Η σχολή της Ματούρα. Η Ματούρα (χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τζούμνα) υπήρξε μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ι. και σημείο συνάντησης των μεγάλων εμπορικών αρτηριών, χάρη στις οποίες ήταν δυνατή η επικοινωνία ανάμεσα στη βόρεια Ι. και την υπόλοιπη Ασία. Η πόλη αυτή, ήδη από την εποχή των δυναστειών των Μορία και των Σούνγκα, ήταν εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο, τόπος προσκυνήματος για πολλές θρησκευτικές αιρέσεις, καθώς επίσης και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα για τη μελέτη των γραμμάτων και των τεχνών. Υπό την ηγεμονία του αυτοκράτορα Κανίσκα, η Ματούρα υπήρξε η ανατολικότερη από τις μεγάλες ινδικές πόλεις που περιλαμβάνονταν στην περιοχή της αυτοκρατορίας των Κουσάνα, εκτός από τη χειμερινή πρωτεύουσα.
Η σχολή της Ματούρα, με τα χαρακτηριστικά γλυπτά της από κόκκινο ψαμμίτη (που προερχόταν από τα λατομεία της Σίκρι, στα περίχωρα της πόλης), υπήρξε σύγχρονη της σχολής της Γκαντάρα. Το αισθητικό κίνημα που άρχισε να διαγράφεται στη Ματούρα γνώρισε την πλήρη άνθησή του στην γκουπτική περίοδο, δημιουργώντας μια καλλιτεχνική παραγωγή που μπορούμε να ονομάσουμε κλασική φάση της ινδικής τέχνης. Η τέχνη της Ματούρα είχε μια πολύ εκτεταμένη ζώνη επιρροής, όχι μόνο στην πεδιάδα του Γάγγη και στις βορειοδυτικές περιοχές αλλά και έξω από την Ι., έως τα ακραία όρια της κεντρικής Ασίας.
Στη Ματούρα και στις γειτονικές της περιοχές υψώνονταν περίφημες στούπες, ναοί και μοναστήρια βουδιστικά και τζαϊνιστικά, οικοδομήματα που σήμερα είναι τελείως κατεστραμμένα και καλύπτονται ακόμα κατά ένα μέρος από τους χαρακτηριστικούς χωμάτινους τύμβους. Τα πιο γνωστά μνημεία είναι εκείνα της Τζαμαλπούρ, της Κάτρα, το μοναστήρι της Γκούχα, η βουδιστική στούπα της Μπουτεσάρ και η τζαϊνιστική στούπα της Κανκάλι Τίλα. Σε μια τοποθεσία λίγο βόρεια της Ματούρα, στη Ματ, βρισκόταν ένας ναός αφιερωμένος στη λατρεία της βασιλικής οικογένειας Κουσάνα, όπου ανακαλύφθηκαν ακέφαλα αγάλματα. Ένα από αυτά φαίνεται να ανήκει στον Βίμα Καντφίσες, έναν από τους ηγεμόνες της πρώτης δυναστείας, ένα άλλο είναι του μεγάλου βασιλιά Κανίσκα και ένα τρίτο του υποτελούς Καστάνα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αγάλματα αυτά, πανομοιότυπα αγαλμάτων που εισήχθησαν από τις βορειοδυτικές περιοχές ή φιλοτεχνήθηκαν από ξένους καλλιτέχνες, είναι επηρεασμένα από την τεχνοτροπία της αυτοκρατορικής αυλής.
Τα έργα αυτά δεν παρουσιάζουν άμεσους δεσμούς με την ινδική καλλιτεχνική εξέλιξη ή με την εξέλιξη της Γκαντάρα· αποτελούν μια μεμονωμένη τεκμηρίωση που αντανακλά την ξένη καλαισθησία των κατακτητών Κουσάνα. Γκανταρικού στιλ ή τουλάχιστον απομίμησή του φαίνεται να είναι το άγαλμα του Χαρίτι στη Σαπτάρσι Τίλα, ενώ παρουσιάζει ισχυρές κλασικές επιδράσεις το σύμπλεγμά του Ηρακλής που πνίγει τον λέοντα της Νεμέας. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής είναι η συνεχής αντίδραση στην ξένη επίδραση, η οποία κυριαρχούσε ήδη από αιώνες στις γειτονικές ζώνες. Εξάλλου, η σχολή της Ματούρα, από την κουσανική περίοδο και ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Κανίσκα, επεξεργάστηκε τις κατακτήσεις των προηγούμενων καλλιτεχνικών ρευμάτων της Μπαρχούτ και της Σάντσι προσπαθώντας να καθορίσει εκείνους τους εικονογραφικούς και εικονομετρικούς κανόνες, εκείνα τα εικαστικά σχήματα που θα κωδικοποιούνταν και θα αποτελούσαν την ύπαρξη όλης της ινδικής τέχνης. Έτσι οι γιακσίνι ή τα ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) των κιόνων του κιγκλιδώματος της Μπουτεσάρ θυμίζουν τις καλλιτεχνικές εμπειρίες της Σάντσι και της Αμαραβάτι.
Η Ματούρα δεν περιορίστηκε στα μνημεία και στα άλλα έργα βουδιστικής τέχνης, αλλά υπήρξε επίσης και περίφημο τζαϊνιστικό κέντρο. Τα πρώτα τζαϊνιστικά γλυπτά της χρονολογούνται κιόλας από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξακολούθησαν να δημιουργούνται έως την άνοδο στον θρόνο του Κουσάνα ηγεμόνα Κανίσκα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στην Κανκάλι Τίλα: πολύ συχνά πρόκειται για αγιαγκαπάτα, δηλαδή για πέτρινες λαξευτές πλάκες που χρησίμευαν για να διακοσμούν τις στούπες. Στο μέσον τους απεικονίζεται το ομοίωμα ενός τζαϊνιστή ασκητή (όπως σε εκείνη που βρέθηκε στην Κανκάλι Τίλα και σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο της Λούκνοου), καθισμένου με τον τρόπο των ασκητών της Μπαρχούτ (με τα πόδια σταυρωμένα και με τα χέρια σε στάση ντγιαναμούντρα, δηλαδή στη θέση περισυλλογής) σε ένα μαξιλάρι τοποθετημένο πάνω σε ένα είδος βάθρου· πάνω από το κεφάλι του υπάρχει ένα αλεξήλιο (ομπρέλα) από το οποίο κατεβαίνουν δύο γιρλάντες. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν για τα ομοιώματα αυτά τα ίδια σύμβολα της βουδιστικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ορισμένες διαφορές διατηρούνται σχεδόν σταθερές: ο Τζίνα (διδάσκαλος των τζαϊνιστών) απεικονίζεται γυμνός· αν είναι καθισμένος, έχει τη στάση ντγιαναμούντρα· αν είναι όρθιος, κρατά τα μπράτσα κατά μήκος του σώματός του και στο στήθος έχει λαξευμένο το σριβάτσα, το σύμβολο της τύχης.
Η γκουπτική τέχνη. Μεταξύ των αρχών του 3ου αι. και του τέλους του 5ου αι. η δυναστεία των Γκούπτα πραγματοποίησε την πολιτική ένωση της βόρειας Ι., που από την πτώση των Μορία ήταν διαιρεμένη και κατεχόταν από ξένες δυνάμεις, οι οποίες εναλλάσσονταν στην περιοχή Ινδού-Γάγγη.
Αυτό που χαρακτηρίζει την γκουπτική αρχιτεκτονική είναι η αρκετά μεγαλύτερη διάδοση του ινδουιστικού ναού. Ωστόσο, δεν πρόκειται για πραγματική ανανέωση, αφού φαίνεται ότι ήδη από καιρό ήταν γνωστά κάποια ιερά αφιερωμένα στη γιάκσα ή σε μεγαλύτερες ινδικές θεότητες, όπως ο Σίβα, ο Βισνού ή ο Βασουντέβα και άλλοι. Αντίθετα, από ορισμένα ανάγλυφα της Σάντσι και της Ματούρα θα μπορούσε να βεβαιώσει κάποιος ότι ο ναός είχε ήδη προσλάβει τη χαρακτηριστική μορφή του, δηλαδή του πολυώροφου πύργου. Αρχικά, τα οικοδομήματα ήταν μάλλον απλά, όπως ο ναός της Μπουμάρα, με τετράγωνο κελί και επίπεδη στέγη. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται κάποια δυτική επίδραση. Η δομή του ινδουιστικού ναού τονίζει περισσότερο τον κοσμικό συμβολισμό που αποκαλύπτεται ήδη στη βουδιστική στούπα· ολόκληρο το συγκρότημα μετατρέπεται δηλαδή σε μια πλαστική απεικόνιση του κόσμου. Η τάση αυτή εδραιώθηκε οριστικά μόλις κατά τον 7ο-8ο αι., υπό την επίδραση ρευμάτων του συγκρητισμού και μιας ευρύτατης δογματικής ανοχής, η οποία πλησίαζε διαφορετικές λατρείες και θεότητες. Έτσι, ο ναός εξελίχθηκε με έναν πολλαπλασιασμό δομών ορισμένες φορές υπερβολικό, αλλά αναγκαίο γιατί έπρεπε να φιλοξενεί ομοιώματα του Σίβα, του Βισνού και του Βράχμα, του Σούργια, της Ντέβι, του Γκανέσα, των φρουρών του κόσμου (λοκαπάλα) ή ακόμα βεδικών θεοτήτων.
Υιοθετώντας το σχήμα της βουδιστικής στούπας, αρχικά ο ινδουιστικός ναός ανεγέρθηκε σε μια πλατφόρμα με πλατύσκαλα προσπέλασης στη μία ή και στις τέσσερις πλευρές (Μπουμάρα, Ντεογκάρτ, Μπιταργκάον, Γκοπ κ.ά.). Στη συνέχεια, ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των αναβαθμίδων, το οικοδόμημα απέκτησε τη μορφή ενός πύργου που προβλήθηκε ακόμα περισσότερο όταν, γύρω από το κεντρικό κελί, κατασκευάστηκε ένα είδος πραντακσίνα πάτα, δηλαδή μια στοά για λιτανείες ή ένας σκεπαστός διάδρομος βουδιστικής προέλευσης. Το σώμα του πύργου ήταν διακοσμημένο στις πλευρές με σηκούς, φεγγίτες ή διάφορα διακοσμητικά μοτίβα. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στη διακόσμηση της εισόδου στον ναό, την οποία αποτελούσαν γενικά ομοιώματα γιάκσα, ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) ή διάφορες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες επικρατούσαν οι απεικονίσεις των ιερών ποταμών Γάγγη και Τζούμνα, που αντικαταστάθηκαν αργότερα από εκείνες των εννέα πλανητών.
Στη βουδιστική αρχιτεκτονική δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ιδιαίτερα καινούργιο: η στούπα τείνει και αυτή σε επιμήκεις μορφές και έτσι γίνεται ένα είδος πύργου, με σηκούς στις δύο πλευρές και μικρότερες στούπες στις γωνίες. Τα βουδιστικά μοναστήρια, εκτός από το γεγονός ότι συχνά διαθέτουν περισσότερα πατώματα, διατηρούν την παλιά δομή των γκανταρικών. Ένας μεγάλος βουδιστικός ναός, που έχει διατηρηθεί σχεδόν στην αρχική του μορφή είναι ο Μαχαμπόντι της Μποντ Γκάγια, παντσαγιατανικού τύπου. Ο ναός αυτός, που είναι χτισμένος στην τοποθεσία όπου ο Βούδας δέχθηκε τη φώτιση, βρίσκεται πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα, ενώ δύο πλατύσκαλα με ημικυκλική κάλυψη οδηγούν στην πραντακσιναπάτα, στα παρεκκλήσια και στο κεντρικό ιερό.
Στο Ντεκάν δραστηριοποιούνται ξανά και τροποποιούνται τα μοναστήρια και οι ναοί σε βράχο της προηγούμενης εποχής, εκτός του ότι σκάβονται και καινούργιοι, οι οποίοι, μολονότι διατηρούν το παλιό σχήμα, έχουν πιο μεγάλους χώρους και πλούσιες κιονοστοιχίες. Η διακόσμηση περιλαμβάνει ομοιώματα του Βούδα, σκηνές των Τζατάκα, ομοιώματα του Βοδισάτβα, αλλά και ομοιώματα ερωτικών ζευγαριών, χορευτριών και μουσικών σε μια ασυνήθιστη ανάμειξη ιερών και κοσμικών στοιχείων. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν οι τελευταίοι τσάιτγια (σπήλαια 19 και 26 της Ατζάντα και το σπήλαιο Βισνακαρμάν της Ελόρα). Καλύπτονταν ολοκληρωτικά από ζωγραφική και πλαστική διακόσμηση, αφιερωμένη στον Βούδα και στα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας γήινης ζωής του. Ωστόσο σε βράχο κατασκευάστηκαν και ναοί ινδουιστικής λατρείας, οι οποίοι ήταν καλύτεροι από τους βουδιστικούς ως προς την αρχιτεκτονική δομή και την πλαστική διακόσμηση, μολονότι επαναλάμβαναν το επιπεδομετρικό τους σχέδιο. Στην Ελόρα τα σπήλαια της Ραμεσβαράν είναι ένα πραγματικό αριστούργημα· παρόμοια έργα βρίσκονται επίσης στο νησί του Ελέφαντα και αλλού. Στις σιβαϊτικές συνθέσεις τα ομοιώματα δεν συσσωρεύονται το ένα επάνω στο άλλο όπως στις βουδιστικές· τα ανάγλυφα υπακούουν σε μια διαφορετική έννοια του χώρου και οι τοίχοι, διακοσμημένοι με απεικονίσεις φυσικού μεγέθους, προσδίδουν στο περιβάλλον μνημειακή και επιβλητική όψη.
Όσον αφορά τη μη θρησκευτική αρχιτεκτονική, δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτα. Μόνο οι τοιχογραφίες και οι περιγραφές των φιλολογικών κειμένων δίνουν μια εικόνα γι’ αυτήν.
Η γκουπτική γλυπτική παραγωγή περιλαμβάνει μεμονωμένα ομοιώματα και ανάγλυφα αφηγηματικού χαρακτήρα. Οι διαστάσεις ποικίλλουν και ορισμένες φορές υπάρχει μια προτίμηση για τα έργα μνημειακών διαστάσεων, όπως ο κολοσσιαίος Βούδας του Παρινιρβάνα στην Ατζάντα, που επηρέασε τα μεγάλα αφγανικά αγάλματα της Μπαμιγιάν, τα οποία κατέστρεψαν εντελώς τον Μάρτιο του 2001 οι ισλαμιστές Ταλιμπάν. Άλλες φορές, αν σε μια σύνθεση έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μια θεότητα, τότε συνοδεύεται από μικρότερα ομοιώματα ακολούθων τα οποία, σύμφωνα με έναν αναλογικό συμβολισμό, τείνουν να μεγαλώσουν το κύριο ομοίωμα. Τα μεμονωμένα ομοιώματα είναι συχνά απεικονίσεις του Βούδα, ομοιώματα Βοδισάτβα Τιρταμκάρα (τζαϊνιστών ασκητών) ή ινδουιστικών θεοτήτων. Τα δύο κυριότερα γκουπτικά κέντρα που παρήγαγαν τα καλύτερα δείγματα τέτοιων ομοιωμάτων είναι η Ματούρα και η Σαρνάτ. Ο γκουπτικός Βούδας προέρχεται αναμφίβολα από τον γκανταρικό τύπο: ο μοναστικός μανδύας, τουλάχιστον στην αρχή, τον καλύπτει τελείως και το ύφασμα έχει ομόκεντρες πτυχές. Αμέσως μετά οι πτυχές τείνουν να περιοριστούν και το εξαιρετικά διαφανές ένδυμα κολλά τελείως στο σώμα, τονίζοντας τις γραμμές του. Το πρόσωπο, ωοειδές με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά και μόλις χαμογελαστό, χαρίζει σε όλο το ομοίωμα μια έκφραση απόλυτης γαλήνης και προβάλλεται σε ένα μεγάλο φωτοστέφανο, διακοσμημένο με ποικίλα μοτίβα, που κολλά στην πλάτη.
Οι απεικονίσεις των Βοδισάτβα και των ινδουιστικών θεοτήτων της πρώτης περιόδου αποτελούν αληθινά έργα τέχνης. Είναι πάντοτε διακοσμημένες με κοσμήματα και περίτεχνες κομμώσεις και παρουσιάζουν μια εξαιρετική κομψότητα, χωρίς ωστόσο να αποκτούν πολύ μανιεριστικό ύφος.
Στην αυλή των βασιλιάδων Γκούπτα, η ποίηση, η μουσική και ο χορός συνετέλεσαν ώστε να μορφοποιηθεί ένας τύπος γυναικείας ομορφιάς ο οποίος τονίζει τον πλαστικό όγκο του σώματος, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση σε στάσεις που ακολουθούν τους κανόνες της μόδας. Οι γλύπτες εκμεταλλεύτηκαν κάθε δυνατότητα κίνησης και έκφρασης του γυναικείου σώματος, υλοποιώντας σχεδόν τα οράματα των ποιητών.
Η ζωγραφική ακολούθησε την ίδια εξελικτική διαδικασία με τη γλυπτική. Από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια είχε μεγάλη σπουδαιότητα, ανταποκρινόμενη σε μια πιο διαδεδομένη καλαισθησία – συχνά μη θρησκευτική. Ακόμη και οι ίδιες οι εταίρες ζωγράφιζαν με επιτυχία, ενώ στα ανάκτορα και στα αριστοκρατικά σπίτια υπήρχαν συχνά περιζήτητες τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού και απεικονίσεις θρύλων, καθώς και συλλογές πινάκων.
Στους ναούς και στα μοναστήρια η διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων με τοιχογραφίες εποικοδομητικού θέματος ήταν έργο των μοναχών. Από την πρώτη περίοδο της γκουπτικής ζωγραφικής δεν διασώθηκαν παρά μόνο ορισμένα αποσπάσματα που προέρχονται από την Ορίσα. Μια πιο λεπτομερής ανάμνηση διατηρείται, εκτός από τα τεχνικά κείμενα, και στα λογοτεχνικά έργα· στην Ουταραραματσαρίτα, ένα δράμα του Μπαβαμπούτι, υπάρχουν συζητήσεις για ενδιαφέροντα ζητήματα της ζωγραφικής.
Στα σπήλαια της Μπαγκ διατηρούνται σημαντικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από την κλασική γκουπτική περίοδο. Όμως, οι σπουδαιότερες τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί είναι εκείνες των Βιχάρα 16 και 17 της Ατζάντα, περίπου του τέλους του 5ου αι., με στιλιστικά χαρακτηριστικά πανομοιότυπα με εκείνα των σύγχρονων με αυτούς γλυπτών. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη στους τοίχους, με τις εικόνες διατεταγμένες κανονικά, σαν σε λιτανεία, ή κατά ομάδες που παρεμβάλλονται σε αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις.
Η τέχνη παλάβα. Η δυναστεία των Παλάβα διαδέχθηκε τη δυναστεία των Άντρα στο ανατολικό Ντεκάν περίπου τον 5ο αιώνα και παρέμεινε στην εξουσία έως τα τέλη του 9ου. Η αυλή των ηγεμόνων της δυναστείας αυτής υπήρξε επίσης κέντρο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων. Σύμφωνα με την επιγραφή της Μανταγκαπάτου φαίνεται ότι ο Μαχεντραβαρμάν Α’ (600-630), ηγεμόνας που αγαπούσε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, επονομαζόμενος επίσης και Τσετακάρι (κατασκευαστής ναών), έδωσε μεγάλη ώθηση στις πέτρινες κατασκευές, από τις οποίες όμως δεν διασώθηκε τίποτα· εκείνη την εποχή σκάφτηκαν πολλοί ναοί-σπήλαια, στη ζώνη από την Τιρουτσιραπάλι έως τον ποταμόκολπο του ποταμού Κρίσνα. Αυτοί οι ναοί-σπήλαια, αφιερωμένοι στη φαλλική λατρεία του Σίβα και αποτελούμενοι από μια απλή αίθουσα με κίονες, ακολουθούσαν το αρχιτεκτονικό σχήμα των γκουπτικών. Ανάμεσα στα πρώτα δείγματα, μοναδική είναι η αίθουσα που βρίσκεται πάνω σε μια βάση με στρογγυλωπό κάλυμμα, διακοσμημένη με μεγάλα ομοιώματα θεοτήτων-προστατών του ναού. Αργότερα το σχήμα έγινε πολυπλοκότερο, αφού τα πατώματα πολλαπλασιάστηκαν και προστέθηκαν μικρότερα ιερά· αυτό συνέβη στην Ουνταβάλι ή στην Μπαϊραβακόντα, όπου μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την τυπική στην αρχιτεκτονική παλάβα λεπτομέρεια των κιόνων που στηρίζονται σε σώματα λιονταριών.
Στον ηγεμόνα Ναρασιμχαβαρμάν Α’ Μαμάλα (630-668) οφείλεται η κατασκευή ενός συγκροτήματος το οποίο αποτελούσαν ναοί-σπήλαια, από ράτα και από μεγάλα γλυπτά. Οι ράτα είναι κατασκευές ή, καλύτερα, μεγάλα γλυπτά, που έχουν κατασκευαστεί από μεγάλους μονόλιθους: περίφημοι είναι οι πέντε ράτα της Μαμαλαπούραμ που πήραν τα ονόματα των κυριότερων ηρώων της Μαχαμπαράτα. Ο απλούστερος είναι ο ράτα της Ντραουπάντι, ένα τετράγωνο κελί που περιβάλλεται από δώδεκα κίονες και έχει πυραμιδοειδές κάλυμμα. Ο ράτα που ονομάζεται Μπίμα έχει διαμήκη μορφή. Επίσης, διαθέτει δύο πατώματα και θόλο μορφής ράχης ελέφαντα, θυμίζοντας τις αίθουσες των βουδιστικών τσάιτγια της προηγούμενης περιόδου. Απομίμηση των βουδιστικών κτιρίων αποτελεί ο ράτα της Νταρμαράτζα, που περιλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα με ανοιχτές βεράντες και έναν πυραμιδοειδή τετραώροφο πύργο. Ανάμεσα στους άλλους ράτα που κατασκευάστηκαν από τους μετέπειτα ηγεμόνες, σπουδαιότεροι είναι ο παράκτιος ναός στη Μαμαλαπούραμ, ο οποίος υψώνεται με μια διαδοχή διακοσμημένων ορόφων, ο Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και ο ναός της Βαϊκουνταπερουμάλ που έχουν έναν πύργο και τέσσερις ορόφους όχι συμβολικούς αλλά λειτουργικούς. Η εξαιρετικά διαδεδομένη διακόσμηση την οποία παρουσιάζουν τα ανώτερα πατώματα δίνει στους ναούς αυτούς μια μπαρόκ εμφάνιση, η οποία εξακολούθησε να βαραίνει και τους ναούς της μεσαιωνικής Ι.
Η γλυπτική παλάβα είναι επηρεασμένη από την γκουπτική καλλιτεχνική εμπειρία. Το ανάγλυφο του Γκανγκαντάρα στην Τιρουτσιραπάλι, έργο αξιοσημείωτης πλαστικής αξίας, μολονότι είναι γεμάτο ζωηράδα και εκφραστική δύναμη, δεν έχει τη δύναμη της γκουπτικής γλυπτικής. Στην Τιρουτσιραπάλι ή στην Ουνταβάλι υπάρχουν ομοιώματα ντβαραπάλα (θεότητα που προστατεύει τον ναό) του Βισνού ή της Λάκσμι, χονδροειδείς εκφράσεις μιας επαρχιακής τέχνης, που παρουσιάζουν μόνο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη Μαμαλαπούραμ, εκτός από τα μεμονωμένα ομοιώματα θεοτήτων, τις προσωπογραφίες του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν και των βασιλισσών του, τα γλυπτά που διακοσμούν τους εξωτερικούς και εσωτερικούς τοίχους των ναών, τους ντβαραπάλα και τα ζευγάρια των θεοτήτων στους σηκούς (μεγάλης αισθητικής αξίας) υπάρχει ένα περίφημο ανάγλυφο. Είναι λαξευμένο σε μια πέτρα κομμένη σε δύο τμήματα από μια ρωγμή, κατά μήκος της οποίας έτρεχε μια φλέβα νερού που κατέληγε σε μια λεκάνη από κάτω: απεικονίζει την κάθοδο του Γάγγη, τη θεά του Γάγγη, απεικονίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα επεισόδιο του Κιραταρτζούνα, έργου του ποιητή Μπαράβι, που έζησε στην αυλή του Μαχεντραβαρμάν Α’. Το ανάγλυφο διακρίνεται για την εξαιρετική του ποιότητα, ως προς τη συνθετική του ενότητα, αλλά και ως προς τις διάφορες σκηνές ή τις μεμονωμένες εικόνες. Στην κολοσσιαία αυτή σύνθεση έχει πραγματοποιηθεί με επιτυχία η συνένωση της γκουπτικής κομψότητας και η προτίμηση για τις ζωηρές και γεμάτες κίνηση απεικονίσεις της σχολής της Αμαραβάτι. Η τέχνη παλάβα, από τις αρχές κιόλας του 7ου αι., άρχισε να παρακμάζει. Τα γλυπτά των ναών της Καντσιπούραμ, τόσο στα ανάγλυφα όπου τα ομοιώματα συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο όσο και στις μεμονωμένες εικόνες, έχουν στερεότυπη μορφή, απ’ όπου απουσιάζουν η έκφραση και η κίνηση. Όσον αφορά τη ζωγραφική, ελάχιστα έχουν διασωθεί, όπως λίγα αποσπάσματα από την εποχή του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν, που βρέθηκαν σε έναν τζαϊνικό ναό-σπήλαιο στη Σιταναβασάλ. Στις τοιχογραφίες αυτές οι χορεύτριες ή οι κοπέλες που μαζεύουν άνθη λωτού, από υφολογική άποψη σχεδόν πανομοιότυπες με τις τοιχογραφίες της Ατζάντα, έχουν πιο ρωμαλέα διάπλαση, αλλά επίσης είναι χαριτωμένες και γεμάτες από μεγάλη χαρά για τη ζωή. Άλλα αποσπάσματα έχουν βρεθεί στον Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και αλλού.
Η τέχνη των Τσαλούκια. Με τους Τσαλούκια της Μπαντάμι, στο δυτικό Ντεκάν, το γκουπτικό στιλ αναζωογονήθηκε από ελαφρές τροποποιήσεις. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της πρώτης φάσης, που άρχισε τον 6ο αι., βρίσκονται στα περίχωρα της Εχόλε. Το Λαντ-Χαν, ένα από τα αρχαιότερα ιερά αφιερωμένα στον Σίβα, αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα μπροστά στην οποία υπάρχει στοά με κίονες. Στο βάθος βρίσκεται η αίθουσα για τη λατρεία και όλο το οικοδόμημα επικαλύπτεται από πέτρινες πλάκες, που κατέρχονται βαθμιαία προς τα έξω. Πάνω στη στέγη αυτή υψώνεται ένα μικρό παρεκκλήσι. Άλλο σπουδαίο μνημείο είναι ο ναός στην ντούργκα (φρούριο) στην Εχόλε, που χτίστηκε σε μια υψηλή βάση και διαθέτει τη δομή ενός τροποποιημένου τσάιτγια, με επίπεδη στέγη από πέτρινες πλάκες στη θέση του θόλου. Οι φάσεις της κατασκευής του ναού, που αποπερατώθηκε τον 7ο αι., απεικονίζονται στο εσωτερικό σε ωραία ανάγλυφα. Οι ναοί της Χουτσιμαλιγκούντι και της Μεγκούτι της επόμενης περιόδου μπορούν να χαρακτηριστούν ως έργα του καλύτερου γκουπτικού στιλ, ακόμα και αν είναι απομιμήσεις.
Η εξέλιξη της τέχνης τσαλούκια φθάνει στην ακμή της, κυρίως όσον αφορά τα γλυπτά, στην Μπαντάμι. Ανάμεσα στους κυριότερους ναούς-σπήλαια ξεχωρίζουν κυρίως δύο, που έχουν αφιερωθεί στον Σίβα κατά μίμηση των σπηλαίων της Ατζάντα, και ένας τρίτος –πολύ μεγάλος– αφιερωμένος στον Βισνού. Ο τελευταίος περιέχει άφθονα γλυπτά, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας, που θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα όλης της ιστορίας της ινδικής τέχνης. Όμως, και οι τοιχογραφίες που συνοδεύουν τα γλυπτά αυτά θυμίζουν κατά ένα μέρος τα ζωγραφικά έργα της Ατζάντα και της Σιταναβασάλ.
Οι μεμονωμένοι ναοί –όπως εκείνος κοντά στο φρούριο στα βόρεια της Μπαντάμι– θυμίζουν πολύ την αρχιτεκτονική των Παλάβα, ενώ στα προσαρτημένα γλυπτά διατηρείται στενότατος ο δεσμός με το γκουπτικό στιλ. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται η ανασκαφή των τελευταίων σπηλαίων της Ατζάντα, ανάμεσα στα οποία ένα είναι ονομαστό για την τοιχογραφία η οποία απεικονίζει την πρεσβεία του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β’ στην Πουλακεσίν. Άλλοι παρόμοιοι ναοί και ιερά σε σπήλαια υπάρχουν στο Γκουτζαράτ, στην Αουρανγκαμπάτ και στην Ελόρα. Ένας ναός-σπήλαιο, του καθαρότερου και καλύτερου στιλ παλάβα, βρίσκεται στην Εχόλε, με ζωγραφικά και γλυπτικά έργα του ίδιου στιλ. Την εποχή των Τσαλούκια οι ναοί-σπήλαια της Ελόρα και της Ελεφάντας (Νήσου του Ελέφαντα), σιβαϊτικοί και βουδιστικοί, διακρίνονται για τις τεράστιες αναλογίες τους: στις μεγάλες αίθουσες το διάχυτο μισόφωτο προσδίδει στα γλυπτά που προβάλλουν από τους τοίχους μια αίσθηση μυστηριώδους μεγαλοπρέπειας και συγκρατημένης δύναμης. Σε έναν από τους ναούς-σπήλαια στην Ελεφάντα βρίσκεται το περίφημο είδωλο της λεγόμενης Τριμούρτι, ένα μεγάλο κεφάλι με τρία πρόσωπα, που απεικονίζει τους τρεις κύριους θεούς του ινδουισμού – τον Βράχμα, τον Βισνού και τον Σίβα.
Άλλα σπήλαια με δύο και τρία πατώματα, αφιερωμένα στη λατρεία του βουδισμού Μαχαγιάνα, είναι διακοσμημένα με είδωλα του Βούδα, του Βοδισάτβα και της Τάρα (θηλυκής θεότητας του ελέους). Στους ναούς της Παταντακάλ (κοντά στην Μπαντάμι), όπως και σε εκείνον του Βισνού, που αργότερα προσαρμόστηκε στη λατρεία του Σίβα, ή στο Βιρουπάκσα και στο Μαλικαρτζούνα, οι αρχιτέκτονες πλησιάζουν το στιλ παλάβα, που σιγά-σιγά υποκατέστησε στο δυτικό Ντεκάν το στιλ γκούπτα-τσαλούκια.
Η τέχνη των Πάλα-Σένα. Στη Βεγγάλη η τέχνη των ηγεμόνων Πάλα (765-1140) και στη συνέχεια των ηγεμόνων Σένα (1140-1280), υποτελών και διαδόχων τους, αναπτύχθηκε από την γκουπτική βουδιστική τέχνη. Επικράτησαν όμως τα ταντρικά (δηλαδή μαγικά-θρησκευτικά) μοτίβα, ενώ συχνά υπήρχαν και αντανακλάσεις της βισνουιτικής και σιβαϊτικής αγιογραφίας. Από την αρχιτεκτονική τους ελάχιστα διασώθηκαν, επειδή μεγάλο μέρος των κτιρίων καταστράφηκε κατά τις μουσουλμανικές εισβολές. Ο ναός της τέχνης των Πάλα-Σένα, στην απλούστερη μορφή του, έχει σχήμα πύργου, ενώ η είσοδός του διαθέτει τριπλό παράθυρο με κιονίσκους ή στρογγυλό, απομίμηση του φωτοστέφανου που τοποθετούσαν πίσω από τις μορφές των θεοτήτων.
Η γλυπτική της περιόδου συνδέεται με την γκουπτική, αν και είναι λιγότερο ρωμαλέα· οι στήλες της εποχής των Πάλα, οι οποίες πλαισιώνουν τις διάφορες θεότητες, έμειναν βαριές. Οι δε μορφές, άτονες και ογκώδεις, διακρίνονται για τις χαριτωμένες και απλές πόζες τους. Όμως, κατά τον 10ο αι., τα πρόσωπα απέκτησαν ξανά έντονη και ζωηρή έκφραση και τα σώματα κομψή ισορροπία στο κέντρο της στήλης. Την περίοδο των Σένα, τα σώματα επιμηκύνθηκαν κατά υπερβολικό τρόπο, οι εκφράσεις των προσώπων έγιναν στερεότυπες και επιφανειακές, τα ενδύματα και τα κοσμήματα πολύ βαριά και περίτεχνα, οι στήλες παραφορτώθηκαν από διακοσμητικά στοιχεία, έτσι ώστε να πνίγουν την κεντρική μορφή, τονίζοντας την εξεζητημένη, τεχνητή πόζα.
Η τέχνη των Πρατιχάρα και των επόμενων δυναστειών. Την εποχή της δυναστείας Πρατιχάρα (816-1030), η οποία κυριαρχούσε στις φυλές Γκουρτζάρα και Ρατζπούτ, στην κεντρική ζώνη της βόρειας Ι., επικρατούσε η λατρεία του Σίβα, ιδιαίτερα υπό τις τρομακτικές μορφές του· του Βισνού στην αβατάρα (ενσάρκωση) του αγριόχοιρου και μετά των Σούργια και Λάκσμι Ναραγιάνα. Τα είδωλα, εξαιτίας της συμβολικής και μαγικής αξίας τους, πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι ναοί εμπλουτίστηκαν με παρεκκλήσια, λατρευτικές αίθουσες και αγάλματα, συχνά κολοσσιαία και με άφθονες πολύτιμες διακοσμήσεις. Ο ινδουιστικός ναός στην κλασική μορφή του, που διαμορφώθηκε κατά τη ριζική μεταμόρφωση μεταξύ 8ου και 10ου αι., αποτελείται από διάφορα μέρη. Η κατασκευή στηρίζεται σε μια ψηλή βάση (μέντι), επάνω στην οποία υψώνεται ένα βάθρο. Επάνω σε αυτό στηρίζεται μια αίθουσα με υποστυλώματα, προορισμένη για τα θεάματα των χορευτριών, μια κλειστή αίθουσα με το άγαλμα της θεότητας στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός, προορισμένη για τη λατρεία, μια σκοτεινή στοά και τέλος το κυρίως ιερό, περιβαλλόμενο από τον δρόμο των λιτανειών. Η στέγη με σικάρα (πυραμιδοειδής) καλύπτει το σύνολο, ενώ δευτερεύοντες ναοί, καθαρτήριες δεξαμενές και αψίδες θριάμβου βρίσκονται διατεταγμένες γύρω από τον κεντρικό πυρήνα ολόκληρου του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. Πολυάριθμα αγάλματα θεοτήτων, ουράνιων νυμφών και ζευγαριών διακοσμούν κόγχες και εξωτερικές προεξοχές. Στο εσωτερικό τα είδωλα αυτά αφθονούν στους κίονες, στα επιστύλια και στα υποστυλώματα, που στηρίζουν τον κάτω ημικυκλικό θόλο ή τις κοιλότητες των τοίχων. Το κύριο είδωλο του ναού, στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και έξοχα υφάσματα, φαίνεται μόνο μέσα από την ανοιχτή πόρτα του ιερού, πέρα από τη σκοτεινή στοά.
Από τους πολυάριθμους ναούς που χτίστηκαν από τους Πρατιχάρα, ελάχιστοι έχουν διασωθεί. Όσον αφορά τους σπουδαιότερους ναούς της Κανάουτζ, της Μπεναρές και της Ματούρα, υπάρχουν μόνο οι περιγραφές των ιστορικών και των ποιητών της ακολουθίας του Μαχμούτ της Γάζνι, ο οποίος τους κατέστρεψε τον 11ο αι. Η αρχιτεκτονική τους διακόσμηση όμως, η οποία είναι φανερό πως έχει εμπνευσθεί από την υστερογκουπτική τεχνοτροπία, είναι χονδροειδής, ελάχιστα αρμονική και παραφορτωμένη. Η γλυπτική της Μπινμάλ, της αρχαίας πρωτεύουσας των Γκουρτζάρα, έφτασε στην καλύτερη έκφρασή της τον 9ο αι., επί βασιλείας του Μπότζα Α’.
Οι ναοί της Κατζουράχο και της Ορίσα. Μεταξύ 9ου και 14ου αι. οι ηγεμόνες των διαφόρων μικρών δυναστειών που διεκδικούσαν, με εναλλασσόμενες τύχες, το εκτεταμένο βασίλειο των Πρατιχάρα κατά την εποχή της παρακμής τους, έχτισαν πολυάριθμους ναούς, πολλοί από τους οποίους διακρίνονται για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία τους. Αυτοί οι ναοί μπορούν να συνενωθούν σε πέντε κύριες ομάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε διάφορες δυναστικές περιόδους και περιοχές με κοινό ωστόσο υπόβαθρο, που προερχόταν από τους Πρατιχάρα. Οι ναοί (συνολικά 85, από τους οποίους διασώζονται μόνο είκοσι), που χτίστηκαν από τους ηγεμόνες Τσαντέλα στην Κατζουράχο, περίπου από το 950 έως το 1050, είναι από τους ωραιότερους και πιο ενδιαφέροντες. Σε λιγότερο από έναν αιώνα, στην κύρια σικάρα προστέθηκαν πολυάριθμες δευτερεύουσες, μεγάλων διαστάσεων, οι οποίες δίνουν την εντύπωση τεράστιων φανταστικών σκαλοπατιών, που φαίνονται να είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Ποτέ ίσως η ινδική τέχνη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό επίπεδο τεχνικής δεξιότητας και δύναμης φαντασίας. Τα πολυάριθμα αγάλματα, που διακοσμούν τις βάσεις και τις πλευρές των εξωστών, διαποτισμένα από ισχυρότατο ερωτικό φορτίο, έχουν ιδιαίτερη αισθητική αξία από την άποψη των αναλογιών, της χάρης των κινήσεων, του αυθορμητισμού των γυναικείων προσώπων και της συστροφής των σωμάτων. Από τα καλύτερα οικοδομήματα των Παραμάρα (948-1260) είναι ο ναός του Νιλκαντεσβάρα στην Ουνταϊπούρ (Μάλβα), με ογκώδεις αναλογίες, αλλά πλούσια διακοσμημένος, και ο ναός της Αμπαρνάτ, κοντά στη Βομβάη.
Από την αρχιτεκτονική των Σολάνκι (942-1242) σώζονται μεγαλοπρεπή ερείπια στη Σιντπούρ (ναός του Σίβα) και στη Μοντέρα (ναός του Σούργια), στο Γκουτζαράτ. Ο ωραιότατος ναός της Σομαναταπούρ στο Γκουτζαράτ καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Πολύ ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σειρά των ναών –από άσπρο μάρμαρο, με πλουσιότατη και εξαίρετη διακόσμηση– που χτίστηκαν στο Γκουτζαράτ και στο νότιο Ρατζαστάν από τις διάφορες τζαϊνικές κοινότητες. Αυτοί διαφέρουν από τους ινδουιστικούς ναούς, επειδή το κύριο ιερό είναι χτισμένο μέσα σε μια κλειστή αυλή, που περιβάλλεται από παρεκκλήσια 24 Τιρταμκάρα. Από τα πιο γνωστά είναι εκείνα του Βιμάλα Σαχ, στο βουνό Αμπού (που λεηλατήθηκε από τους μουσουλμάνους), του Τετζαχπάλα Νεμινάτα στην Ντιλβάρα και της Κάλι στην Νταρμπαβάτι.
Καθαρά υστερογκουπτικής προέλευσης είναι τα πρώτα μεσαιωνικά μνημεία της Ορίσα, στο βορειοανατολικό Ντεκάν. Άλλα σημαντικά οικοδομήματα είναι οι ναοί της Τζαγκανάτα στην Πούρι, εθνικό ιερό, και ο ναός του Σούργια στην Κονάρακ.
Η αρχιτεκτονική του Ντεκάν. Στο Ντεκάν, από τον 8ο έως τον 10ο αι., κυριάρχησε η δυναστεία Ραστρακούτα. Σε αυτήν αποδίδονται ορισμένοι ναοί σκαμμένοι στους βράχους της Ελόρα, πρωτεύουσας των πρώτων ηγεμόνων, ο τάφος του Νταρμανάτα στη Μάλβα και, κατά ένα μέρος, ο ναός του Σίβα στην Ελεφάντα. Το σπουδαιότερο όμως μνημείο της εποχής των Ραστρακούτα στην Ελόρα είναι το Καϊλασανάτα, του οποίου η ανέγερση άρχισε από τον Νταντιντούργκα και αποπερατώθηκε από τον Κρισναράτζα Α’. Άλλοι ηγεμόνες περιέβαλαν την αυλή με παρεκκλήσια, αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες, και πλούτισαν τον κύριο πυρήνα με ένα ιερό σε βράχο, αφιερωμένο στον Σίβα Λανκεσβάρα, και με ένα άλλο που έμεινε ημιτελές. Το στιλ του Καϊλασανάτα είναι εκείνο των μνημείων της εποχής (8ος-9ος αι.), με πυραμιδοειδείς στέγες και μεγάλα τετράγωνα υποστυλώματα, τα οποία ισορροπούνται από χοντρούς προεξέχοντες θριγκούς και πλάκες με ανάγλυφα. Αρκετά ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά στους τοίχους του κυρίως ιερού, τα οποία απεικονίζουν κομψούς ιπτάμενους δαίμονες. Πιο ανόμοια είναι εκείνα των πλευρικών παρεκκλησίων σε στιλ τσαλούκια ή παλάβα. Στο σπήλαιο του Σίβα Λανκεσβάρα το ανάγλυφο τείνει σε θεαματικά μπαρόκ εφέ, που επιτυγχάνονται με σπαστή κίνηση. Στα μεταγενέστερα ανάγλυφα, οι μορφές ξαναγίνονται πιο απλές, αλλά λιγότερο εκφραστικές.
Η τέχνη των Τσόλα. Στο μεταξύ, στον Νότο είχε ιδρυθεί η αυτοκρατορία των Τσόλα, η οποία υποσκελίστηκε από την αυτοκρατορία των Πάντγια, που καταλύθηκε και αυτή από τους μουσουλμάνους το 1323. Κατά τη διάρκειά της (β’ μισό 9ου αι. - 13ος αι.), η νότια Ι. βίωσε μια από τις ευτυχέστερες περιόδους της. Οι ναοί που χτίστηκαν στις ιερές πόλεις τους είχαν και μια συντονιστική οικονομικοκοινωνική λειτουργία· συγκέντρωναν γύρω τους, με διάφορα μέσα και θεσμούς, όλες τις τάξεις, προσπαθώντας να εξομαλύνουν όσο ήταν δυνατόν τις κοινωνικές διαφορές. Οι Τσόλα, αντί να χτίζουν νέους ναούς, ανοικοδομούσαν εκείνους που υπήρχαν, διευρύνοντάς τους και πλουτίζοντάς τους με νέες αίθουσες και μεγάλους πυλώνες. Στις αρχές του 11ου αι., αντίθετα, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή· όλος ο ναός υψώθηκε υπέρμετρα, από το βάθρο έως την πιο απότομη πυραμίδα –σχηματισμένη από παντσαράμα– και έκλεισε με έναν μεγάλο τρούλο. Ακόμα και οι γκοπούρα, οι πύλες εισόδου, απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα, ώσπου έγιναν μνημειακές, κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Πάντγια. Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα δείγματα σημειώνουμε τους ναούς του Μπριχαντισβάρα ή Ρατζαρατζεσβάρα, στην Ταντζαβούρ, τον ναό του Μπριχαντισβάρα στην Γκανγκαϊκοντακολαπούραμ, κοντά στην Κουμπακόναμ, τον μεγάλο ναό της Μαντουράι και τον Εραβατεσβάρα στην Νταρασούραμ.
Όμως μια ομάδα ζωγραφικών έργων της εποχής των Τσόλα ανακαλύφθηκε στους τοίχους της Πραντακσιναπάτα του Μπριχαντισβάρα της Ταντζαβούρ· απεικονίζουν τα εγκαίνια του ίδιου του ναού, υπό τον Ρατζαράτζα Α’, εκτός από ορισμένες γραπτές επεξηγήσεις. Είναι φιλοτεχνημένα σε βιαστικές αδρές γραμμές, με ιδιότυπη χρωματική σύνθεση, και χαρακτηρίζονται από μια αξιοσημείωτη ζωτικότητα και έναν δυνατό ρεαλισμό.
Με τη μουσουλμανική κατάκτηση όλα τα βασίλεια του νότου κατέρρευσαν, με εξαίρεση εκείνο της Βιτζαγιαναγκάρ, που επέζησε έως τα μέσα του 17ου αι. Από τον 13ο έως τον 16ο αι. κατασκευάστηκαν πολυάριθμοι ναοί τεράστιων διαστάσεων.Προϊστορία και αρχαϊκή περίοδος. Οι πρώτες ανθρώπινες παρουσίες στο ινδικό έδαφος εντοπίστηκαν κατά το πλειστόκαινο. Στη δεύτερη μεσοπαγετωνική περίοδο μια πλούσια παλαιολιθική βιοτεχνία άνθησε σε όλη τη χερσόνησο, περίπου όπως συνέβη παράλληλα και στην Ευρώπη.
Για τη μετέπειτα περίοδο διάφορα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εξαφανίστηκε τελείως από αυτές τις περιοχές και ότι πολύ αργότερα εμφανίστηκε ξανά, ύστερα από μεταναστεύσεις από τη Δύση. Αλλά αυτή είναι ίσως μονάχα μια υπόθεση. Πιθανώς σημειώθηκε μια ισχυρή δημογραφική μείωση και η μετάβαση έγινε φυσιολογικά στη μεσολιθική φάση με τις μικρολιθικές κουλτούρες. Στη νότια Ι. η παλαιολιθική παραγωγή, διαφοροποιημένη από την υπόλοιπη της Ασίας, χαρακτηρίζεται από την προτίμηση για τα χαλαζιτικά πετρώματα.
Η μεσολιθική περίοδος αντιπροσωπεύεται στο Παντζάμπ, στο Μάντγια Πραντές, στο Γκουτζαράτ καθώς και στον ακραίο νότο από μικρολιθικά προϊόντα, τα οποία ορισμένες φορές παρουσιάζουν ομοιότητες με ανάλογους πολιτισμούς της αφρικανικής ηπείρου.
Η πρωτοϊστορική φάση της υποηπείρου χαρακτηρίζεται από μια πλούσια και ποικίλη παραγωγή σε οπτή γη (τερακότα). Χρονολογικά, η περίοδος αυτή διαρκεί από τις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ. έως τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Τα πρωτοϊστορικά κέντρα της Ι., μολονότι παρουσιάζουν ορισμένες φορές κοινά χαρακτηριστικά, διαφέρουν αξιοσημείωτα μεταξύ τους.
Στις κεντροανατολικές ζώνες της χερσονήσου αναπτύχθηκε ένας καλά καθορισμένος χαλκολιθικός πολιτισμός, η μελανόμορφη κεραμική του οποίου είναι πιθανό να προέρχεται από την άνω κοιλάδα του Γάγγη. Η ζώνη αυτή, πλούσια σε χαλκολιθικά μνημεία, παρουσιάζει φυσιογνωμία περισσότερο ινδική σε σχέση με τις περιοχές της Δύσης και μπορούμε ίσως να τη θεωρήσουμε αυτόχθονη, αν και το στιλιζάρισμα ορισμένων αντικειμένων με ανθρωποειδή μορφή θα πρέπει ίσως να τοποθετηθεί παραπλεύρως προς τα τελευταία έργα της ιρανικής παραγωγής. Όσον αφορά τη μεταλλουργική τεχνική, οι πληθυσμοί αυτοί δέχτηκαν πιθανώς την επίδραση του λεγόμενου πολιτισμού του Ινδού, συνεχίζοντας με αυτόνομο τρόπο την εξέλιξή τους. Από ορισμένους επιστήμονες έχει διατυπωθεί η υπόθεση συμμετοχής τους στο βίαιο τέλος του ίδιου του πολιτισμού του Ινδού, που καθορίστηκε από τις αριοευρωπαϊκές εισβολές.
Οι πολιτισμοί του Γάγγη, με την τραχύτερη και μικρότερης αξίας καλλιτεχνική παραγωγή τους, σε σχέση με εκείνη του πολιτισμού του Ινδού, προανήγγειλαν ορισμένες πλευρές της μετέπειτα ινδικής τέχνης και άσκησαν σημαντική επίδραση στις νοτιοανατολικές περιοχές. Στην ακτινοβολία αυτή αντιστοιχεί ανάλογη πολιτιστική επέκταση από τα βορειοδυτικά προς τις κεντροδυτικές περιοχές. Οι κεντροανατολικές περιοχές της Ι. παρουσιάζουν αξιοσημείωτα ίχνη επαφής με τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και ιδιαίτερα με την αρχαία Βαβυλωνία, όπως καταφαίνεται, για παράδειγμα, από τη σφραγίδα του Κεντρικού Μουσείου της Ναγκπούρ. Ανεβαίνοντας από τον νότο, βρίσκεται η περιοχή που είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα για την πρωτοϊστορική περίοδο και περιλαμβάνει τα βορειοδυτικά τμήματα της χερσονήσου.
Από τα μέσα κιόλας της 4ης χιλιετίας π.Χ. πολυάριθμα κέντρα που άνθησαν στην κοιλάδα του Ινδού, και βορειότερα, προς τα σύνορα με το σύγχρονο Αφγανιστάν, παρουσίασαν χαρακτηριστικές πολιτιστικές δραστηριότητες οι οποίες καθορίζονται ως ινδοϊρανικές και άλλες αυτόνομες σε σχέση με τις δυτικές επιδράσεις. Μια σημαντική παραγωγή πήλινων αντικειμένων (αγγείων και διαφόρων άλλων αντικειμένων, όπως η μορφή της θεάς μητέρας, της θεάς της γονιμότητας και της ευφορίας ή μικρές εικόνες στιλιζαρισμένων ζώων), αποτέλεσε τη βάση μιας δραστηριότητας που έχει μεγάλη αισθητική αξία.
Ιδιαίτερα προοδευμένος (φαίνεται να έχει τις ρίζες του σε συγγενείς πολιτισμούς που άνθησαν στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν την 4η-3η χιλιετία π.Χ.), ο μεγάλος πολιτισμός της πρωτοϊστορικής Ι. –που ονομάζεται επίσης πολιτισμός του Ινδού ή, επίσης, από το πιο αξιόλογο κέντρο του, πολιτισμός της Χαράπα– εξαπλώθηκε σε μια εκτεταμένη περιοχή μεταξύ των ανατολικών συνόρων του Ιράν και των βόρειων επαρχιών της σημερινής Ι. Οι δύο πιο αξιόλογες πόλεις, που χρονολογούνται περίπου στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., οι οποίες χτίστηκαν με ορθολογικά κριτήρια τα οποία μπορούμε να ονομάσουμε σύγχρονα, είναι η Χαράπα (στο Παντζάμπ) και η Μοχέντζο Ντάρο (στο Σιντ). Τα διάφορα κτίρια είναι διατεταγμένα σύμφωνα με ρυθμιστικό σχέδιο, κατά μήκος των οδών που τέμνονται σε ορθή γωνία. Τα αποχετευτικά έργα στις άκρες των οδών, χάρη στα οποία συγκεντρώνονταν τα απορρίμματα, καταδεικνύουν τον βαθμό εξέλιξης του πολιτισμού αυτού. Τα χαρακτηριστικά λουτρά στις κατοικίες, τα δημόσια λουτρά, οι τόποι ανάπαυσης για τα καραβάνια, τα πολυώροφα σπίτια με τις επίπεδες στέγες αντανακλούν το πρακτικό πνεύμα του πληθυσμού αυτού. Η καλλιέργεια του βαμβακιού γινόταν σε μεγάλη κλίμακα και αντιπροσώπευε μία από τις κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές· η μεταλλουργία ήταν αρκετά προοδευμένη από τεχνική πλευρά. Επίσης, εκτός από τη γεωργία, σημαντικές ήταν οι βιομηχανίες της οπτής γης και της επεξεργασίας του ελεφαντόδοντου. Η μεγάλη εμπορική διακίνηση με τη Δύση και με τον Βορρά αποτελούσε μια άλλη πλουτοπαραγωγική πηγή, η οποία ευνόησε τις υλικές και πνευματικές επαφές με τους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ένταση και ο όγκος των θαλάσσιων διακινήσεων επιβεβαιώνονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στη Λοτάλ, ακραίο όριο της επέκτασης προς τα νότια του πολιτισμού του Ινδού. Παρά το πρακτικό πνεύμα, το οποίο διαφαίνεται σε μια πολύ ορθολογική κοινωνική οργάνωση, τα εικονιζόμενα μοτίβα στις πολυάριθμες σφραγίδες από πέτρα, στεατίτη, κεραμικό ή μέταλλο αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη αισθητική ευαισθησία. Απεικονίζουν σκηνές της καθημερινής ζωής, ζώα, ομοιώματα, μορφές θεοτήτων ή παράξενους συμβολισμούς. Πολλά από τα αντικείμενα αυτά προσφέρουν αναλογίες με άλλα παρόμοια της μεσοποταμιακής ή μεσογειακής Δύσης, γεγονός που μπορεί να μας κάνει να υποθέσουμε όχι μονάχα συνηθισμένες επαφές και ανταλλαγές αλλά και ένα κοινό, κατά ένα μέρος, φόντο.
Σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους και τους Σουμέριους, οι κάτοικοι της Χαράπα και της Μοχέντζο Ντάρο δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την ανέγερση μνημειακών έργων, προτιμώντας τα μικρά και αρμονικά δημιουργήματα, που αποκαλύπτουν μια εκλεπτυσμένη καλαισθησία για τη μορφή. Το σώμα της Χορεύτριας που αναπαύεται στο Μοχέντζο Ντάρο και οι ακρωτηριασμένοι κορμοί ορισμένων υποτιθέμενων θεοτήτων δεν αποδίδονται με άκαμπτη και χονδροειδή σχηματικότητα, αλλά με χαριτωμένες χορευτικές κινήσεις και με μια ακριβή θεώρηση της ελεύθερης απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής.
Η έλευση των Αρίων. Οι φυλές των Αρίων, αφού κατέστρεψαν τα κέντρα του πολιτισμού του Ινδού, συνέχισαν την κατακτητική πορεία τους έως την καρδιά της βόρειας Ι. Αρχικά σταμάτησαν στη ζώνη των πέντε ποταμών, δηλαδή στο Παντζάμπ, και προοδευτικά κατέκτησαν όλη τη βόρεια Ι., χωρίς να περάσουν την οροσειρά των Βίντγια. Βέβαια, η κατάκτηση δεν γινόταν πάντοτε με βίαιο τρόπο αλλά ορισμένες φορές με αργή διείσδυση των ομάδων των εισβολέων ανάμεσα στις αυτόχθονες φυλές. Από τη συγχώνευση, έστω και μερική, των δύο αυτών πολιτισμών δημιουργήθηκε το κοινωνικό, οικονομικό και θρησκευτικό εκείνο σύνολο το οποίο αποτέλεσε τον 6ο αι. π.Χ. την Ι., διαιρεμένη πολιτικά σε μικρά βασίλεια και αριστοκρατικές δημοκρατίες. Από καλλιτεχνική και αρχαιολογική άποψη, δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες γι’ αυτή την περίοδο εκτός από τα κείμενα, με εξαίρεση τα ερείπια των τειχών της Ρατζαγκρίχα (Ρατζγκίρ), τα οποία χρονολογούνται πιθανώς στην τελευταία φάση που εξετάζουμε. Όσον αφορά την περίοδο πριν τους Μορία, δεν έχει διασωθεί τίποτα, εκτός από μερικά ομοιώματα θεοτήτων.
Τα πρώτα βουδιστικά μνημεία. Με τη δυναστεία των Μορία και τις μετέπειτα δυναστείες των Σούνγκα και των Κάνβα εμφανίστηκαν τα πρώτα μνημεία και τα πρώτα γλυπτά σε πέτρα, ενώ νέες λύσεις, ορισμένες φορές εισαγόμενες, συνετέλεσαν στη δημιουργία του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου της αρχαίας Ι. Οι Μορία άφησαν μια μαρτυρία της παρουσίας τους με την κατασκευή ενός μεγαλόπρεπου βασιλικού ανακτόρου στην Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα), πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Μεγασθένης, ο Έλληνας που υπήρξε πρεσβευτής των Σελευκιδών στην Αυλή του Τσαντραγκούπτα Μορία, αναφέρει ότι το ανάκτορο του ηγεμόνα αυτού μπορούσε να συγκριθεί σε μεγαλοπρέπεια με εκείνο του Δαρείου στην Περσέπολη. Τα ελάχιστα ερείπια που διασώθηκαν φαίνονται να επιβεβαιώνουν τη δήλωση αυτή, αφού μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε το σχέδιο του ίδιου του ανακτόρου· πιθανώς επρόκειτο για ένα οικοδόμημα με ξύλινους κίονες που στήριζαν μια στέγη, επίσης ξύλινη.
Τίποτα δεν έχει διασωθεί από τα πολυάριθμα μοναστήρια της περιόδου αυτής που χτίστηκαν σε ανοιχτούς χώρους (δεν σκάφτηκαν δηλαδή σε βράχους), εξαιτίας της συχνής χρήσης φθαρτών υλών. Μπορούν να αναφερθούν όμως τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι στους λόφους της Μπαραμπάρ (Μπιχάρ). Τα κτίρια που σκάφτηκαν σε βράχους (πολύ συχνά στην Ι., γιατί προφύλασσαν από τις έντονες κλιματολογικές αλλαγές) διακρίνονται σε δύο είδη: τους τσάιτγια ή ναούς και τα βιχάρα ή μοναστήρια. Τα ιερά της Σουντάμα και της Λόμα Ρίσι, πολύ παλαιά ασφαλώς, είναι δύο τσάιτγια.
Από τα σπουδαιότερα μνημεία –από καλλιτεχνική άποψη– της εποχής των Μορία, εκτός από τα ιερά που είναι σκαμμένα στους βράχους, αναφέρουμε τις μεμονωμένες στήλες, που ονομάζονται λατ, στις οποίες είναι χαραγμένα ορισμένα από τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα. Οι στήλες αυτές υψώνονταν γενικά κοντά στα βασιλικά ανάκτορα ή κοντά σε ιερές τοποθεσίες και τοποθεσίες λατρείας. Τέτοιες υπάρχουν στη Ρουμιντέι, στη Σαρνάτ, στη Σάντσι, στη Λαούργια Ναντανγκάρχ (στα σύνορα με το Νεπάλ) και αλλού.
Ο θρύλος αναφέρει ότι ο Ασόκα κατασκεύασε 84.000 στούπες (ιδιόρρυθμες κατασκευές που προέρχονται από τον πρωτόγονο ταφικό τύμβο). Μολονότι δε ο αριθμός έχει μονάχα την αξία θρύλου με χαρακτήρα προπαγάνδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η πληροφορία αντανακλά τη σπουδαιότητα που πρέπει να είχε προσλάβει αυτό το ιδιόρρυθμο μνημείο στο περιβάλλον της βουδιστικής τέχνης. Οι μοναδικές στούπες που διασώθηκαν από την περίοδο των Μορία δεν διασώθηκαν με την αρχική τους μορφή, αλλά με μεταγενέστερες τροποποιήσεις και διευρύνσεις. Ακόμα και ο ναός που ο Ασόκα είχε χτίσει στην Μποντ Γκάγια –γύρω από το δέντρο πιπάλ (συκιά) κάτω από το οποίο ο Βούδας είχε φτάσει στη φώτιση (μπόντι), κατακτώντας την αλήθεια– είναι γνωστός σε μας μόνο μέσω των αναπαραστάσεων στα ανάγλυφα που υπάρχουν στις στούπες της Σάντσι, επειδή το σημερινό οικοδόμημα είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων ανοικοδομήσεων. Στα τέλη της περιόδου των Μορία χρονολογούνται, αντίθετα, σύμφωνα με πιο αληθοφανείς χρονολογήσεις, ορισμένα αγάλματα λατρευτικού χαρακτήρα· για παράδειγμα, η Γιακσίνι με τη βεντάλια, που ανακαλύφθηκε στην Ντινταργκάντς (το οποίο ορισμένοι, για στιλιστικούς λόγους, αποδίδουν σε μια μεταγενέστερη σχολή) ή οι γιάκσα της Πάτνα, της Παλβάλ, της Παρκάμ και της Σόπρα, παράξενα έργα που συνδυάζουν εκλεπτυσμένες λύσεις και χονδροειδείς σχηματοποιήσεις, ή ακόμα το ομοίωμα της θεάς Σρι-Λάκσμι που ανακαλύφθηκε στην Μπεσναγκάρ. Λίγο πιο πρόσφατα είναι τα μικρά ειδώλια από οπτή γη της μητέρας-θεάς, που βρέθηκαν στην Αχιτσάτρα, τα οποία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχουν αληθινή καλλιτεχνική αξία.
Η τέχνη των δυναστειών Σούνγκα και Άντρα. Από τα μνημεία που χτίστηκαν κατά την περίοδο της δυναστείας Σούνγκα, παραμένει, ως εξαιρετικά σπουδαίο έργο, η στούπα της Μπαρχούτ, δυστυχώς όμως σε μορφή ερειπίων. Διατηρούνται τα κιγκλιδώματα με τα υποστυλώματα και οι πυλώνες, δηλαδή τα σπουδαιότερα στοιχεία, εφόσον τα καλύτερα ανάγλυφα βρίσκονται ακριβώς σε αυτά τα τμήματα του μνημείου. Τα αρχιτεκτονικά αυτά κομμάτια, με τη μάλλον άκομψη, ογκώδη και βαριά μορφή τους, αποτελούν τον καρπό μιας τέχνης που προέρχεται από τις ξύλινες κατασκευές. Αντίθετα, τα ανάγλυφα θρησκευτικού περιεχομένου που τις διακοσμούν καθορίζουν την αφετηρία του σχηματισμού των αφηγηματικών ινδικών ρευμάτων, τα οποία έφτασαν στην ακμή τους με τα έργα της σχολής της Αμαραβάτι. Προηγουμένως υπήρξε μια ενδιάμεση φάση, που καθορίστηκε από τα ανάγλυφα του κιγκλιδώματος (που περιβάλλει το δέντρο της Φώτισης στην Μποντ Γκάγια) και τις σκηνές οι οποίες απεικονίζονται στους τοράνα, που προστέθηκαν στις στούπες της Σάντσι από τους βασιλιάδες Σαραβαχάνα του Ντεκάν. Οι στούπες αυτές, ο κεντρικός πυρήνας των οποίων κατασκευάστηκε την εποχή του Ασόκα, διευρύνθηκαν αρχικά από τους καλλιτέχνες που εργάζονταν υπό τις δυναστείες Σούνγκα και Κάνβα. Οι διακοσμητικές πλάκες που κοσμούν τη στούπα ΙΙ (οι μοναδικές που ανήκουν στην περίοδο αυτή) πλησιάζουν ακόμα, όσον αφορά το στιλ τους, τη σχολή της Μπαρχούτ, παρότι παρατηρείται διαφορετική αίσθηση του χώρου και εκλέπτυνση των μορφών.
Το Ντεκάν, που εξήλθε από την πρωτοϊστορική φάση αφότου ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία των Μορία, έγινε έδρα, τον 1ο αι. π.Χ., της δυναστείας Άντρα. Η δυναστεία αυτή, η οποία στις επιγραφές απαντά ως Σαταβαχάνα ή με άλλες συγγενικές ονομασίες, χαρακτηρίστηκε από γενικότερη ευμάρεια, στην οποία συνέβαλε το ανεπτυγμένο εμπόριο. Επίσης, κατά την ίδια δυναστική περίοδο, στη βορειοδυτική ακτή εμφανίστηκαν τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αρχιτεκτονικής σε βράχο και αργότερα, στην ανατολική ακτή, στην Αμαραβάτι και στα γύρω κέντρα, ένα από τα ωραιότερα και πιο αυθόρμητα βουδιστικά στιλ.
Κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ., μετά την κατάληψη της Μάλβα, οι Σαταβαχάνα πρόσθεσαν τους τέσσερις τοράνα στη μεγάλη στούπα Ι της Σάντσι και έναν στην στούπα ΙΙΙ. Από αισθητική άποψη, οι κατασκευές αυτές αποτελούν ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά και ενδιαφέροντα δείγματα της αρχαιότερης ινδικής τέχνης. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο των πέτρινων πυλώνων συνίσταται σε δύο κολόνες –στις οποίες στηρίζονται άλλες δύο, λίγο στενότερες– που συνδέονται εγκάρσια με τρεις δοκούς, ελαφρώς κυρτές σε συνάρτηση με τα επιστύλια. Ορισμένες γυναικείες ή ανδρικές μορφές, καθώς και μορφές ζώων, που μοιάζουν να αποτελούν τμήμα της διακόσμησης, έχουν αντίθετα λειτουργικό σκοπό, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν την κατασκευή, η οποία στο σύνολό της εμφανίζεται κομψή και ελαφριά, σαν να ήταν ξύλινη. Όλα τα στοιχεία των πυλώνων αυτών καλύπτονται από ανάγλυφα που απεικονίζουν σκηνές βουδιστικού περιεχομένου. Τα υποστυλώματα, στην κορυφή, καταλήγουν σε σύμβολα, όπως η τρίαινα, που αντιπροσωπεύει τον Βούδα, τη διδασκαλία του και τη μοναστική τάξη (τρισούλα), ή ο τροχός του νόμου. Στη βάση των υποστυλωμάτων υπάρχουν παραστάσεις προστατευτικών θεοτήτων (γκάνα γιάκσα ή γιακσίνι) και στο υπόλοιπο κτίριο διακοσμητικά στοιχεία, ορισμένες φορές ιρανικής επίδρασης. Στα ανάγλυφα των επιστυλίων, οι σκηνές που απεικονίζουν τις τζατάκα (ιστορίες των προηγούμενων βίων του Βούδα) ή τα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας ζωής του Βούδα εκτυλίσσονται σύμφωνα με επάλληλα σχέδια έτσι ώστε να δημιουργείται ένα αξιοσημείωτο προοπτικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις αυτές, λόγω του έντονα τονισμένου αναγλύφου, της αίσθησης του χώρου και των προοπτικών αποτελεσμάτων, αποκαλύπτουν από μέρους των καλλιτεχνών μια εκλεπτυσμένη τεχνική στην επεξεργασία της πέτρας, τεχνική που έλειπε στην Μπαρχούτ. Για παράδειγμα, οι βρικσάκα, απεικονίσεις γυναικείων μορφών, προκειμένου να στηρίξουν τα άκρα των επιστυλίων, φαίνονται να ισορροπούν στον αέρα με τις αρμονικές μορφές τους. Το κάτω τμήμα του σώματός τους μόλις που καλύπτεται από ένα πάρα πολύ διαφανές ένδυμα (ντότι), ενώ εμφανίζονται στη στάση της τριπλής κάμψης (τριμπάνγκα) πραγματοποιώντας έξοχα τον ινδικό κανόνα της γυναικείας απεικόνισης.
Η σχολή της Αμαραβάτι. Οι Σαταβαχάνα, όταν η εξουσία τους στα δυτικά εδάφη άρχισε να παρακμάζει, μετέφεραν την έδρα τους στην ανατολική ακτή (1ος αι. μ.Χ.). Η περιοχή αυτή ήταν λιγότερο κατάλληλη για την εκσκαφή τσάιτγια και βιχάρα (μολονότι ακόμα και σήμερα μπορούν να βρεθούν ορισμένα στους λόφους κοντά στις Σανκαράμ, Γκουρουμπακτακόντα, Ντουργκακόντα και σε κέντρα της περιφέρειας, μαζί με άλλα που κατασκευάστηκαν από πέτρα). Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον αυτής της περιοχής, πάντως, εντοπίζεται προπάντων στις στούπες και στα μοναστήρια που κατασκευάστηκαν στις πεδιάδες ανάμεσα στον ποταμό Κρίσνα και στον Γκονταβάρι. Αξιόλογα ερείπια βρίσκονται στην Γκόλι, στην Γκουντουπάλε και στην Τζαγκαγιαπέτα, αλλά ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την ιστορία της τέχνης έχουν τα ερείπια της Ναγκαρτζουνακόντα και της Αμαραβάτι.
Μεταξύ των αρχών του 2ου και των αρχών του 3ου αι. η Αμαραβάτι υπήρξε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, έγινε το πιο αντιπροσωπευτικό κέντρο όλης της τέχνης της περιόδου αυτής, ώστε να δώσει την ονομασία της στη σχολή που άκμασε εκεί.
Από τις ωραιότατες στούπες της Αμαραβάτι σήμερα δεν διασώζονται παρά μόνο τα θεμέλια και οι πολυάριθμες μαρμάρινες σκαλιστές πλάκες που διακοσμούν τους εξωτερικούς τοίχους τους. Από τα γλυπτά αυτά, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν το οικοδόμημα επειδή απαθανατίζουν το επεισόδιο από το οποίο δημιουργήθηκε η στούπα, μπορούμε να ανακατασκευάσουμε τη δομή και την αρχική φυσιογνωμία των μνημείων αυτών στις διάφορες φάσεις της εξέλιξής τους. Σε σχέση με τις στούπες της Μπαρχούτ και της Σάντσι, οι στούπες της Αμαραβάτι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς την τεχνική κατασκευής τους, αλλά και ως προς τη μορφή. Η σπουδαιότερη, η λεγόμενη μεγάλη στούπα της Αμαραβάτι, είχε σχέδιο τροχού, το οποίο, περιλαμβάνοντας την ιερή περιοχή, έφτανε σε διάμετρο τα 50 μ. Η κεντρική κατασκευή (η καθαυτό στούπα) διέθετε λιγότερο βαριά μορφή από τα πρωτότυπά της και ήταν τοποθετημένη σε δύο επάλληλες μαρμάρινες βάσεις, που τόνιζαν ακόμα περισσότερο την ευλυγισία της κατασκευής. Στη θέση των συνηθισμένων τοράνα υπήρχε μια κατασκευή που διευκόλυνε την προσπέλαση –κοντά της υψώνονταν κίονες πάνω στους οποίους υπήρχαν λιοντάρια– η οποία, με τα πλατύσκαλά της, οδηγούσε σε ένα άγαλμα ένθρονου Βούδα. Πίσω από αυτό υψώνονταν πέντε κιονίσκοι (αργιάκα) οι οποίοι συμβόλιζαν τους πέντε ανώτατους Βούδες, γεγονός που αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη δογματική εξέλιξη του βουδισμού, πολύ γνωστή από τα κείμενα.
Η καλλιτεχνική εξέλιξη της γλυπτικής είναι λίγο ή πολύ ανάλογη με εκείνη που είχε παρατηρηθεί στις δυτικές ακτές. Πραγματικά, ενώ τα πρώτα ανάγλυφα φέρνουν στον νου τις μορφές του Μπάτζα, σε μια μετέπειτα φάση υπάρχουν έργα, όπως ορισμένες συνθέσεις της Αμαραβάτι ή τα γυναικεία γυμνά του μαρμάρινου ανάγλυφου του Πειρασμού της Μάρα (στη Ναγκαρτζουνακόντα), τα οποία και στο θέμα και στο ύφος θυμίζουν τα γλυπτά της Κάρλα, της Νάσικ ή της Σάντσι. Η Αμαραβάτι διαφέρει όμως από κάθε άλλη σχολή της αρχαίας Ι., όχι μόνο επειδή αναπτύσσει ευρύτατα την αφηγηματική τάση, χαρακτηριστική της βουδιστικής τέχνης, αλλά και γιατί παρουσιάζει μια τελείως καινούργια αντίληψη του χώρου, που διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της σχολής.
Στη σχολή της Αμαραβάτι, η εικονογραφία είναι μεικτή. Υπάρχουν οι συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με σύμβολα, όπως το διακοσμητικό που προέρχεται από το περίφραγμα μιας στούπας της Αμαραβάτι (Αμαραβάτι, Αρχαιολογικό Μουσείο), όπου η παρουσία του Βούδα δηλώνεται συμβολικά από έναν άδειο θρόνο, από τα αχνάρια των ποδιών και από την τριράτνα (δηλαδή από τα τρία σύμβολα). Όμως, υπάρχουν και άλλες συνθέσεις στις οποίες ο Βούδας απεικονίζεται με ανθρώπινη μορφή, με τα χαρακτηριστικά διακριτικά του μοναστικού ενδύματος. Είναι πραγματικά δύσκολο να σκεφτεί κάποιος ότι μια κλασική έμπνευση, που έφτασε μέσω των λιμανιών εξαιτίας του εντατικού εμπορίου με τη Ρώμη, παρήγαγε στη ζώνη αυτή το πρώτο ανθρωπόμορφο ομοίωμα του Βούδα. Έντονες εμπορικές συναλλαγές με τη Ρώμη είχε και η Αρικαμέντου (κοντά στην Ποντισερί), ένα αρχαίο λιμάνι προορισμένο για τις εμπορικές διακινήσεις με την Αιώνια Πόλη και οργανωμένο σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, όπου ανακαλύφθηκαν αρετινικά αγγεία και άλλα αντικείμενα ρωμαϊκής κατασκευής. Ασφαλώς, οι ανταλλαγές αυτές δημιούργησαν πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και υπήρξαν πηγές κάποιας καλλιτεχνικής υποβολής.
Υπάρχουν ελάχιστες ξένες επιδράσεις στα ομοιώματα του Βούδα της σχολής της Αμαραβάτι, η οποία επηρεάζεται πολύ καθαρά από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές εμπειρίες, έστω και εξωτερικές, της ίδιας της σχολής. Ο Διδάσκαλος παίρνει τον καθαυτό εθνικό τύπο, μάλλον δραβιδικό, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά του ελαφρώς επιμηκυμένου προσώπου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία του, το ομοίωμα αντιστοιχεί στα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στην εικονογραφία των άλλων σχολών: τα μαλλιά με τους βοστρύχους καλύπτουν και την κρανιακή προεξοχή (ουσνίσα), ο μοναστικός μανδύας, μάλλον κοντός, αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο, ο δεξιός βραχίονας υψωμένος κατά μήκος του στήθους, με την παλάμη στραμμένη προς τα έξω σε μία από τις τυπικές στάσεις του Διδασκάλου, είναι η χειρονομία της έλλειψης φόβου (αμπαγιαμούντρα).
Η σχολή της Ματούρα. Η Ματούρα (χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τζούμνα) υπήρξε μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ι. και σημείο συνάντησης των μεγάλων εμπορικών αρτηριών, χάρη στις οποίες ήταν δυνατή η επικοινωνία ανάμεσα στη βόρεια Ι. και την υπόλοιπη Ασία. Η πόλη αυτή, ήδη από την εποχή των δυναστειών των Μορία και των Σούνγκα, ήταν εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο, τόπος προσκυνήματος για πολλές θρησκευτικές αιρέσεις, καθώς επίσης και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα για τη μελέτη των γραμμάτων και των τεχνών. Υπό την ηγεμονία του αυτοκράτορα Κανίσκα, η Ματούρα υπήρξε η ανατολικότερη από τις μεγάλες ινδικές πόλεις που περιλαμβάνονταν στην περιοχή της αυτοκρατορίας των Κουσάνα, εκτός από τη χειμερινή πρωτεύουσα.
Η σχολή της Ματούρα, με τα χαρακτηριστικά γλυπτά της από κόκκινο ψαμμίτη (που προερχόταν από τα λατομεία της Σίκρι, στα περίχωρα της πόλης), υπήρξε σύγχρονη της σχολής της Γκαντάρα. Το αισθητικό κίνημα που άρχισε να διαγράφεται στη Ματούρα γνώρισε την πλήρη άνθησή του στην γκουπτική περίοδο, δημιουργώντας μια καλλιτεχνική παραγωγή που μπορούμε να ονομάσουμε κλασική φάση της ινδικής τέχνης. Η τέχνη της Ματούρα είχε μια πολύ εκτεταμένη ζώνη επιρροής, όχι μόνο στην πεδιάδα του Γάγγη και στις βορειοδυτικές περιοχές αλλά και έξω από την Ι., έως τα ακραία όρια της κεντρικής Ασίας.
Στη Ματούρα και στις γειτονικές της περιοχές υψώνονταν περίφημες στούπες, ναοί και μοναστήρια βουδιστικά και τζαϊνιστικά, οικοδομήματα που σήμερα είναι τελείως κατεστραμμένα και καλύπτονται ακόμα κατά ένα μέρος από τους χαρακτηριστικούς χωμάτινους τύμβους. Τα πιο γνωστά μνημεία είναι εκείνα της Τζαμαλπούρ, της Κάτρα, το μοναστήρι της Γκούχα, η βουδιστική στούπα της Μπουτεσάρ και η τζαϊνιστική στούπα της Κανκάλι Τίλα. Σε μια τοποθεσία λίγο βόρεια της Ματούρα, στη Ματ, βρισκόταν ένας ναός αφιερωμένος στη λατρεία της βασιλικής οικογένειας Κουσάνα, όπου ανακαλύφθηκαν ακέφαλα αγάλματα. Ένα από αυτά φαίνεται να ανήκει στον Βίμα Καντφίσες, έναν από τους ηγεμόνες της πρώτης δυναστείας, ένα άλλο είναι του μεγάλου βασιλιά Κανίσκα και ένα τρίτο του υποτελούς Καστάνα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αγάλματα αυτά, πανομοιότυπα αγαλμάτων που εισήχθησαν από τις βορειοδυτικές περιοχές ή φιλοτεχνήθηκαν από ξένους καλλιτέχνες, είναι επηρεασμένα από την τεχνοτροπία της αυτοκρατορικής αυλής.
Τα έργα αυτά δεν παρουσιάζουν άμεσους δεσμούς με την ινδική καλλιτεχνική εξέλιξη ή με την εξέλιξη της Γκαντάρα· αποτελούν μια μεμονωμένη τεκμηρίωση που αντανακλά την ξένη καλαισθησία των κατακτητών Κουσάνα. Γκανταρικού στιλ ή τουλάχιστον απομίμησή του φαίνεται να είναι το άγαλμα του Χαρίτι στη Σαπτάρσι Τίλα, ενώ παρουσιάζει ισχυρές κλασικές επιδράσεις το σύμπλεγμά του Ηρακλής που πνίγει τον λέοντα της Νεμέας. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής είναι η συνεχής αντίδραση στην ξένη επίδραση, η οποία κυριαρχούσε ήδη από αιώνες στις γειτονικές ζώνες. Εξάλλου, η σχολή της Ματούρα, από την κουσανική περίοδο και ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Κανίσκα, επεξεργάστηκε τις κατακτήσεις των προηγούμενων καλλιτεχνικών ρευμάτων της Μπαρχούτ και της Σάντσι προσπαθώντας να καθορίσει εκείνους τους εικονογραφικούς και εικονομετρικούς κανόνες, εκείνα τα εικαστικά σχήματα που θα κωδικοποιούνταν και θα αποτελούσαν την ύπαρξη όλης της ινδικής τέχνης. Έτσι οι γιακσίνι ή τα ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) των κιόνων του κιγκλιδώματος της Μπουτεσάρ θυμίζουν τις καλλιτεχνικές εμπειρίες της Σάντσι και της Αμαραβάτι.
Η Ματούρα δεν περιορίστηκε στα μνημεία και στα άλλα έργα βουδιστικής τέχνης, αλλά υπήρξε επίσης και περίφημο τζαϊνιστικό κέντρο. Τα πρώτα τζαϊνιστικά γλυπτά της χρονολογούνται κιόλας από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξακολούθησαν να δημιουργούνται έως την άνοδο στον θρόνο του Κουσάνα ηγεμόνα Κανίσκα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στην Κανκάλι Τίλα: πολύ συχνά πρόκειται για αγιαγκαπάτα, δηλαδή για πέτρινες λαξευτές πλάκες που χρησίμευαν για να διακοσμούν τις στούπες. Στο μέσον τους απεικονίζεται το ομοίωμα ενός τζαϊνιστή ασκητή (όπως σε εκείνη που βρέθηκε στην Κανκάλι Τίλα και σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο της Λούκνοου), καθισμένου με τον τρόπο των ασκητών της Μπαρχούτ (με τα πόδια σταυρωμένα και με τα χέρια σε στάση ντγιαναμούντρα, δηλαδή στη θέση περισυλλογής) σε ένα μαξιλάρι τοποθετημένο πάνω σε ένα είδος βάθρου· πάνω από το κεφάλι του υπάρχει ένα αλεξήλιο (ομπρέλα) από το οποίο κατεβαίνουν δύο γιρλάντες. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν για τα ομοιώματα αυτά τα ίδια σύμβολα της βουδιστικής εικονογραφίας. Ωστόσο, ορισμένες διαφορές διατηρούνται σχεδόν σταθερές: ο Τζίνα (διδάσκαλος των τζαϊνιστών) απεικονίζεται γυμνός· αν είναι καθισμένος, έχει τη στάση ντγιαναμούντρα· αν είναι όρθιος, κρατά τα μπράτσα κατά μήκος του σώματός του και στο στήθος έχει λαξευμένο το σριβάτσα, το σύμβολο της τύχης.
Η γκουπτική τέχνη. Μεταξύ των αρχών του 3ου αι. και του τέλους του 5ου αι. η δυναστεία των Γκούπτα πραγματοποίησε την πολιτική ένωση της βόρειας Ι., που από την πτώση των Μορία ήταν διαιρεμένη και κατεχόταν από ξένες δυνάμεις, οι οποίες εναλλάσσονταν στην περιοχή Ινδού-Γάγγη.
Αυτό που χαρακτηρίζει την γκουπτική αρχιτεκτονική είναι η αρκετά μεγαλύτερη διάδοση του ινδουιστικού ναού. Ωστόσο, δεν πρόκειται για πραγματική ανανέωση, αφού φαίνεται ότι ήδη από καιρό ήταν γνωστά κάποια ιερά αφιερωμένα στη γιάκσα ή σε μεγαλύτερες ινδικές θεότητες, όπως ο Σίβα, ο Βισνού ή ο Βασουντέβα και άλλοι. Αντίθετα, από ορισμένα ανάγλυφα της Σάντσι και της Ματούρα θα μπορούσε να βεβαιώσει κάποιος ότι ο ναός είχε ήδη προσλάβει τη χαρακτηριστική μορφή του, δηλαδή του πολυώροφου πύργου. Αρχικά, τα οικοδομήματα ήταν μάλλον απλά, όπως ο ναός της Μπουμάρα, με τετράγωνο κελί και επίπεδη στέγη. Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται κάποια δυτική επίδραση. Η δομή του ινδουιστικού ναού τονίζει περισσότερο τον κοσμικό συμβολισμό που αποκαλύπτεται ήδη στη βουδιστική στούπα· ολόκληρο το συγκρότημα μετατρέπεται δηλαδή σε μια πλαστική απεικόνιση του κόσμου. Η τάση αυτή εδραιώθηκε οριστικά μόλις κατά τον 7ο-8ο αι., υπό την επίδραση ρευμάτων του συγκρητισμού και μιας ευρύτατης δογματικής ανοχής, η οποία πλησίαζε διαφορετικές λατρείες και θεότητες. Έτσι, ο ναός εξελίχθηκε με έναν πολλαπλασιασμό δομών ορισμένες φορές υπερβολικό, αλλά αναγκαίο γιατί έπρεπε να φιλοξενεί ομοιώματα του Σίβα, του Βισνού και του Βράχμα, του Σούργια, της Ντέβι, του Γκανέσα, των φρουρών του κόσμου (λοκαπάλα) ή ακόμα βεδικών θεοτήτων.
Υιοθετώντας το σχήμα της βουδιστικής στούπας, αρχικά ο ινδουιστικός ναός ανεγέρθηκε σε μια πλατφόρμα με πλατύσκαλα προσπέλασης στη μία ή και στις τέσσερις πλευρές (Μπουμάρα, Ντεογκάρτ, Μπιταργκάον, Γκοπ κ.ά.). Στη συνέχεια, ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των αναβαθμίδων, το οικοδόμημα απέκτησε τη μορφή ενός πύργου που προβλήθηκε ακόμα περισσότερο όταν, γύρω από το κεντρικό κελί, κατασκευάστηκε ένα είδος πραντακσίνα πάτα, δηλαδή μια στοά για λιτανείες ή ένας σκεπαστός διάδρομος βουδιστικής προέλευσης. Το σώμα του πύργου ήταν διακοσμημένο στις πλευρές με σηκούς, φεγγίτες ή διάφορα διακοσμητικά μοτίβα. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στη διακόσμηση της εισόδου στον ναό, την οποία αποτελούσαν γενικά ομοιώματα γιάκσα, ερωτικά ζευγάρια (μιτούνα) ή διάφορες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες επικρατούσαν οι απεικονίσεις των ιερών ποταμών Γάγγη και Τζούμνα, που αντικαταστάθηκαν αργότερα από εκείνες των εννέα πλανητών.
Στη βουδιστική αρχιτεκτονική δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ιδιαίτερα καινούργιο: η στούπα τείνει και αυτή σε επιμήκεις μορφές και έτσι γίνεται ένα είδος πύργου, με σηκούς στις δύο πλευρές και μικρότερες στούπες στις γωνίες. Τα βουδιστικά μοναστήρια, εκτός από το γεγονός ότι συχνά διαθέτουν περισσότερα πατώματα, διατηρούν την παλιά δομή των γκανταρικών. Ένας μεγάλος βουδιστικός ναός, που έχει διατηρηθεί σχεδόν στην αρχική του μορφή είναι ο Μαχαμπόντι της Μποντ Γκάγια, παντσαγιατανικού τύπου. Ο ναός αυτός, που είναι χτισμένος στην τοποθεσία όπου ο Βούδας δέχθηκε τη φώτιση, βρίσκεται πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα, ενώ δύο πλατύσκαλα με ημικυκλική κάλυψη οδηγούν στην πραντακσιναπάτα, στα παρεκκλήσια και στο κεντρικό ιερό.
Στο Ντεκάν δραστηριοποιούνται ξανά και τροποποιούνται τα μοναστήρια και οι ναοί σε βράχο της προηγούμενης εποχής, εκτός του ότι σκάβονται και καινούργιοι, οι οποίοι, μολονότι διατηρούν το παλιό σχήμα, έχουν πιο μεγάλους χώρους και πλούσιες κιονοστοιχίες. Η διακόσμηση περιλαμβάνει ομοιώματα του Βούδα, σκηνές των Τζατάκα, ομοιώματα του Βοδισάτβα, αλλά και ομοιώματα ερωτικών ζευγαριών, χορευτριών και μουσικών σε μια ασυνήθιστη ανάμειξη ιερών και κοσμικών στοιχείων. Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν οι τελευταίοι τσάιτγια (σπήλαια 19 και 26 της Ατζάντα και το σπήλαιο Βισνακαρμάν της Ελόρα). Καλύπτονταν ολοκληρωτικά από ζωγραφική και πλαστική διακόσμηση, αφιερωμένη στον Βούδα και στα πιο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας γήινης ζωής του. Ωστόσο σε βράχο κατασκευάστηκαν και ναοί ινδουιστικής λατρείας, οι οποίοι ήταν καλύτεροι από τους βουδιστικούς ως προς την αρχιτεκτονική δομή και την πλαστική διακόσμηση, μολονότι επαναλάμβαναν το επιπεδομετρικό τους σχέδιο. Στην Ελόρα τα σπήλαια της Ραμεσβαράν είναι ένα πραγματικό αριστούργημα· παρόμοια έργα βρίσκονται επίσης στο νησί του Ελέφαντα και αλλού. Στις σιβαϊτικές συνθέσεις τα ομοιώματα δεν συσσωρεύονται το ένα επάνω στο άλλο όπως στις βουδιστικές· τα ανάγλυφα υπακούουν σε μια διαφορετική έννοια του χώρου και οι τοίχοι, διακοσμημένοι με απεικονίσεις φυσικού μεγέθους, προσδίδουν στο περιβάλλον μνημειακή και επιβλητική όψη.
Όσον αφορά τη μη θρησκευτική αρχιτεκτονική, δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτα. Μόνο οι τοιχογραφίες και οι περιγραφές των φιλολογικών κειμένων δίνουν μια εικόνα γι’ αυτήν.
Η γκουπτική γλυπτική παραγωγή περιλαμβάνει μεμονωμένα ομοιώματα και ανάγλυφα αφηγηματικού χαρακτήρα. Οι διαστάσεις ποικίλλουν και ορισμένες φορές υπάρχει μια προτίμηση για τα έργα μνημειακών διαστάσεων, όπως ο κολοσσιαίος Βούδας του Παρινιρβάνα στην Ατζάντα, που επηρέασε τα μεγάλα αφγανικά αγάλματα της Μπαμιγιάν, τα οποία κατέστρεψαν εντελώς τον Μάρτιο του 2001 οι ισλαμιστές Ταλιμπάν. Άλλες φορές, αν σε μια σύνθεση έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μια θεότητα, τότε συνοδεύεται από μικρότερα ομοιώματα ακολούθων τα οποία, σύμφωνα με έναν αναλογικό συμβολισμό, τείνουν να μεγαλώσουν το κύριο ομοίωμα. Τα μεμονωμένα ομοιώματα είναι συχνά απεικονίσεις του Βούδα, ομοιώματα Βοδισάτβα Τιρταμκάρα (τζαϊνιστών ασκητών) ή ινδουιστικών θεοτήτων. Τα δύο κυριότερα γκουπτικά κέντρα που παρήγαγαν τα καλύτερα δείγματα τέτοιων ομοιωμάτων είναι η Ματούρα και η Σαρνάτ. Ο γκουπτικός Βούδας προέρχεται αναμφίβολα από τον γκανταρικό τύπο: ο μοναστικός μανδύας, τουλάχιστον στην αρχή, τον καλύπτει τελείως και το ύφασμα έχει ομόκεντρες πτυχές. Αμέσως μετά οι πτυχές τείνουν να περιοριστούν και το εξαιρετικά διαφανές ένδυμα κολλά τελείως στο σώμα, τονίζοντας τις γραμμές του. Το πρόσωπο, ωοειδές με εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά και μόλις χαμογελαστό, χαρίζει σε όλο το ομοίωμα μια έκφραση απόλυτης γαλήνης και προβάλλεται σε ένα μεγάλο φωτοστέφανο, διακοσμημένο με ποικίλα μοτίβα, που κολλά στην πλάτη.
Οι απεικονίσεις των Βοδισάτβα και των ινδουιστικών θεοτήτων της πρώτης περιόδου αποτελούν αληθινά έργα τέχνης. Είναι πάντοτε διακοσμημένες με κοσμήματα και περίτεχνες κομμώσεις και παρουσιάζουν μια εξαιρετική κομψότητα, χωρίς ωστόσο να αποκτούν πολύ μανιεριστικό ύφος.
Στην αυλή των βασιλιάδων Γκούπτα, η ποίηση, η μουσική και ο χορός συνετέλεσαν ώστε να μορφοποιηθεί ένας τύπος γυναικείας ομορφιάς ο οποίος τονίζει τον πλαστικό όγκο του σώματος, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση σε στάσεις που ακολουθούν τους κανόνες της μόδας. Οι γλύπτες εκμεταλλεύτηκαν κάθε δυνατότητα κίνησης και έκφρασης του γυναικείου σώματος, υλοποιώντας σχεδόν τα οράματα των ποιητών.
Η ζωγραφική ακολούθησε την ίδια εξελικτική διαδικασία με τη γλυπτική. Από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια είχε μεγάλη σπουδαιότητα, ανταποκρινόμενη σε μια πιο διαδεδομένη καλαισθησία – συχνά μη θρησκευτική. Ακόμη και οι ίδιες οι εταίρες ζωγράφιζαν με επιτυχία, ενώ στα ανάκτορα και στα αριστοκρατικά σπίτια υπήρχαν συχνά περιζήτητες τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού και απεικονίσεις θρύλων, καθώς και συλλογές πινάκων.
Στους ναούς και στα μοναστήρια η διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων με τοιχογραφίες εποικοδομητικού θέματος ήταν έργο των μοναχών. Από την πρώτη περίοδο της γκουπτικής ζωγραφικής δεν διασώθηκαν παρά μόνο ορισμένα αποσπάσματα που προέρχονται από την Ορίσα. Μια πιο λεπτομερής ανάμνηση διατηρείται, εκτός από τα τεχνικά κείμενα, και στα λογοτεχνικά έργα· στην Ουταραραματσαρίτα, ένα δράμα του Μπαβαμπούτι, υπάρχουν συζητήσεις για ενδιαφέροντα ζητήματα της ζωγραφικής.
Στα σπήλαια της Μπαγκ διατηρούνται σημαντικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από την κλασική γκουπτική περίοδο. Όμως, οι σπουδαιότερες τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί είναι εκείνες των Βιχάρα 16 και 17 της Ατζάντα, περίπου του τέλους του 5ου αι., με στιλιστικά χαρακτηριστικά πανομοιότυπα με εκείνα των σύγχρονων με αυτούς γλυπτών. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη στους τοίχους, με τις εικόνες διατεταγμένες κανονικά, σαν σε λιτανεία, ή κατά ομάδες που παρεμβάλλονται σε αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις.
Η τέχνη παλάβα. Η δυναστεία των Παλάβα διαδέχθηκε τη δυναστεία των Άντρα στο ανατολικό Ντεκάν περίπου τον 5ο αιώνα και παρέμεινε στην εξουσία έως τα τέλη του 9ου. Η αυλή των ηγεμόνων της δυναστείας αυτής υπήρξε επίσης κέντρο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων. Σύμφωνα με την επιγραφή της Μανταγκαπάτου φαίνεται ότι ο Μαχεντραβαρμάν Α’ (600-630), ηγεμόνας που αγαπούσε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, επονομαζόμενος επίσης και Τσετακάρι (κατασκευαστής ναών), έδωσε μεγάλη ώθηση στις πέτρινες κατασκευές, από τις οποίες όμως δεν διασώθηκε τίποτα· εκείνη την εποχή σκάφτηκαν πολλοί ναοί-σπήλαια, στη ζώνη από την Τιρουτσιραπάλι έως τον ποταμόκολπο του ποταμού Κρίσνα. Αυτοί οι ναοί-σπήλαια, αφιερωμένοι στη φαλλική λατρεία του Σίβα και αποτελούμενοι από μια απλή αίθουσα με κίονες, ακολουθούσαν το αρχιτεκτονικό σχήμα των γκουπτικών. Ανάμεσα στα πρώτα δείγματα, μοναδική είναι η αίθουσα που βρίσκεται πάνω σε μια βάση με στρογγυλωπό κάλυμμα, διακοσμημένη με μεγάλα ομοιώματα θεοτήτων-προστατών του ναού. Αργότερα το σχήμα έγινε πολυπλοκότερο, αφού τα πατώματα πολλαπλασιάστηκαν και προστέθηκαν μικρότερα ιερά· αυτό συνέβη στην Ουνταβάλι ή στην Μπαϊραβακόντα, όπου μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την τυπική στην αρχιτεκτονική παλάβα λεπτομέρεια των κιόνων που στηρίζονται σε σώματα λιονταριών.
Στον ηγεμόνα Ναρασιμχαβαρμάν Α’ Μαμάλα (630-668) οφείλεται η κατασκευή ενός συγκροτήματος το οποίο αποτελούσαν ναοί-σπήλαια, από ράτα και από μεγάλα γλυπτά. Οι ράτα είναι κατασκευές ή, καλύτερα, μεγάλα γλυπτά, που έχουν κατασκευαστεί από μεγάλους μονόλιθους: περίφημοι είναι οι πέντε ράτα της Μαμαλαπούραμ που πήραν τα ονόματα των κυριότερων ηρώων της Μαχαμπαράτα. Ο απλούστερος είναι ο ράτα της Ντραουπάντι, ένα τετράγωνο κελί που περιβάλλεται από δώδεκα κίονες και έχει πυραμιδοειδές κάλυμμα. Ο ράτα που ονομάζεται Μπίμα έχει διαμήκη μορφή. Επίσης, διαθέτει δύο πατώματα και θόλο μορφής ράχης ελέφαντα, θυμίζοντας τις αίθουσες των βουδιστικών τσάιτγια της προηγούμενης περιόδου. Απομίμηση των βουδιστικών κτιρίων αποτελεί ο ράτα της Νταρμαράτζα, που περιλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα με ανοιχτές βεράντες και έναν πυραμιδοειδή τετραώροφο πύργο. Ανάμεσα στους άλλους ράτα που κατασκευάστηκαν από τους μετέπειτα ηγεμόνες, σπουδαιότεροι είναι ο παράκτιος ναός στη Μαμαλαπούραμ, ο οποίος υψώνεται με μια διαδοχή διακοσμημένων ορόφων, ο Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και ο ναός της Βαϊκουνταπερουμάλ που έχουν έναν πύργο και τέσσερις ορόφους όχι συμβολικούς αλλά λειτουργικούς. Η εξαιρετικά διαδεδομένη διακόσμηση την οποία παρουσιάζουν τα ανώτερα πατώματα δίνει στους ναούς αυτούς μια μπαρόκ εμφάνιση, η οποία εξακολούθησε να βαραίνει και τους ναούς της μεσαιωνικής Ι.
Η γλυπτική παλάβα είναι επηρεασμένη από την γκουπτική καλλιτεχνική εμπειρία. Το ανάγλυφο του Γκανγκαντάρα στην Τιρουτσιραπάλι, έργο αξιοσημείωτης πλαστικής αξίας, μολονότι είναι γεμάτο ζωηράδα και εκφραστική δύναμη, δεν έχει τη δύναμη της γκουπτικής γλυπτικής. Στην Τιρουτσιραπάλι ή στην Ουνταβάλι υπάρχουν ομοιώματα ντβαραπάλα (θεότητα που προστατεύει τον ναό) του Βισνού ή της Λάκσμι, χονδροειδείς εκφράσεις μιας επαρχιακής τέχνης, που παρουσιάζουν μόνο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη Μαμαλαπούραμ, εκτός από τα μεμονωμένα ομοιώματα θεοτήτων, τις προσωπογραφίες του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν και των βασιλισσών του, τα γλυπτά που διακοσμούν τους εξωτερικούς και εσωτερικούς τοίχους των ναών, τους ντβαραπάλα και τα ζευγάρια των θεοτήτων στους σηκούς (μεγάλης αισθητικής αξίας) υπάρχει ένα περίφημο ανάγλυφο. Είναι λαξευμένο σε μια πέτρα κομμένη σε δύο τμήματα από μια ρωγμή, κατά μήκος της οποίας έτρεχε μια φλέβα νερού που κατέληγε σε μια λεκάνη από κάτω: απεικονίζει την κάθοδο του Γάγγη, τη θεά του Γάγγη, απεικονίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα επεισόδιο του Κιραταρτζούνα, έργου του ποιητή Μπαράβι, που έζησε στην αυλή του Μαχεντραβαρμάν Α’. Το ανάγλυφο διακρίνεται για την εξαιρετική του ποιότητα, ως προς τη συνθετική του ενότητα, αλλά και ως προς τις διάφορες σκηνές ή τις μεμονωμένες εικόνες. Στην κολοσσιαία αυτή σύνθεση έχει πραγματοποιηθεί με επιτυχία η συνένωση της γκουπτικής κομψότητας και η προτίμηση για τις ζωηρές και γεμάτες κίνηση απεικονίσεις της σχολής της Αμαραβάτι. Η τέχνη παλάβα, από τις αρχές κιόλας του 7ου αι., άρχισε να παρακμάζει. Τα γλυπτά των ναών της Καντσιπούραμ, τόσο στα ανάγλυφα όπου τα ομοιώματα συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο όσο και στις μεμονωμένες εικόνες, έχουν στερεότυπη μορφή, απ’ όπου απουσιάζουν η έκφραση και η κίνηση. Όσον αφορά τη ζωγραφική, ελάχιστα έχουν διασωθεί, όπως λίγα αποσπάσματα από την εποχή του βασιλιά Μαχεντραβαρμάν, που βρέθηκαν σε έναν τζαϊνικό ναό-σπήλαιο στη Σιταναβασάλ. Στις τοιχογραφίες αυτές οι χορεύτριες ή οι κοπέλες που μαζεύουν άνθη λωτού, από υφολογική άποψη σχεδόν πανομοιότυπες με τις τοιχογραφίες της Ατζάντα, έχουν πιο ρωμαλέα διάπλαση, αλλά επίσης είναι χαριτωμένες και γεμάτες από μεγάλη χαρά για τη ζωή. Άλλα αποσπάσματα έχουν βρεθεί στον Καϊλασανάτα της Καντσιπούραμ και αλλού.
Η τέχνη των Τσαλούκια. Με τους Τσαλούκια της Μπαντάμι, στο δυτικό Ντεκάν, το γκουπτικό στιλ αναζωογονήθηκε από ελαφρές τροποποιήσεις. Αντιπροσωπευτικά δείγματα της πρώτης φάσης, που άρχισε τον 6ο αι., βρίσκονται στα περίχωρα της Εχόλε. Το Λαντ-Χαν, ένα από τα αρχαιότερα ιερά αφιερωμένα στον Σίβα, αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα μπροστά στην οποία υπάρχει στοά με κίονες. Στο βάθος βρίσκεται η αίθουσα για τη λατρεία και όλο το οικοδόμημα επικαλύπτεται από πέτρινες πλάκες, που κατέρχονται βαθμιαία προς τα έξω. Πάνω στη στέγη αυτή υψώνεται ένα μικρό παρεκκλήσι. Άλλο σπουδαίο μνημείο είναι ο ναός στην ντούργκα (φρούριο) στην Εχόλε, που χτίστηκε σε μια υψηλή βάση και διαθέτει τη δομή ενός τροποποιημένου τσάιτγια, με επίπεδη στέγη από πέτρινες πλάκες στη θέση του θόλου. Οι φάσεις της κατασκευής του ναού, που αποπερατώθηκε τον 7ο αι., απεικονίζονται στο εσωτερικό σε ωραία ανάγλυφα. Οι ναοί της Χουτσιμαλιγκούντι και της Μεγκούτι της επόμενης περιόδου μπορούν να χαρακτηριστούν ως έργα του καλύτερου γκουπτικού στιλ, ακόμα και αν είναι απομιμήσεις.
Η εξέλιξη της τέχνης τσαλούκια φθάνει στην ακμή της, κυρίως όσον αφορά τα γλυπτά, στην Μπαντάμι. Ανάμεσα στους κυριότερους ναούς-σπήλαια ξεχωρίζουν κυρίως δύο, που έχουν αφιερωθεί στον Σίβα κατά μίμηση των σπηλαίων της Ατζάντα, και ένας τρίτος –πολύ μεγάλος– αφιερωμένος στον Βισνού. Ο τελευταίος περιέχει άφθονα γλυπτά, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας, που θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα όλης της ιστορίας της ινδικής τέχνης. Όμως, και οι τοιχογραφίες που συνοδεύουν τα γλυπτά αυτά θυμίζουν κατά ένα μέρος τα ζωγραφικά έργα της Ατζάντα και της Σιταναβασάλ.
Οι μεμονωμένοι ναοί –όπως εκείνος κοντά στο φρούριο στα βόρεια της Μπαντάμι– θυμίζουν πολύ την αρχιτεκτονική των Παλάβα, ενώ στα προσαρτημένα γλυπτά διατηρείται στενότατος ο δεσμός με το γκουπτικό στιλ. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται η ανασκαφή των τελευταίων σπηλαίων της Ατζάντα, ανάμεσα στα οποία ένα είναι ονομαστό για την τοιχογραφία η οποία απεικονίζει την πρεσβεία του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β’ στην Πουλακεσίν. Άλλοι παρόμοιοι ναοί και ιερά σε σπήλαια υπάρχουν στο Γκουτζαράτ, στην Αουρανγκαμπάτ και στην Ελόρα. Ένας ναός-σπήλαιο, του καθαρότερου και καλύτερου στιλ παλάβα, βρίσκεται στην Εχόλε, με ζωγραφικά και γλυπτικά έργα του ίδιου στιλ. Την εποχή των Τσαλούκια οι ναοί-σπήλαια της Ελόρα και της Ελεφάντας (Νήσου του Ελέφαντα), σιβαϊτικοί και βουδιστικοί, διακρίνονται για τις τεράστιες αναλογίες τους: στις μεγάλες αίθουσες το διάχυτο μισόφωτο προσδίδει στα γλυπτά που προβάλλουν από τους τοίχους μια αίσθηση μυστηριώδους μεγαλοπρέπειας και συγκρατημένης δύναμης. Σε έναν από τους ναούς-σπήλαια στην Ελεφάντα βρίσκεται το περίφημο είδωλο της λεγόμενης Τριμούρτι, ένα μεγάλο κεφάλι με τρία πρόσωπα, που απεικονίζει τους τρεις κύριους θεούς του ινδουισμού – τον Βράχμα, τον Βισνού και τον Σίβα.
Άλλα σπήλαια με δύο και τρία πατώματα, αφιερωμένα στη λατρεία του βουδισμού Μαχαγιάνα, είναι διακοσμημένα με είδωλα του Βούδα, του Βοδισάτβα και της Τάρα (θηλυκής θεότητας του ελέους). Στους ναούς της Παταντακάλ (κοντά στην Μπαντάμι), όπως και σε εκείνον του Βισνού, που αργότερα προσαρμόστηκε στη λατρεία του Σίβα, ή στο Βιρουπάκσα και στο Μαλικαρτζούνα, οι αρχιτέκτονες πλησιάζουν το στιλ παλάβα, που σιγά-σιγά υποκατέστησε στο δυτικό Ντεκάν το στιλ γκούπτα-τσαλούκια.
Η τέχνη των Πάλα-Σένα. Στη Βεγγάλη η τέχνη των ηγεμόνων Πάλα (765-1140) και στη συνέχεια των ηγεμόνων Σένα (1140-1280), υποτελών και διαδόχων τους, αναπτύχθηκε από την γκουπτική βουδιστική τέχνη. Επικράτησαν όμως τα ταντρικά (δηλαδή μαγικά-θρησκευτικά) μοτίβα, ενώ συχνά υπήρχαν και αντανακλάσεις της βισνουιτικής και σιβαϊτικής αγιογραφίας. Από την αρχιτεκτονική τους ελάχιστα διασώθηκαν, επειδή μεγάλο μέρος των κτιρίων καταστράφηκε κατά τις μουσουλμανικές εισβολές. Ο ναός της τέχνης των Πάλα-Σένα, στην απλούστερη μορφή του, έχει σχήμα πύργου, ενώ η είσοδός του διαθέτει τριπλό παράθυρο με κιονίσκους ή στρογγυλό, απομίμηση του φωτοστέφανου που τοποθετούσαν πίσω από τις μορφές των θεοτήτων.
Η γλυπτική της περιόδου συνδέεται με την γκουπτική, αν και είναι λιγότερο ρωμαλέα· οι στήλες της εποχής των Πάλα, οι οποίες πλαισιώνουν τις διάφορες θεότητες, έμειναν βαριές. Οι δε μορφές, άτονες και ογκώδεις, διακρίνονται για τις χαριτωμένες και απλές πόζες τους. Όμως, κατά τον 10ο αι., τα πρόσωπα απέκτησαν ξανά έντονη και ζωηρή έκφραση και τα σώματα κομψή ισορροπία στο κέντρο της στήλης. Την περίοδο των Σένα, τα σώματα επιμηκύνθηκαν κατά υπερβολικό τρόπο, οι εκφράσεις των προσώπων έγιναν στερεότυπες και επιφανειακές, τα ενδύματα και τα κοσμήματα πολύ βαριά και περίτεχνα, οι στήλες παραφορτώθηκαν από διακοσμητικά στοιχεία, έτσι ώστε να πνίγουν την κεντρική μορφή, τονίζοντας την εξεζητημένη, τεχνητή πόζα.
Η τέχνη των Πρατιχάρα και των επόμενων δυναστειών. Την εποχή της δυναστείας Πρατιχάρα (816-1030), η οποία κυριαρχούσε στις φυλές Γκουρτζάρα και Ρατζπούτ, στην κεντρική ζώνη της βόρειας Ι., επικρατούσε η λατρεία του Σίβα, ιδιαίτερα υπό τις τρομακτικές μορφές του· του Βισνού στην αβατάρα (ενσάρκωση) του αγριόχοιρου και μετά των Σούργια και Λάκσμι Ναραγιάνα. Τα είδωλα, εξαιτίας της συμβολικής και μαγικής αξίας τους, πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι ναοί εμπλουτίστηκαν με παρεκκλήσια, λατρευτικές αίθουσες και αγάλματα, συχνά κολοσσιαία και με άφθονες πολύτιμες διακοσμήσεις. Ο ινδουιστικός ναός στην κλασική μορφή του, που διαμορφώθηκε κατά τη ριζική μεταμόρφωση μεταξύ 8ου και 10ου αι., αποτελείται από διάφορα μέρη. Η κατασκευή στηρίζεται σε μια ψηλή βάση (μέντι), επάνω στην οποία υψώνεται ένα βάθρο. Επάνω σε αυτό στηρίζεται μια αίθουσα με υποστυλώματα, προορισμένη για τα θεάματα των χορευτριών, μια κλειστή αίθουσα με το άγαλμα της θεότητας στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός, προορισμένη για τη λατρεία, μια σκοτεινή στοά και τέλος το κυρίως ιερό, περιβαλλόμενο από τον δρόμο των λιτανειών. Η στέγη με σικάρα (πυραμιδοειδής) καλύπτει το σύνολο, ενώ δευτερεύοντες ναοί, καθαρτήριες δεξαμενές και αψίδες θριάμβου βρίσκονται διατεταγμένες γύρω από τον κεντρικό πυρήνα ολόκληρου του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. Πολυάριθμα αγάλματα θεοτήτων, ουράνιων νυμφών και ζευγαριών διακοσμούν κόγχες και εξωτερικές προεξοχές. Στο εσωτερικό τα είδωλα αυτά αφθονούν στους κίονες, στα επιστύλια και στα υποστυλώματα, που στηρίζουν τον κάτω ημικυκλικό θόλο ή τις κοιλότητες των τοίχων. Το κύριο είδωλο του ναού, στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και έξοχα υφάσματα, φαίνεται μόνο μέσα από την ανοιχτή πόρτα του ιερού, πέρα από τη σκοτεινή στοά.
Από τους πολυάριθμους ναούς που χτίστηκαν από τους Πρατιχάρα, ελάχιστοι έχουν διασωθεί. Όσον αφορά τους σπουδαιότερους ναούς της Κανάουτζ, της Μπεναρές και της Ματούρα, υπάρχουν μόνο οι περιγραφές των ιστορικών και των ποιητών της ακολουθίας του Μαχμούτ της Γάζνι, ο οποίος τους κατέστρεψε τον 11ο αι. Η αρχιτεκτονική τους διακόσμηση όμως, η οποία είναι φανερό πως έχει εμπνευσθεί από την υστερογκουπτική τεχνοτροπία, είναι χονδροειδής, ελάχιστα αρμονική και παραφορτωμένη. Η γλυπτική της Μπινμάλ, της αρχαίας πρωτεύουσας των Γκουρτζάρα, έφτασε στην καλύτερη έκφρασή της τον 9ο αι., επί βασιλείας του Μπότζα Α’.
Οι ναοί της Κατζουράχο και της Ορίσα. Μεταξύ 9ου και 14ου αι. οι ηγεμόνες των διαφόρων μικρών δυναστειών που διεκδικούσαν, με εναλλασσόμενες τύχες, το εκτεταμένο βασίλειο των Πρατιχάρα κατά την εποχή της παρακμής τους, έχτισαν πολυάριθμους ναούς, πολλοί από τους οποίους διακρίνονται για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία τους. Αυτοί οι ναοί μπορούν να συνενωθούν σε πέντε κύριες ομάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε διάφορες δυναστικές περιόδους και περιοχές με κοινό ωστόσο υπόβαθρο, που προερχόταν από τους Πρατιχάρα. Οι ναοί (συνολικά 85, από τους οποίους διασώζονται μόνο είκοσι), που χτίστηκαν από τους ηγεμόνες Τσαντέλα στην Κατζουράχο, περίπου από το 950 έως το 1050, είναι από τους ωραιότερους και πιο ενδιαφέροντες. Σε λιγότερο από έναν αιώνα, στην κύρια σικάρα προστέθηκαν πολυάριθμες δευτερεύουσες, μεγάλων διαστάσεων, οι οποίες δίνουν την εντύπωση τεράστιων φανταστικών σκαλοπατιών, που φαίνονται να είναι τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Ποτέ ίσως η ινδική τέχνη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό επίπεδο τεχνικής δεξιότητας και δύναμης φαντασίας. Τα πολυάριθμα αγάλματα, που διακοσμούν τις βάσεις και τις πλευρές των εξωστών, διαποτισμένα από ισχυρότατο ερωτικό φορτίο, έχουν ιδιαίτερη αισθητική αξία από την άποψη των αναλογιών, της χάρης των κινήσεων, του αυθορμητισμού των γυναικείων προσώπων και της συστροφής των σωμάτων. Από τα καλύτερα οικοδομήματα των Παραμάρα (948-1260) είναι ο ναός του Νιλκαντεσβάρα στην Ουνταϊπούρ (Μάλβα), με ογκώδεις αναλογίες, αλλά πλούσια διακοσμημένος, και ο ναός της Αμπαρνάτ, κοντά στη Βομβάη.
Από την αρχιτεκτονική των Σολάνκι (942-1242) σώζονται μεγαλοπρεπή ερείπια στη Σιντπούρ (ναός του Σίβα) και στη Μοντέρα (ναός του Σούργια), στο Γκουτζαράτ. Ο ωραιότατος ναός της Σομαναταπούρ στο Γκουτζαράτ καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Πολύ ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σειρά των ναών –από άσπρο μάρμαρο, με πλουσιότατη και εξαίρετη διακόσμηση– που χτίστηκαν στο Γκουτζαράτ και στο νότιο Ρατζαστάν από τις διάφορες τζαϊνικές κοινότητες. Αυτοί διαφέρουν από τους ινδουιστικούς ναούς, επειδή το κύριο ιερό είναι χτισμένο μέσα σε μια κλειστή αυλή, που περιβάλλεται από παρεκκλήσια 24 Τιρταμκάρα. Από τα πιο γνωστά είναι εκείνα του Βιμάλα Σαχ, στο βουνό Αμπού (που λεηλατήθηκε από τους μουσουλμάνους), του Τετζαχπάλα Νεμινάτα στην Ντιλβάρα και της Κάλι στην Νταρμπαβάτι.
Καθαρά υστερογκουπτικής προέλευσης είναι τα πρώτα μεσαιωνικά μνημεία της Ορίσα, στο βορειοανατολικό Ντεκάν. Άλλα σημαντικά οικοδομήματα είναι οι ναοί της Τζαγκανάτα στην Πούρι, εθνικό ιερό, και ο ναός του Σούργια στην Κονάρακ.
Η αρχιτεκτονική του Ντεκάν. Στο Ντεκάν, από τον 8ο έως τον 10ο αι., κυριάρχησε η δυναστεία Ραστρακούτα. Σε αυτήν αποδίδονται ορισμένοι ναοί σκαμμένοι στους βράχους της Ελόρα, πρωτεύουσας των πρώτων ηγεμόνων, ο τάφος του Νταρμανάτα στη Μάλβα και, κατά ένα μέρος, ο ναός του Σίβα στην Ελεφάντα. Το σπουδαιότερο όμως μνημείο της εποχής των Ραστρακούτα στην Ελόρα είναι το Καϊλασανάτα, του οποίου η ανέγερση άρχισε από τον Νταντιντούργκα και αποπερατώθηκε από τον Κρισναράτζα Α’. Άλλοι ηγεμόνες περιέβαλαν την αυλή με παρεκκλήσια, αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες, και πλούτισαν τον κύριο πυρήνα με ένα ιερό σε βράχο, αφιερωμένο στον Σίβα Λανκεσβάρα, και με ένα άλλο που έμεινε ημιτελές. Το στιλ του Καϊλασανάτα είναι εκείνο των μνημείων της εποχής (8ος-9ος αι.), με πυραμιδοειδείς στέγες και μεγάλα τετράγωνα υποστυλώματα, τα οποία ισορροπούνται από χοντρούς προεξέχοντες θριγκούς και πλάκες με ανάγλυφα. Αρκετά ενδιαφέροντα είναι τα γλυπτά στους τοίχους του κυρίως ιερού, τα οποία απεικονίζουν κομψούς ιπτάμενους δαίμονες. Πιο ανόμοια είναι εκείνα των πλευρικών παρεκκλησίων σε στιλ τσαλούκια ή παλάβα. Στο σπήλαιο του Σίβα Λανκεσβάρα το ανάγλυφο τείνει σε θεαματικά μπαρόκ εφέ, που επιτυγχάνονται με σπαστή κίνηση. Στα μεταγενέστερα ανάγλυφα, οι μορφές ξαναγίνονται πιο απλές, αλλά λιγότερο εκφραστικές.
Η τέχνη των Τσόλα. Στο μεταξύ, στον Νότο είχε ιδρυθεί η αυτοκρατορία των Τσόλα, η οποία υποσκελίστηκε από την αυτοκρατορία των Πάντγια, που καταλύθηκε και αυτή από τους μουσουλμάνους το 1323. Κατά τη διάρκειά της (β’ μισό 9ου αι. - 13ος αι.), η νότια Ι. βίωσε μια από τις ευτυχέστερες περιόδους της. Οι ναοί που χτίστηκαν στις ιερές πόλεις τους είχαν και μια συντονιστική οικονομικοκοινωνική λειτουργία· συγκέντρωναν γύρω τους, με διάφορα μέσα και θεσμούς, όλες τις τάξεις, προσπαθώντας να εξομαλύνουν όσο ήταν δυνατόν τις κοινωνικές διαφορές. Οι Τσόλα, αντί να χτίζουν νέους ναούς, ανοικοδομούσαν εκείνους που υπήρχαν, διευρύνοντάς τους και πλουτίζοντάς τους με νέες αίθουσες και μεγάλους πυλώνες. Στις αρχές του 11ου αι., αντίθετα, παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή· όλος ο ναός υψώθηκε υπέρμετρα, από το βάθρο έως την πιο απότομη πυραμίδα –σχηματισμένη από παντσαράμα– και έκλεισε με έναν μεγάλο τρούλο. Ακόμα και οι γκοπούρα, οι πύλες εισόδου, απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα, ώσπου έγιναν μνημειακές, κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Πάντγια. Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα δείγματα σημειώνουμε τους ναούς του Μπριχαντισβάρα ή Ρατζαρατζεσβάρα, στην Ταντζαβούρ, τον ναό του Μπριχαντισβάρα στην Γκανγκαϊκοντακολαπούραμ, κοντά στην Κουμπακόναμ, τον μεγάλο ναό της Μαντουράι και τον Εραβατεσβάρα στην Νταρασούραμ.
Όμως μια ομάδα ζωγραφικών έργων της εποχής των Τσόλα ανακαλύφθηκε στους τοίχους της Πραντακσιναπάτα του Μπριχαντισβάρα της Ταντζαβούρ· απεικονίζουν τα εγκαίνια του ίδιου του ναού, υπό τον Ρατζαράτζα Α’, εκτός από ορισμένες γραπτές επεξηγήσεις. Είναι φιλοτεχνημένα σε βιαστικές αδρές γραμμές, με ιδιότυπη χρωματική σύνθεση, και χαρακτηρίζονται από μια αξιοσημείωτη ζωτικότητα και έναν δυνατό ρεαλισμό.
Με τη μουσουλμανική κατάκτηση όλα τα βασίλεια του νότου κατέρρευσαν, με εξαίρεση εκείνο της Βιτζαγιαναγκάρ, που επέζησε έως τα μέσα του 17ου αι. Από τον 13ο έως τον 16ο αι. κατασκευάστηκαν πολυάριθμοι ναοί τεράστιων διαστάσεων.Η ισλαμική τέχνη. Από τον 8ο αι. σημειώθηκε στην Ι. μια βαθμιαία μουσουλμανική διείσδυση, η οποία ξεκίνησε από το ανατολικό Ιράν, αλλά απέκτησε μεγάλες διαστάσεις κυρίως από το τέλος του 12ου έως τις αρχές του 14ου αι. Την περίοδο της ηγεμονίας των Μαμελούκων στο Δελχί άρχισε να αναπτύσσεται μια αληθινή ινδοϊσλαμική τέχνη. Το πρώτο τζαμί του Δελχί (του οποίου η ανέγερση άρχισε το 1193), το Κούβατ αλ-Ισλάμ, το οποίο έχτισε ο Κουτμπ αντ-Ντιν Εμπέκ (αρχικά διοικητής των Γουριδών και αργότερα ανεξάρτητος σουλτάνος του Δελχί), παρουσιάζει ένα περίεργο κράμα περσικών και ινδικών στοιχείων. Για την οικοδόμησή του χρησιμοποιήθηκαν υλικά που προέρχονταν από τα ερείπια των ινδικών ναών· για τη διακόσμησή του χρησιμοποιήθηκαν εγχώριοι τεχνίτες, όπως καταδεικνύουν οι διακοσμήσεις και τα διαζώματα με καλλιγραφημένα κείμενα από παραγράφους του Κορανίου τα οποία, επειδή είναι μάλλον χονδροειδή, φανερώνουν χέρι ελάχιστα συνηθισμένο σε αυτό το είδος διακόσμησης.
Ανάλογη διαδικασία ακολουθήθηκε για το τζαμί της Ατζμέρ, στο Ρατζαστάν, το λεγόμενο Αρχαϊντίν-κα Τζονπρία, που αποπερατώθηκε και διευρύνθηκε από τους Μαμελούκους διαδόχους του Κουτμπ αντ-Ντιν Εμπέκ.
Ο ωραιότατος μιναρές του Κούβατ αλ-Ισλάμ στο Δελχί, ο Κουτμπ Μινάρ, πύργος σκοπιάς και συγχρόνως μνημείο νίκης, σχεδιάστηκε από τον Εμπέκ στις γιγαντιαίες διαστάσεις του (ύψος 73 μ.), αλλά αποπερατώθηκε μόνο κατά τους μετέπειτα χρόνους.
Χαρακτηριστικά των διαφόρων ορόφων είναι οι ραβδωτοί κίονες που λεπταίνουν προς τα πάνω, οι εξώστες, οι υποβλητικές μουκαρνάς (διακοσμήσεις σε σχήμα σταλακτιτών) και τα μεγάλα αραβουργήματα και διαζώματα με επιγραφές. Ο Ιλτουτμίς, όμως, δεν περιορίστηκε μόνο στη διεύρυνση των τζαμιών του Δελχί και της Ατζμέρ. Ξεκίνησε και την ανέγερση του τζαμιού Χάουζ-ι-Σάμσι, στην Μπανταούν, και ορισμένων μαυσωλείων, ανάμεσα στα οποία και το λεγόμενο του σουλτάνου Γούρι, κοντά στη Μαχιπαλπούρ, και του δικού του. Το τελευταίο είχε σχήμα κύβου, διακοσμημένου εξωτερικά, σε κάθε πλευρά, από μια κόγχη-είσοδο και από απλά οριζόντια διαζώματα ινδικού τύπου. Όμως, και στο εσωτερικό οι διακοσμήσεις είναι ινδικές και ισλαμικές.
Την περίοδο 1290-1320, οι ηγεμόνες Χαλτζί κυβέρνησαν το σουλτανάτο του Δελχί, που εκτεινόταν σχεδόν σε όλη την Ι. Από αυτούς, ο Αλαουντίν προγραμμάτισε μεγαλειώδη έργα, που πραγματοποιήθηκαν κατά ελάχιστο μέρος, εξαιτίας της σύντομης ζωής του και ίσως εξαιτίας της μεγαλομανίας του. Από την επέκταση της παλιάς πόλης του Δελχί σώζονται μόνο μερικά τμήματα των οχυρώσεων. Τα μοναδικά κτίρια που ολοκλήρωσε ο ίδιος είναι το Αλάι Νταρβάζα (ανατολική είσοδος του τζαμιού), ο μεντρεσές και ο τάφος του.
Τοπικές παραλλαγές της ισλαμικής τέχνης. Με τη νέα δυναστεία των Τουγλάκ (1320-1413), τονίστηκε σημαντικά η επίδραση του ινδικού περιβάλλοντος: οι δεσμοί με την Περσία και τα άλλα μουσουλμανικά εδάφη είχαν πραγματικά χαλαρώσει, εξαιτίας της μογγολικής εισβολής· συνεπώς, η σελτζουκιδική καλλιτεχνική παράδοση έχασε τη ζωτικότητά της. Η αρχιτεκτονική απέκτησε χαρακτήρα αποφασιστικά στρατιωτικό, χωρίς πλούσιες διακοσμήσεις, ενώ δόθηκε μεγάλη σημασία στο μάλλον ογκώδες μέγεθος των κτιρίων.
Ο Γιγιαζουντίν Τουγλάκ ίδρυσε την πόλη Τουγλακαμπάτ (σήμερα σχεδόν τελείως κατεστραμμένη). Η οχυρωμένη ακρόπολή της βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου, προστατευμένου από μια τεχνητή λίμνη και από το φρούριο της Αντιλαμπάτ· η κατασκευή του ξεκίνησε αργότερα από τον Μουχάματ Τουγλάκ και από αυτό σώζονται μόνο ερείπια. Στο κέντρο της λίμνης, μέσα σε ένα άλλο πολύ μικρό φρούριο, ο Γιγιαζουντίν Τουγλάκ τοποθέτησε το μαυσωλείο του, όπου θάφτηκε και ο Μουχάματ. Στο οικοδόμημα, το οποίο έχει χτιστεί σε σχήμα κύβου με τρούλο, οι διακοσμήσεις και τα διαζώματα με επιγραφές έχουν χρησιμοποιηθεί με μεγάλη φειδώ. Η χρησιμοποίηση λευκού μαρμάρου για τον τρούλο, τις αψίδες, τις κόγχες και το μιχράμπ έρχεται σε αντίθεση με τον κόκκινο ψαμμίτη από τον οποίο έχει κατασκευαστεί το μαυσωλείο.
Ο Φιρούζ Σαχ Τουγλάκ πραγματοποίησε μεγάλα έργα. Σπουδαίο είναι το δίκτυο των διωρύγων για την άρδευση εκτεταμένων ζωνών του Παντζάμπ και του Δελχί. Τα κτίρια της εποχής του παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή πάντοτε έχουν σχέδιο μάλλον περίτεχνο και διάφορες διακοσμήσεις σε γυψοκονία, σμιλευμένη και χρωματισμένη με ποικίλους τρόπους.
Από το 1414 έως το 1451, με κάποια μάλλον περιορισμένη εξουσία λόγω των αξιώσεων που προέβαλαν οι ευγενείς των επαρχιών, κυριάρχησε στο Δελχί η δυναστεία Σαγίντ, η οποία δεν άφησε σπουδαία ίχνη.
Όμως και η δυναστεία των Λόντι δεν δημιούργησε εξαιρετικά έργα, αν εξαιρέσουμε το συγκρότημα κτιρίων γύρω από τη Χαϊρπούρ (σήμερα στο Πακιστάν). Σε αυτό περιλαμβάνονται το τζαμί του Αμπού Αμτζάντ, με θαυμάσια διακόσμηση σε σμιλευμένη γυψοκονία και ένα περίπτερο εισόδου όμοιο με μαυσωλείο (Μπάουρα Γκουμπάτ), αλλά και το μαυσωλείο που είναι γνωστό με την ονομασία Γκότα Γκουμπάτ, όπου φαίνεται ότι έχει ταφεί ο τελευταίος ηγεμόνας τους, Ιμπραχίμ, και ο ηγεμόνας της Σικάντρα. Άλλα κτίρια της δυναστείας των Λόντι βρίσκονται στη Σίρι, στη Μεχράουλι και στην Άγκρα. Το λοντικό στιλ, το οποίο είχε αφομοιώσει κατά ένα μέρος τον διακοσμητικό πλούτο που χαρακτήριζε τη βασιλεία Σάρκι της Τζαϊνπούρ, επιβίωνε μετά την πρώτη εξάπλωση των Μογγόλων (1525-40), που προέρχονταν από την κεντρική Ασία. Ξαναγεννήθηκε γεμάτο λάμψη, υπό την αυτοκρατορία των Σουρπατάνι, οι οποίοι αποτέλεσαν την τελευταία έπαλξη της εγχώριας μουσουλμανικής παράδοσης απέναντι στους νέους εισβολείς (1540-54). Λαμπρά δείγματα της πρώτης αυτής μεταβατικής περιόδου μεταξύ Μογγόλων και Σουρπατάνι είναι το μικρό μαυσωλείο του Μαουλάνα Τζαμάλ Χαν, στη Μεχράουλι, με το προσαρτημένο σε αυτό τζαμί Τζαμάλι (και τα δύο έχουν επικαλυφθεί με πλακάκια από σμιλευμένη και ζωγραφισμένη γυψοκονία), και ο ναός του Ζαμάν, κοντά στο Αλάι Νταρβάζα, στη Λάλκοτ.
Στον Σερ Σαχ, αν και η περίοδος της βασιλείας του ήταν πολύ σύντομη (1540-45), ανήκει μεγάλος αριθμός φρουρίων και πόλεων, όπως το Δελχί (το οποίο ανοικοδομήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά μετά την κατεδάφιση της παλιάς πόλης που είχε ερειπωθεί), η Κανάουτζ, η Πάντα, η Ροχτασγκάρι, η Σεργκάρ και η Σισάραμ στο Μπιχάρ, καθώς και διάφορα κτίρια, γέφυρες και καραβάν σεράι.
Από την περίοδο αυτή χρονολογείται η πύλη Λαλ Νταρβάζα (Κόκκινη Πύλη) του Δελχί· εκατέρωθέν της υπάρχουν δύο πύργοι, ενώ είναι διακοσμημένη με λωρίδες από κόκκινο ψαμμίτη και κρεμ χρώμα, καθώς και ψηφιδωτά σε μια σειρά τόξων που τέμνονται μεταξύ τους. Σε αρκετά καλή κατάσταση βρίσκεται το φρούριο Πουράνα Κίλα, το οποίο διαθέτει ισχυρούς πύργους, μεγάλες δίχρωμες πύλες και μαρμάρινα ανάγλυφα ινδικού στιλ με ελέφαντες και λιοντάρια. Στο εσωτερικό βρίσκονται το Σερ Μαντάλ ή περίπτερο του ανακτόρου του Σερ Σαχ και το τζαμί Κίλα-ι-Κόχνα, του οποίου η διακόσμηση αποκαλύπτει την ανεξάντλητη φαντασία των σχεδιαστών του, που συνδύαζαν τα τεχνικά επιτεύγματα των Ινδών και των πρώτων μουσουλμανικών δυναστειών σε ένα αρμονικό σύνολο μορφών και χρωμάτων. Το μαυσωλείο του ηγεμόνα στη Σασάραμ, οκτάγωνου σαγιντολοντικού τύπου, περιβαλλόμενο από μια ανοιχτή στοά, διακρίνεται και αυτό για τη διακόσμησή του από χρωματιστή μαγιόλικα. Γι’ αυτό, θεωρείται από πολλούς ανώτερο και από το περίφημο Τατζ Μαχάλ της Άγκρα.
Η αρχιτεκτονική της εποχής των Μογγόλων. Το 1527, το σουλτανάτο του Δελχί κυριεύθηκε από τον Τούρκο ηγεμόνα Μπαμπούρ, απόγονο του Ταμερλάνου, που ίδρυσε τη δυναστεία των Μογγόλων (Μογούλ). Οι πρώτοι πέντε διάδοχοί του (Χουμαγιούν, Άκμπαρ, Τζαχανγκίρ, Σαχ Τζαχάν και Αουρανγκζέμπ) προσάρτησαν στις επαρχίες που κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρη την Ι. Τα σπουδαιότερα όμως μνημεία της μογγολικής αυτής δυναστείας βρίσκονται στη βόρεια περιοχή της Ι., γύρω από την Άγκρα, το Δελχί και τη Λαχώρη (Πακιστάν), έδρες της δυναστείας. Υπό την ηγεμονία των δύο πρώτων αυτοκρατόρων, εξαιρετικά καλλιεργημένων ανθρώπων, μυημένων στην περσική λογοτεχνία, παρατηρήθηκε στην αρχιτεκτονική μια αποφασιστική στροφή προς την περσική καλαισθησία. Ο Μπαμπούρ δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του για την ανέγερση κτιρίων, εξαιτίας της σύντομης βασιλείας του στην Ι. (1526-30). Όμως, είχε καλέσει στην αυλή του τους καλύτερους μαθητές του Τούρκου αρχιτέκτονα Σινάν. Ένας από αυτούς, ο Γιουσούφ, σύμφωνα με την παράδοση, έχτισε, κατά τη βασιλεία του Άκμπαρ, τα ωραιότερα ανάκτορα της Άγκρα, του Δελχί και της Λαχώρης. Στην εποχή του Μπαμπούρ ανήκουν τα τζαμιά της Πανιπάτ και της Σαμπάλ και το Ραμ Μπαγ της Άγκρα, εκτός από ορισμένα μαυσωλεία των τοποτηρητών του στη Σαρχίντ. Ο Χουμαγιούν, ο οποίος εξαιτίας πολιτικών γεγονότων παρέμεινε εξόριστος επί δεκαπέντε χρόνια, δεν άφησε τίποτα το αξιόλογο στην αρχιτεκτονική. Όμως, στην αυλή του Σαχ Ταχμάσπ Α’ της Περσίας, όπου κατέφυγε, γνώρισε δύο περίφημους ζωγράφους και καλλιγράφους, τον Μιρ Σαγίντ Άλι και τον Άμπντους-Σαμάντ. Σε αυτούς ανέθεσε την εικονογράφηση ενός ιπποτικού ποιήματος (του Χάμζα-νάμε) και αργότερα τους έφερε μαζί του στην Ι., όταν γύρισε από την εξορία, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Σε αυτούς κυρίως οφείλεται η δημιουργία μιας ινδοπερσικής ζωγραφικής στην αυλή των Μογγόλων της Ι., που γνώρισε τη μεγαλύτερη λαμπρότητά της κατά τη βασιλεία του Άκμπαρ και κατά ένα μέρος του Τζαχανγκίρ.
Τα πρώτα μνημεία της αυτοκρατορίας του Άκμπαρ αποπνέουν όλη την κομψότητα των ιρανικών κατασκευών, που όμως σιγά-σιγά ινδοποιήθηκαν. Τα μαυσωλεία κυρίως του Ατγά Χαν (υπουργού του αυτοκράτορα, που σκοτώθηκε το 1562), στη Νιζάμ αντ-Ντιν, και του Χουμαγιούν, λαμπρό και επιβλητικό, δείχνουν ότι, παράλληλα με την ιρανική διακόσμηση με πολύχρωμες μαγιόλικες, υπήρχε και μια πιο λιτή διακόσμηση με πλακάκια από λευκό μάρμαρο, τα οποία στη βάση εναλλάσσονταν με κόκκινο ψαμμίτη. Στη συνέχεια, ο Άκμπαρ προσπάθησε να πραγματοποιήσει τη συγχώνευση της εγχώριας παράδοσης με την ιρανική, δημιουργώντας ένα εκλεκτικιστικό αρχιτεκτονικό στιλ, το οποίο όμως είχε σύντομη διάρκεια. Μεγαλοπρεπή δείγματα της αυτοκρατορικής αυτής αρχιτεκτονικής είναι τα μεγάλα φρούρια και ανάκτορα της Άγκρα, της Φατεπούρ Σίκρι, της Αλαχαμπάτ, της Λαχώρης, εκτός από τα μικρότερα ανάκτορα της Ατζμέρ, της Ναγκαρτσάιν και της Σαράις και πολλές γέφυρες ή οικοδομήματα για ξεκούραση των ταξιδιωτών.
Το κατεξοχήν ιρανικό στιλ εφαρμοζόταν ανέκαθεν στους κήπους. Όλοι τους είχαν ένα σχεδόν όμοιο σχέδιο, με διώρυγες τεμνόμενες σε ορθή γωνία, γεωμετρικού σχήματος παρτέρια (που περιλάμβαναν πολλές ποικιλίες λουλουδιών και περιβάλλονταν από δέντρα), ανοιχτά περίπτερα και πολυάριθμες κρήνες, σιντριβάνια, μικρούς καταρράκτες ή λιμνούλες, ταράτσες που οδηγούσαν προς τα κάτω για τις δεξιώσεις στην ύπαιθρο, κόγχες και γυναικεία λουτρά. Αξίζει να αναφερθούν ο ωραιότατος κήπος Καρ Μπαγ, οι κήποι της Σαντάρι (Πακιστάν), της Ζεμπίντα Μπεγκάμ και οι τρεις κήποι της Σαλιμάρ, κοντά στο Δελχί, της Λαχώρης και του Κασμίρ (οι τελευταίοι κατασκευάστηκαν από τον Τζαχανγκίρ).
Τα πρώτα μνημεία του Τζαχανγκίρ ανήκουν στο εκλεκτικιστικό αυτοκρατορικό στιλ που εγκαινιάστηκε από τον πατέρα του. Τέτοια είναι το Καλίς Σουτούν, στο φρούριο της Αλαχαμπάτ, το Τζαχανγκίρι Μαχάλ, στο φρούριο της Άγκρα, το ανάκτορο της Λαχώρης και το ιδιωτικό ανάκτορο που χτίστηκε στο Κασμίρ, οι τάφοι του πρίγκιπα Χουσράου στην Αλαχαμπάτ, της αυτοκράτειρας Μαργιάμ αζ-Ζαμάνι στη Σικάντρα, του Χαν-Χανάν στο Δελχί, τα τζαμιά Πατάρ και Μουλά Αχούν Σαχ στη Σριναγκάρ, τα τζαμιά των Μιρζά Μαζούμ και Πατάρ στην Πάτνα και διάφορα μαυσωλεία, κυρίως στη Λούκνοου. Το επιβλητικότερο και ωραιότερο από όλα αυτά τα μνημεία είναι το μαυσωλείο του Άκμπαρ στη Σικάντρα, του οποίου η εξωτερική διακόσμηση, εξαιρετικά εκλεπτυσμένη, συνδυάζει αρμονικά τα χρώματα της πέτρας και του μαρμάρου, ψηφοθετημένα με γούστο σε ένα κομψότατο σύνολο. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Τζαχανγκίρ, παρατηρήθηκε αποφασιστική στροφή προς τη μουσουλμανική ορθοδοξία, με συνέπεια τον εξοστρακισμό της εκλεκτικιστικής ινδοϊσλαμικής τέχνης. Λόγω όμως του συνεχούς ανταγωνισμού με το σαφαβιδικό Ιράν, δεν σημειώθηκε νέα άνθηση αυτής της τεχνοτροπίας, η οποία περιορίστηκε σε μια νέα αισθητική, που ήταν πάντα ένα κράμα περσικών και ινδικών μοτίβων τα οποία προέρχονται όμως από το Ντεκάν και τη Βεγγάλη, αντί από το Γκουτζαράτ, τη Μάλβα ή το Ρατζαστάν. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του νέου ύφους συνίστανται στην ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στο λευκό μάρμαρο (οι κόκκινοι ψαμμίτες χρησιμοποιούνται μόνο στα μικρότερα κτίρια), στα υποστυλώματα και στα κιονόκρανα σε σχήμα λωτού, στα οδοντωτά ή ακιδωτά τόξα, στις διακοσμημένες με φυτικά μοτίβα οροφές (όπως και οι τοίχοι· το τελευταίο αυτό μοτίβο προέρχεται από το Κασμίρ) και στις κυρτές στέγες.
Κατά τη βασιλεία του Σαχ Τζαχάν παρατηρούνται στην ινδική αρχιτεκτονική ευρωπαϊκές επιδράσεις, όπως ημικυκλικά τόξα, έλικες του τέλους της Αναγέννησης ή μπαρόκ φλωρεντινά ψηφιδωτά, κατασκευασμένα δηλαδή από μάρμαρο και σκληρή πέτρα. Το Καουσάτ-Χαμπά, μαυσωλείο του Ατγά Χαν στη Νιζάμ αντ-Ντιν, χτίστηκε το 1624 και υπήρξε το πρώτο μνημείο αυτού του νέου στιλ. Πρόκειται για μια μεγαλοπρεπή σάλα από λευκό μάρμαρο, η οποία περιβάλλεται από ψηλές πλάκες (κατασκευασμένες από διάτρητη πέτρα, με ένα λεπτότατο σχέδιο γκουτζαρατικού τύπου)· τα ινδικά υποστυλώματά της φέρουν κιονόκρανα και περσικούς τρούλους. Το μαυσωλείο του Τζαχανγκίρ στη Σαντάρα, κοντά στη Λαχώρη (1627), ένα από τα καλύτερα δείγματα της νέας τάσης, λεηλάτησε ο μαχαραγιάς Ρατζπούτ Ραντζίτ Σινγκ για να διακοσμήσει με τα θαυμάσια μαρμάρινα πλακάκια του τον Χρυσό Ναό των σιχ στην Αμριτσάρ. Μια ιδέα γι’ αυτό μπορεί να μας δώσει το μαυσωλείο Ιτιμάρ αντ-Ντάουλα στην Άγκρα. Μοιάζει με περίπτερο, σκεπασμένο με γυρτή προς τα κάτω στέγη, διαθέτει ημικυκλικούς θόλους και τέσσερις όχι πολύ ψηλούς πύργους στις πλευρές, οι οποίοι απολήγουν σε ανοιχτά τσάτρι (μικροί τρούλοι που στηρίζονται σε κιονίσκους). Η μαρμάρινη διακόσμηση διακρίνεται για τα εξαιρετικής λεπτότητας ψηφοθετημένα χρώματα.
Στο φρούριο της Άγκρα υπάρχει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων που οφείλονται στον αυτοκράτορα: το Μότι Μαστζίντ (Τζαμί του Μαργαριταριού), μικρό αλλά κομψότατο, με χαριτωμένους φουσκωτούς τρούλους, με λαμπρές μεγάλες αίθουσες ακροάσεων για τις διπλωματικές υποθέσεις και για τις γυναίκες (Ντιβάν-ι-Χας και Χας Μαχάλ) και με θαυμάσια ενθέματα από μάρμαρο και οξυκόρυφα δαντελωτά τόξα, το Μάτσι Μπαβάν (Περίπτερο για τις ιδιαίτερες επισκέψεις), το Μουσάμαν Μπουρτζ με τις κρεβατοκάμαρες του αυτοκράτορα (όπου και πέθανε το 1666, αιχμάλωτος του γιου του, Αουρανγκζέμπ) και, τέλος, το Ανγκούρι Μπαγ με ακάλυπτο λουτρό για τις γυναίκες, στα πλευρικά τοιχώματα του οποίου υπήρχαν περίπτερα ναουλάχι, όπου σε πολύ στενές κρύπτες τα κορίτσια έκρυβαν τα κοσμήματά τους.
Στο Δελχί, ή –καλύτερα– στη νέα αυτοκρατορική διαμονή της Σαχτζαχαναμπάτ, υπάρχει το μεγαλύτερο από τα κτίρια που έχτισε ο Σαχ Τζαχάν, το Λαλ Κίλα (Κόκκινο Φρούριο). Εκτός από ένα χαριτωμένο περίπτερο προορισμένο για μουσικές ακροάσεις, ένα μικρό τζαμί, διάφορους κήπους, ζεστά λουτρά, τα ιδιαίτερα δωμάτια του αυτοκράτορα και τη ζενάνα, υπάρχουν μεγάλες αίθουσες ακροάσεων (Ντιβάν-ι-Αμ) από κόκκινο ψαμμίτη, που άλλοτε επικαλυπτόταν από χρυσά και ασημένια ανάγλυφα, και το Ντιβάν-ι-Χας, επενδεδυμένο από το δάπεδο έως τον θόλο με κομψά περσικά μοτίβα σε σκληρή πέτρα. Στο κέντρο του Ντιβάν-ι-Αμ υπήρχε άλλοτε ο Θρόνος των Παγωνιών (τον οποίο έκλεψε τον 18ο αι. ο Ναδίρ Σαχ της Περσίας) κάτω από έναν ωραίο μαρμάρινο θόλο, μπροστά σε μια στοά διακοσμημένη με φλωρεντινά ψηφιδωτά.
Το αριστούργημα όμως της βασιλείας του Σαχ Τζαχάν είναι το Τατζ Μαχάλ στην Άγκρα. Άλλα κτίρια μογγολοπερσικού στιλ είναι τα Τσίνι-κα Ράουζα, δηλαδή το μαυσωλείο του Αφζάλ Χαν, τα τζαμιά των Βαζίρ Χαν και Ντάι Άνγκα στη Λαχώρη και ορισμένοι τάφοι. Τα μεγάλα τζαμιά του Δελχί (το πιο σπουδαίο όλης της αυτοκρατορίας) και της Άγκρα (που χτίστηκε στο όνομα της Τζαχανάρα Μπεγκάμ, κόρης του αυτοκράτορα) αποτελούν προδρόμους των νέων τεχνοτροπιών που αναπτύχθηκαν κατά τη βασιλεία του Αουρανγκζέμπ, μολονότι διατήρησαν ακόμα ίχνη του εκλεκτικιστικού ύφους των προκατόχων του. Τα τζαμιά αυτά (μονώροφο στην Άγκρα και διώροφο στο Δελχί) παρουσιάζουν όμοιο σχέδιο· στηριγμένα σε ψηλές πλατφόρμες, έχουν τρεις μεγάλους βολβοειδείς τρούλους και στις πλευρές έξι γωνιακούς πύργους το πρώτο, και τέσσερις μιναρέδες το δεύτερο. Μόνο οι τρούλοι είναι κατασκευασμένοι από λευκό μάρμαρο, ενώ όλο το υπόλοιπο από κόκκινο ψαμμίτη. Η διακόσμηση αποτελείται από εναλλασσόμενες λωρίδες λευκού μαρμάρου και ανάγλυφου ψαμμίτη. Πλούσιοι σε διακόσμηση είναι οι μιχράμπ, με ωραία ενθέματα.
Ακμή και παρακμή της ινδομογγολικής τέχνης. Το περσικό ζωγραφικό ύφος, που εγκαινιάστηκε από τους καλλιτέχνες οι οποίοι ήρθαν στην Ι. ακολουθώντας τον Χουμαγιούν, αφομοίωσε πολύ γρήγορα τα ινδικά στοιχεία, σε στιλ ρατζπούτ κυρίως, γι’ αυτό και προσέλαβε τελικά εκλεκτικιστική μορφή. Τα πρώτα δείγματα ινδομογγολικής ζωγραφικής αντιπροσωπεύονται από τα διασωθέντα τμήματα του Χάμζα-νάμε. Το έργο αυτό εικονογραφήθηκε την εποχή του Χουμαγιούν σε στιλ περσοσαφαβιδικό. Διακρίνεται για την προσεκτικότερη παρατήρηση της φύσης, που οφειλόταν στους Ινδούς ζωγράφους, ενώ περιλαμβάνει και ορισμένες μικρογραφίες δουλεμένες με την εκλεπτυσμένη αυλική τεχνική, οι οποίες παριστάνουν τους Μογγόλους ηγεμόνες της Ι. που βασίλευσαν πριν από τον Άκμπαρ. Παρά τη μετανάστευση Περσών καλλιτεχνών από το Τουρκεστάν, ευνοήθηκε το έργο των ντόπιων μικρογράφων (Γκουτζαράτ, Βεγγάλη, Ρατζαστάν), γι’ αυτό και το ινδικό σκηνικό και η ινδική ατμόσφαιρα επικράτησαν στα περσικά μοτίβα, προσδίδοντας έτσι στη μικρογραφία μια γνήσια ινδική σφραγίδα. Την εποχή του Άκμπαρ και του Τζαχανγκίρ μικρογραφήθηκαν χειρόγραφα κάθε είδους: ιπποτικά ποιήματα, ιστορικά, διδακτικά και φιλοσοφικά έργα και μεταφράσεις ινδικών ποιημάτων. Στα έργα αυτά μόνο η μορφική γραμμή είναι περσική. Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή είναι η κινεζικής επίδρασης απεικόνιση των βράχων και των σύννεφων του φόντου, την οποία εισήγαγε στην περσική και ινδική μικρογραφία ο Αγά Ριζά. Βέβαια, τα στοιχεία σε ύφος ρατζπούτ επικρατούν πάντοτε, η παλέτα εμπλουτίζεται με κόκκινα, πράσινα και μπλε, εκτός από το άφθονο χρυσό στο φόντο. Η επίδραση των ευρωπαϊκών χαρακτικών, που εισήχθησαν στην αυλή από ιησουίτες ιεραποστόλους, συνέβαλε στην όλο και μεγαλύτερη διαφοροποίηση της ινδομογγολικής μικρογραφίας από τα ιρανικά πρότυπα. Επί Άκμπαρ, οι σημαντικότεροι Ινδοί δάσκαλοι υπήρξαν οι Μπασαβάν και Ντασβάντ. Την εποχή του Τζαχανγκίρ, οι Μανουχάρ, Μπισχαντάς και Γκοβαρντάν εισήγαγαν στα έργα τους ένα κάπως γραφικό και εξεζητημένο στοιχείο, που προερχόταν από μεγαλύτερη παρατήρηση της πραγματικότητας. Επί Σαχ Τζαχάν, το εικαστικό ρεπερτόριο πλουτίστηκε με επιβλητικές σκηνές αυτοκρατορικών ακροάσεων, τελετών, μαχών, παράλληλα με κομψές ερωτικές σκηνές. Αντίθετα, ο Αουρανγκζέμπ παραμέλησε τη ζωγραφική, απολύοντας πολλούς καλλιτέχνες από την αυλή. Η ζωγραφική άρχισε να παρακμάζει, με εξαίρεση την Ουντ, όπου για μεγάλο διάστημα διατήρησε μια ασυνήθιστη ζωτικότητα.
Την ίδια εποχή με την ινδομογγολική σχολή αναπτύχθηκε και η ρατζπούτ, που εμφανίστηκε στην αρχή ως εθνικό κίνημα σε αντίθεση με τη μουσουλμανική τέχνη. Στην ουσία, όμως, ήταν συγγενική με αυτή. Σκηνές της καθημερινής ζωής, θρύλοι του Κρίσνα, περσικές τελετές αντικατέστησαν τις πολυτελείς αυλικές σκηνές που απεικονίζονταν στα ινδομογγολικά έργα. Μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη αίσθηση διακόσμησης, ένα γρήγορο και κοφτερό στιλιζάρισμα μαζί με την προτίμηση στις έντονες αντιθέσεις ψυχρών χρωμάτων αποτελούν τα χαρακτηριστικά της σχολής αυτής, που διακλαδώνεται στο ρατζαστανικό και στο παχαρικό ρεύμα. Το πρώτο είχε επηρεαστεί άμεσα από τη μογγολική σχολή, ενώ το δεύτερο ήταν πλησιέστερο προς το ινδικό περιβάλλον. Οι γνωστότεροι καλλιτέχνες (Μολά Ραμ Κουμαρασβάμι, Μανάχου και Τσαϊτού) ανήκουν στο τελευταίο αυτό ρεύμα.
Με τη βασιλεία του Αουρανγκζέμπ σημειώθηκε βαθμιαία παρακμή της τέχνης και ιδιαίτερα της αρχιτεκτονικής. Τα θρησκευτικά οικοδομήματα κατασκευάζονταν σχεδόν αποκλειστικά από ακατέργαστες πέτρες, που προέρχονταν από τους λεηλατημένους και κατεστραμμένους ινδουιστικούς ναούς, ενώ οι διακοσμήσεις δεν γίνονταν πλέον σε εκλεκτά μάρμαρα αλλά σε επίχρυση ή ζωγραφισμένη γυψοκονία. Στον τύπο αυτό ανήκει το μαυσωλείο Μπιμπί-κα Ράουζα, της γυναίκας του Αουρανγκζέμπ, Ραμπία Νταουράνι. Χτίστηκε στην Αουρανγκαμπάτ, κατά μίμηση του Τατζ Μαχάλ, αλλά χωρίς την εκλεπτυσμένη ομορφιά του τελευταίου, μολονότι διατηρεί μια απλή κομψότητα. Τα άλλα οικοδομήματα, παραφορτωμένα με νοτιοϊνδικά στοιχεία, ιδιαίτερα του Ντεκάν, δεν διαθέτουν πλέον το χαρακτηριστικό της αρμονικής ισορροπίας, αλλά ένα κράμα μιας κάπως χυδαίας πολυτέλειας και μιας τετριμμένης διακόσμησης.
Μετά τον θάνατο του Αουρανγκζέμπ, εξαιτίας των συνεχών αγώνων των διαδόχων του, οι τέχνες παραμελήθηκαν και ελάχιστα μνημεία διασώθηκαν, γλιτώνοντας από τις καταστροφές των Περσών, των Αφγανών και των Μαράθων. Μια κάποια σπουδαιότητα, αν και χωρίς πρωτοτυπία, έχουν το Μότι Μαστζίντ στη Μεχράουλι, χτισμένο από τον Μπαχαντούρ Σαχ Α’, και το Ζινάτ-αλ-Μαστζίντ, κοντά στο Κόκκινο Φρούριο του Δελχί, που χτίστηκε από την αδερφή του Μπαχαντούρ Σαχ. Ο Άκμπαρ Β’ (1806-37) αναστήλωσε το αυτοκρατορικό ανάκτορο στο Δελχί και το Κουτμπ Μινάρ, ενώ ο Μπαχαντούρ Σαχ Β’ (1837-57) προσέθεσε νέα περίπτερα στον κήπο Χαγιατμπάχς και ένα λουτρό, το Ζαφάρ Μαχάλ.
Ευρωπαϊκές επιδράσεις και αναβίωση. Κατά τα τέλη του 18ου αι. οι συνεχείς ευρωπαϊκές επιδράσεις άρχισαν να υποσκελίζουν όλο και περισσότερο την ισλαμική παράδοση, η οποία πλέον είχε συγχωνευτεί τελείως με το ινδικό πνεύμα, και να εισαγάγουν νέα στιλ στην Ι., με αρνητικό αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές. Στην αρχή οι Ευρωπαίοι αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις εγχώριες τάσεις, αλλά αργότερα οι πορτογαλικές, βρετανικές και γαλλικές κατασκευές με τη δυτική καλαισθησία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται στις διάφορες ινδικές πόλεις. Τα πρώτα ευρωπαϊκά μνημεία στην Ι. κατασκευάστηκαν από τους Πορτογάλους (οι πολυάριθμοι ναοί ρυθμού μπαρόκ στις πόλεις Πανάτζι, Μπασέιν, Νταμάν, Μαδράς και Βομβάη). Ύστερα ήρθε η σειρά της γαλλικής αρχιτεκτονικής και τελευταία της βρετανικής με τα διάφορα ρεύματα (ρυθμού γεωργιανού, νεοκλασικού, νεογοτθικού, ιταλικής Αναγέννησης). Οι επιδράσεις αυτές είχαν ποικίλες συνέπειες. Τα μοναδικά όμως, μάλλον θετικά, αποτελέσματα οφείλονται σε όσους κατάφεραν να προσαρμοστούν καλύτερα στο τροπικό σκηνικό, δηλαδή τα αρχαιότερα μνημεία της Καλκούτας, της Βομβάης και της Μαδράς (αντίστοιχα, το κυβερνητικό μέγαρο, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Θωμά, το Φρούριο Αγίου Γεωργίου κ.ά.). Μεταξύ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. έγινε μια απόπειρα να αναγεννηθεί η αρχαία ινδική τέχνη, που βρισκόταν σε πλήρη παρακμή. Όμως, επειδή ήταν μια τεχνητή προσπάθεια, παρέμεινε επιφανειακή, αν και προσαρμοζόταν καλύτερα από τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς στο ινδικό περιβάλλον (κυβερνητικά μέγαρα της Τζαϊπούρ, της Τζοντπούρ και της Μπικανέρ σε ρυθμό ρατζπούτ και η Πύλη της Ι. στη Βομβάη σε ρυθμό γκουτζαράτ). Ανάλογη τύχη είχε η εθνικιστική προσπάθεια απομίμησης των κατασκευών της γκουπτικής περιόδου (ναός της Μπίρλα στο Νέο Δελχί, νεοβουδιστικοί ναοί στη Σαρνάτ και στην Καλκούτα), οικοδομήματα που αντικαταστάθηκαν γρήγορα από ορθολογικές και σύγχρονες κατασκευές.
Η σύγχρονη τέχνη. Η κίνηση που άρχισε στο τέλος του 19ου αι. από την Καλκούτα, με τα ονόματα των Αμπανιντρανάθ και Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Ε.Μπ. Χάβελ και Α.Κ. Κουμαρασβάμι, με σκοπό να ξαναδώσει τιμητική θέση στην ινδική τέχνη του παρελθόντος, ερμηνευμένη επιστημονικά πλέον, αρχικά σημείωσε μεγάλη επιτυχία χάρη στους ζωγράφους της σχολής της Βεγγάλης (Ταγκόρ και Ν.Λ. Μπόζε). Γρήγορα όμως εκφυλίστηκε σε ένα συνονθύλευμα παράφωνων στοιχείων, στους αντίποδες του πιο γνήσιου πνεύματος της ινδικής τέχνης.
Στη ζωγραφική, οι Ινδοί καλλιτέχνες των τελευταίων γενεών φάνηκαν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις επιδράσεις που προέρχονταν από τη Δύση. Ζωγράφοι που έδωσαν έργα αφηρημένης τέχνης είναι οι: Ντ. Κρίσνα, Χόρε Σόματ, Κανβάλ Κρίσνα και Ζαρίν. Σπουδαία θέση στην ινδική τέχνη κατέχει ο Τσιταπροσάντ Μπατατσάργια, ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, του οποίου τα έργα (σχέδια, χαρακτικά και λάδια) με θέμα τα πολυάριθμα θύματα του λιμού του 1941 στη Βεγγάλη, προκάλεσαν βαθιά συγκίνηση σε όλο τον κόσμο. Ο Χάρεν Ντας είναι ένας Βεγγαλέζος που παρατηρεί τη ζωή στα χωριά της πατρίδας του με ματιά γεμάτη λυρισμό, αποδίδοντας καθημερινές στιγμές με διαυγή χρώματα. Από το ίδιο πάθος διαπνέονται και τα έργα των Αρναβάζ και Τζαγιαπάλ Πάνικερ.Προέλευση και ανάπτυξη. Η προτίμηση για το θαυμαστό και το φανταστικό, η έμφυτη κλίση προς τον μύθο, έχουν συνυφάνει γύρω από την προέλευση του θεάτρου έναν θρύλο, που ανάγει σε θεία καταγωγή ακόμα και αυτή τη δραματική τέχνη. Πραγματικά, τα κείμενα διηγούνται ότι ο ίδιος ο Βράχμα είχε υπαγορεύσει τους κανόνες μιας Βέδας της δραματικής τέχνης, από την οποία προήλθε μετέπειτα η σημερινή Νατιασάστρα, ένα εγχειρίδιο κανόνων της ινδικής δραματουργίας, που συνέθεσε ο Μπαράτα ίσως τον 2ο αι. μ.Χ. Στην πραγματικότητα, η προέλευση των αρχών όχι μόνο της συγγραφής αυτής της πραγματείας αλλά και της ίδιας της πρακτικής σκηνικής τέχνης είναι πρόβλημα ακόμα αμφισβητούμενο, για το οποίο έχουν διατυπωθεί συμπεράσματα συχνά αξιόλογα, τα οποία όμως δεν έχουν γίνει τελείως αποδεκτά.
Πάντως, είναι γενικά παραδεκτό ότι οι απαρχές του ινδικού θεάτρου βρίσκονται σε εγχώρια στοιχεία, τα οποία προήλθαν από τους αρχαίους λαϊκούς μίμους και από την απαγγελία ορισμένων αποσπασμάτων επικών διηγήσεων που συγχωνεύθηκαν με τον χορό παντομίμας, ο οποίος συνδεόταν συχνά με τη λατρεία του Κρίσνα και γενικά με τις θρησκευτικές γιορτές.
Από το ινδικό θέατρο απουσιάζει, εξαιτίας των καλά καθορισμένων αισθητικών και ηθικών κανόνων, η τραγωδία.
Στην ουσία, ο τονισμός είναι λυρικός και η δράση, στο σύνολό της, μόλις γίνεται αντιληπτή. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι η χρησιμοποίηση διαφορετικής γλώσσας για τα πρόσωπα διαφορετικής κοινωνικής υπόστασης. Οι θεοί, οι ηγεμόνες, οι ασκητές, οι σύμβουλοι, οι υπουργοί και οι ποιητές της αυλής μιλούν τη σανσκριτική, ενώ η βασίλισσα και οι θεραπαινίδες της, καθώς και τα πρόσωπα κατώτερης κοινωνικής θέσης ή κάστας μιλούν την πρακριτική.
Οι κανόνες της ινδικής δραματικής τέχνης, εκτός από μια λεπτομερέστατα καθορισμένη τυπολογία, έχουν καθιερώσει μια μεγάλη κλίμακα σκηνικών παραστάσεων, που περιλαμβάνει συνολικά 28 τύπους, 10 κύριους, τους ρουπάκα, και 18 δευτερεύοντες, τους ουπαρουπάκα, οι οποίοι εμφανίζονται αντίστοιχα χωρισμένοι από ακριβέστατα δομικά χαρακτηριστικά.
Ο συνολικός αριθμός των συνθέσεων αυτών είναι πολύ μεγάλος. Πραγματικά, ξεπερνά τα τετρακόσια δράματα στη σανσκριτική, αν και δεν είναι όλα κατάλληλα για να ανεβούν στη σκηνή. Οι παλαιότερες μαρτυρίες ανάγονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και αντιπροσωπεύονται από ημιτελείς ή αποσπασματικές συνθέσεις του Ασβαγκόσα, του βουδιστή ποιητή και φιλοσόφου που έζησε τον 2ο αι. μ.Χ., και από συνθέσεις του Μπάσα (4ος αι.), της πρώτης σημαντικής προσωπικότητας στον τομέα της δραματουργίας.
Το θέμα των θεατρικών δραμάτων έχει ληφθεί κατά ένα μέρος από τους επικούς κύκλους της Μαχαμπαράτα και της Ραμαγιάνα, κατά ένα άλλο μέρος από τους θρύλους που συνδέονταν με τη λατρεία του Κρίσνα και, τέλος, κατά ένα ακόμα μέρος από τον αφηγηματικό κύκλο της Μπριχατκάτα. Από τα δεκατρία έργα που αποδίδονται σε αυτόν, αναμφισβήτητα τα καλύτερα είναι το Σβαπναβασαβαντάτα (Το όνειρο του Βασαβαντάτα) και το Νταριντρατσαρουντάτα (Ο φτωχός Τσαρουντάτα), το οποίο έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα γιατί από ορισμένους θεωρείται ως άμεση πηγή του Μριτσακατίκα (Το πήλινο καροτσάκι) του Σουντράκα (4ος-5ος αι.). Πραγματικά, το έργο περιλαμβάνει τα ίδια πρόσωπα του δράματος του Μπάσα και η δράση αρχίζει από το σημείο που διακόπτεται στο Νταριντρατσαρουντάτα. Η μεγαλύτερη αξία του έργου του Σουντράκα έγκειται στη σπουδή των χαρακτήρων, αλλά εξίσου μεγάλη είναι και η ποιητική του αξία, που αντιπροσωπεύεται από τη στιλιστική κομψότητα και από την απουσία καθαρά τυπικών στοιχείων. Ένα έργο απόλυτα πρωτότυπο σε σύγκριση με όλα τα άλλα ινδικά δραματικά έργα, επειδή βασίζεται σε αποκλειστικά πολιτική πλοκή, είναι το Μουντραρακσάσα (Ο Ρακσάσα της σφραγίδας), που γράφτηκε από τον Βισακαντάτα ή Βισακαντέβα τον 6ο-7ο αι. μ.Χ.
Ο Καλιδάσα και οι διάδοχοί του. Το όνομα που περιβάλλεται από τη μεγαλύτερη αίγλη στην Ι., αλλά και έξω από αυτήν, είναι αυτό του Καλιδάσα (4ος-5ος αι.), του συγγραφέα που απογείωσε την ινδική ποίηση. Το σημαντικότερο και πληρέστερο έργο του είναι το Σακουντάλα ή Αμπιτζνανακουντάλα (Η Σακουντάλα που αναγνωρίστηκε από το δαχτυλίδι).
Το θέμα είναι αντλημένο από τον επικό κύκλο της Μαχαμπαράτα, αλλά ο ποιητής το μεταμόρφωσε με τη λεπτή ευαισθησία του, αναδεικνύοντας τα δραματικά στοιχεία αυτής της ποιητικής ερωτικής ιστορίας. Το Σακουντάλα είναι ασφαλώς το πιο ώριμο έργο του Καλιδάσα. Διακρίνεται για τη συγκρατημένη τάση προς το φανταστικό, το ύφος του, που αποτελεί πρότυπο απλότητας και χάρης, και τη γλώσσα του, η οποία χρησιμοποιεί υποβλητικές εκφράσεις, χωρίς να είναι κουραστική και στομφώδης.
Η τέλεια αυτή ισορροπία ουσίας και μορφής χάνεται κατά την επόμενη περίοδο. Η λεκτική εκζήτηση τονίζεται όλο και περισσότερο, οι διάφοροι ποιητές εμφανίζονται όλο και πιο συνδεδεμένοι με τα σχήματα των κανόνων που καθορίζονται από τα εγχειρίδια δραματουργίας, μολονότι ορισμένοι από αυτούς παρουσιάζουν ακόμα δείγματα γνήσιας και πραγματικής δημιουργικής ικανότητας.
Τα μεγαλύτερα ονόματα της μετακαλιδασιακής αυτής περιόδου είναι των Χάρσα, Μπαβαμπούτι και Ρατζασεκάρα. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει ο Μπαβαμπούτι (α’ μισό του 8ου αι.), ο διασημότερος και γνησιότερος δραματουργός μετά τον Καλιδάσα. Ο Μπαβαμπούτι άφησε τρία δράματα τα οποία διατηρούν ακόμα τη μεγάλη φήμη τους, τα Μαλατιμαντάβα (Μαλάτι και Μαντάβα), Μαχαβιρατσαρίτα (Η ιστορία του μεγάλου ήρωα) και Ουταραραματσαρίτα (Η τελευταία ιστορία του Ράμα), που μπορεί να θεωρηθεί το αριστούργημά του.
Από το πανόραμα του ινδικού θεάτρου δεν απουσιάζουν η φάρσα, της οποίας σημαντικότερο και γνωστότερο δείγμα είναι η Μπαγκαβαντατζουκίγια (Ο ασκητής που μεταβλήθηκε σε αιθέρα) του Μπονταγιάνα, αλλά και το αλληγορικό δράμα. Συνυφασμένο με μια προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών ή ασθενειών, το τελευταίο αποβλέπει σχεδόν πάντοτε να εξάρει την ευσέβεια ή έχει σκοπούς διδακτικούς-δογματικούς, όπως στην περίπτωση του Πραμποντατσαντροντάγια (Η ανατολή της σελήνης της γνώσης), που έγραψε ο Κρισναμίσρα (11ος αι.), και του Τζιβαναντάνα (Η μακαριότητα της ψυχής) του Ανανταραγιαμακίν (18ος αι.).
Το σύγχρονο θέατρο. Όλες σχεδόν οι σύγχρονες λογοτεχνίες της Ι. περιλαμβάνουν συνθέσεις δραματικού είδους, κατά ένα μέρος εμπνευσμένες ακόμα από θέματα της σανσκριτικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως επηρεασμένες από την ευρωπαϊκή έμπνευση και ιδιαίτερα από τη βρετανική. Η δραματική λογοτεχνία στη γλώσσα χίντι, που αναπτύχθηκε σχετικά πρόσφατα, δεν έχει γενικά να παρουσιάσει έργα μεγάλου ενδιαφέροντος ούτε πολύ πρωτότυπα. Τεχνικά επηρεασμένο από τις παραστάσεις των Πάρσων, το θέατρο της χίντι έχει ως μεγαλύτερο εκπρόσωπό του τον Πριτβίρατζ Καπούρ, ηθοποιό και συγγραφέα. Όλα τα δράματά του έχουν πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο, ενώ η επικαιρότητά τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία τους. Πολύ πιο πλούσιο και αντιπροσωπευτικό είναι το βεγγαλέζικο θέατρο, στο οποίο ανήκει και η τιμή ότι πραγματοποίησε μια αποδοτική σύνθεση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων μορφών του ινδικού θεάτρου. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους ιδρυτές του θεάτρου αυτού αναφέρουμε τον Ντιναμπαντού Μίτρα (1830-1873), συγγραφέα του κοινωνικού δράματος Νιλ Νταρπάν και τους Γκίρις Τσάντρα Γκος (1844-1914), Τζιοτιριντρανάτ Ταγκόρ, Ντβιτζεντραλάλ Ράι (1863-1913), Ξιρόντ Τσάντρα Βιντγιαβινόντα (1864-1927). Η μορφή όμως που επιβλήθηκε σε όλους τους άλλους Βεγγαλέζους συγγραφείς είναι αυτή του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, που άφησε τη σφραγίδα του σε όλους τους τομείς της κουλτούρας. Όσον αφορά τη θεατρική παραγωγή του Ταγκόρ, τα δραματικά έργα του έχουν τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν γενικά το ινδικό θέατρο, όπως είναι οι μακροσκελείς μονόλογοι, οι μακρές παρεκβάσεις και η βραδύτητα δράσης.
Ωστόσο, η απόδοση των χαρακτήρων των προσώπων και το αίσθημα που ξεχειλίζει από αγάπη, η οποία διαποτίζει κάθε έργο του Ταγκόρ, μεταμορφώνουν σε πλεονέκτημα εκείνο που σε άλλους μπορεί να φαίνεται μειονέκτημα. Ανάμεσα στα δράματά του αναφέρονται κυρίως, επειδή γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, τα ακόλουθα: Πρακρίτι Πρατισόντ (Η εκδίκηση της φύσης), Ράτζα (το οποίο ο ίδιος ο Ταγκόρ μετέφρασε στα αγγλικά με τον τίτλο Κing of the Dark Chamber – Ο βασιλιάς του σκοτεινού δωματίου), είδος αλληγορίας που εξαίρει τη μυστικιστική ένωση ατομικής και παγκόσμιας ψυχής, Ράκτα Καράμπι (Κόκκινες ροδοδάφνες), αλλά κυρίως το Τσίτρα (Τσιτρανγκάντα), μια θαυμάσια σελίδα έρωτα, που ο ποιητής άντλησε με κάποια παραλλαγή από ένα επεισόδιο του μαχαμπαρατιανού κύκλου.
Η βαθιά επίδραση του ευρωπαϊκού θεάτρου, από τον Σαίξπηρ έως τον Ίψεν και τον Σο, που συγκεκριμενοποιήθηκε στην ινδική απόδοση των δυτικών έργων και ασκήθηκε στο πνεύμα και στις τεχνικές μορφές με τις οποίες αναπτύσσεται η δράση, χαρακτηρίζει το θέατρο σε μαραθική γλώσσα, το οποίο εμφανίστηκε το πρώτο μισό του 19ου αι. με ένα δράμα του Βισνού Αμρίτ Μπάβε, το Σιτασβαγιαμβάρα (Η σβαγιαμβάρα της Σίτα). Αξιοσημείωτο είναι το ενδιαφέρον για τα δράματα με κοινωνικό θέμα, των οποίων αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς είναι οι Ραμ Γκανές Γκαντκάρι (1885-1919), Χ.Ν. Άπτε και Μπ.Β. Βαρερκάρ.
Το θέατρο στην τελουγκονική χαρακτηρίζεται για την έντονη προτίμησή του στα έργα με ιστορικό ή κοινωνικό θέμα –μολονότι δεν απουσιάζει η κωμωδία χαρακτήρων ή η φάρσα–, όπως η Πτώση της Βιτζαγιαναγκάρ του Σρινιβάσα Ράο και το Κανιασουλκάμου του Γκουρουτζάντα Απαράβου.
Ελάχιστη είναι η συνεισφορά των άλλων δραβιδικών λογοτεχνιών στο θέατρο, όπου οι διασκευές των σανσκριτικών δραμάτων και τα πρότυπα που προέρχονταν από αυτά επικρατούν στα θεατρικά έργα με κοινωνικό υπόβαθρο.
Ξεχωριστή σημασία για τον χώρο του θεάτρου έχει και το τσαγιανατακά, το θέατρο των σκιών το οποίο, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, γεννήθηκε στην Ι., όπου και αναπτύχθηκε σε παλιές εποχές ως λαϊκό θέαμα με κείμενα που πολλές φορές έχουν τεράστια λογοτεχνική αξία.Ο ινδικός κινηματογράφος, τουλάχιστον της τρέχουσας παραγωγής, που χαρακτηρίστηκε από τον Σαρλ Καντού, το 1957, ως «ο πιο τεχνητός και εμπορικός κινηματογράφος που έγινε ποτέ», έχει ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του το ασυνήθιστο μήκος των ταινιών, την παρεμβολή τραγουδιών και χορών ξένων προς το θέμα και την ακραία αγνότητα των ερωτικών σκηνών. Μάλιστα είναι γνωστός συλλογικά ως Μπόλιγουντ, λόγω της εμπορικής όσο και πολυπληθούς παραγωγής που συναγωνίζεται το αμερικανικό Χόλιγουντ.
Η πρώτη προβολή ταινίας οργανώθηκε από τους αδελφούς Λιμιέρ στο ξενοδοχείο Γουότσον της Βομβάης, στις 7 Ιουλίου 1896. Η νέα μορφή θεάματος διαδόθηκε γρήγορα και το 1913 προβλήθηκε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, Ράτζα Χαριστσάντρα, εμπνευσμένη από την εποποιία της Μαχαμπαράτα. Η παραγωγή ήταν του Νταντασαχέμπ Πάλκε, πατέρα της ινδικής κινηματογραφίας, και σημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Μέσα σε λίγα χρόνια ο ινδικός κινηματογράφος κατέλαβε ποσοτικά την τρίτη θέση στην παγκόσμια κλίμακα (μόνο ο Πάλκε παρήγαγε, μεταξύ 1913 και 1935, έναν μέσο όρο 25 ταινιών τον χρόνο). Ανάμεσα στους καλύτερους σκηνοθέτες της περιόδου του βωβού κινηματογράφου αναφέρουμε τον Ντιρέν Γκανγκούλι, δημιουργό των ταινιών Εngland Returned (1921) και Ραζίτζα Μπεγκάμ (1924) και τον Τσαντουλάλ Τζ. Σαχ, ο οποίος στην ταινία Γκουν Σουντάρι (1925) αντιμετώπισε το δύσκολο θέμα των συνθηκών ζωής της γυναίκας στην ινδική κοινωνία. Το 1931 γυρίστηκε η πρώτη ομιλούσα ταινία, Άλαμ Άρα, παραγωγή του Αρντεσίρ Μ. Ιράνι, με διαλόγους και τραγούδια στη γλώσσα χίντι. Αν ο βωβός κινηματογράφος στηριζόταν στο θρησκευτικό αίσθημα των μαζών, ο ομιλών κινηματογράφος βασίστηκε στη μουσική και στο τραγούδι ως παράγοντες σίγουρης επιτυχίας. Στο καλλιτεχνικό πεδίο όμως το τίμημα ήταν βαρύ – ο περιορισμός του θέματος σε απλή δικαιολογία για την παράσταση χορών και τραγουδιών. Μόνο η βεγγαλεζική σχολή κατόρθωσε να ξεφύγει από τους εύκολους πειρασμούς του μουσικού φιλμ, στρέφοντας την προσοχή της σε θέματα που τοποθέτησαν τον βεγγαλόφωνο κινηματογράφο στην πρωτοπορία της δεκαετίας του ’30. Ανάμεσα στους Βεγγαλέζους σκηνοθέτες της περιόδου αυτής αναφέρουμε τον Ντεμπάκι Κ. Μπόζε, ειδικευμένο στο λυρικό και θρησκευτικό δράμα (Καντιντάς, 1932· Βιντγιαπάτι, 1937), και τον Πραματές Κάντρα Μπαρούα, δημιουργό ενός δυνατού φιλμ κοινωνικής διαμαρτυρίας, του Ντεβντάς (1935).
Εκείνο, όμως, που αποτελούσε από εμπορική πλευρά τον πακτωλό του ινδικού κινηματογράφου ήταν οι ταινίες μυθολογικού περιεχομένου και όχι κοινωνικού. Οι μυθολογικές ταινίες ήταν πιο αφελείς και απλοϊκές, επειδή επένδυαν στον παιδαριώδη ενθουσιασμό της πλατείας, όταν έβλεπε να παριστάνεται στην οθόνη η ζωή των πιο δημοφιλών μεγάλων αγίων. Υπήρχαν όμως ορισμένοι που εμφύσησαν μια πνοή γνήσιας ποίησης στο είδος αυτό της κινηματογραφικής παραγωγής. Τέτοια είναι η περίπτωση του σκηνοθέτη Βανακούντρε Σαντάραμ, του οποίου η ταινία Σεντ Τουκάραμ (ιστορία ενός ποιητή-αγίου που έζησε τον 17ο αι. σε ένα χωριό της Ντετού) υπήρξε το πρώτο ινδικό φιλμ που προκάλεσε αίσθηση, το 1937, στην κριτική επιτροπή της Μόστρα της Βενετίας. Η επιτυχία αυτού του φιλμ υπήρξε εξαιρετική· επί έναν χρόνο παιζόταν χωρίς διακοπή από το πρωί έως το βράδυ στο Σέντραλ της Βομβάης. Στις μετέπειτα ταινίες του, ο Σαντάραμ άγγιξε και διάφορα κοινωνικά θέματα· αρκεί να αναφέρουμε το Ντουνιγιά Να Μάνε (1937, με κεντρικό θέμα τον αναγκαστικό γάμο ενός γέρου με μια νέα κοπέλα) και το Ντο Άνκεν Μπάραχ Χατ (1958, με θέμα την πειραματική μεταρρύθμιση των φυλακών). Όμως, το μεγάλο κοινό προτιμούσε για μεγάλο διάστημα ταινίες φυγής από την πραγματικότητα, πλούσιες σε λυρισμό, μουσική και χορό. Ειδικευμένη στο είδος αυτό ήταν προπάντων η παραγωγή στη γλώσσα χίντι. Ωστόσο και οι ταινίες με ιστορικά θέματα χειρίζονταν με έναν δικό τους τρόπο την ιστορία, όπως και οι θρησκευτικές ταινίες τη θρησκεία, αγνοώντας τη δυστυχία των μαζών και στρέφοντας τα φώτα στους μικρούς ηγεμόνες της μυθικής Ι.· από τους ρατζπούτ πρίγκιπες έως τους Μογγόλους αυτοκράτορες του Δελχί. Στο θεαματικό αυτό είδος διακρίθηκε ο Σοχράμπ Μόντι, του οποίου η ταινία Σικάνταρ (1941), ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ι., γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία.
Από τον Καπούρ έως τον Ράι. Η πτώση της στάθμης της ινδικής κινηματογραφικής παραγωγής οφειλόταν προπάντων στην παρουσία πολλών αυτοσχεδιασμών, οι οποίοι, για να ικανοποιήσουν τις προτιμήσεις του κοινού, διατηρούσαν το ινδικό φιλμ στο πεδίο της φυγής από την πραγματικότητα, επαναλαμβάνοντας εξακολουθητικά τα ίδια αφηγηματικά σχήματα και καταφεύγοντας σε συστηματική λογοκλοπή. Ο ινδικός κινηματογράφος διαφοροποιήθηκε σε θεματολογία και ποιότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εκμεταλλευόμενος και το εθνικιστικό αίσθημα που δημιούργησε η ανεξαρτησία, με τα έργα ορισμένων σκηνοθετών. Ο παραγωγός, σκηνοθέτης και ηθοποιός Ρατζ Καπούρ γύρισε, από το 1947, μαζί με την ηθοποιό Ναργκίς, μερικά φιλμ, όπως τα Άαγκ (Φωτιά), Μπαρσαάτ (Βροχή) και Αβάρα (Ο αλήτης, 1954), εμπνευσμένα από τα μεγάλα πρότυπα του Τσάπλιν τα οποία ασκούν σαρκαστική πολεμική κατά της κοινωνίας, που αποκλείει ανελέητα τους πιο αδύναμους και τους εμποδίζει να ορθοποδήσουν. Το 1954 γύρισε ένα φιλμ με θέμα τους λούστρους της Βομβάης, το Βoot Ρolish (Ο λουστράκος), που ερμηνευόταν μεταξύ των άλλων από τον Μπέμπι Ναάζ στον οποίο και απονεμήθηκε έπαινος το επόμενο έτος. Άλλες καταγγελίες, με μορφή σάτιρας και ερμηνευμένες από τον ίδιο τον Καπούρ, είναι οι ταινίες Σρι 420 (Ο κύριος 420, 1955) και Τζάγκτε Ράχο (Προσοχή!, 1957) –ταινία η οποία με τον τίτλο Κάτω από τον μανδύα της νύχτας κέρδισε το πρώτο βραβείο στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Κάρλοβι Βάρι– που αμφότερες αναφέρονται στο πρόσωπο ενός αλήτη, παγιδευμένου και χαμένου μέσα στα πλοκάμια των πόλεων.
Ενώ οι επιτυχίες του Καπούρ συνεχίστηκαν κυρίως στην ανατολική Ευρώπη, στη Δύση η αποκάλυψη του ινδικού κινηματογράφου έγινε το 1954, στο φεστιβάλ των Κανών, με την ταινία Ντο Μπίγκα Ζαμίν (Δύο στρέμματα γης) του Μπιμάλ Ρόι, που απέσπασε το Διεθνές Βραβείο. Ο Ρόι, του οποίου η πρώτη ταινία ήταν η Ουνταχίρ Πατ (1943) και ακολούθησαν οι Παχέλε άντμι (Ο πρώτος) και Μα (Μητέρα), ίδρυσε το 1953 δικό του στούντιο παραγωγής. Έτσι, γύρισε αμέσως το Δύο στρέμματα γης, αξιοποιώντας την ιστορία δύο χωρικών που φτάνουν στην πρωτεύουσα και περιπλανώνται σε αυτή με την ελπίδα να κερδίσουν λίγες ρουπίες, ταινία η οποία απηχεί τον ιταλικό νεορεαλισμό. Παρά τη δραματική ανάπλαση του έργου Ντεβντάς (1958), ο Ρόι δεν θα ξαναφτάσει πια τη διαύγεια και τη δραματικότητα του αριστουργήματός του ούτε στην ταινία Σουτζάτα (1959) ούτε στην Μπαντίνι (Η φυλακισμένη, 1964), έργα συμβατικά.
Η επιρροή του Ντε Σίκα, μαζί με το έργο των Ρενουάρ, Φλάερτι και Αϊζενστάιν, είναι εμφανή στο έργο του μεγαλύτερου Ινδού σκηνοθέτη, του Σατγιατζίτ Ράι, δημιουργού της Τριλογίας του Απού, ενός από τα υψηλότερα και καθαρότερα επιτεύγματα του κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του ’50. Ζωγράφος και σχεδιαστής σε ένα διαφημιστικό γραφείο, ο Ράι ανακάλυψε την κλίση του στον κινηματογράφο παρακολουθώντας την εργασία του Ρενουάρ στο φιλμ Ο ποταμός, που γυρίστηκε στην Ι. το 1951. Το πρώτο του έργο, Πατέρ Παντσάλι (Ο θρήνος του μονοπατιού, 1955), που στοίχισε τρία χρόνια προσπαθειών και θυσιών, περιγράφει την καθημερινή ζωή, σε ένα χωριό της Βεγγάλης, του μικρού Απού, που ζει με τη μητέρα και τη γιαγιά του, ενώ ο πατέρας του, γραμματικός, αναγκάζεται να αναζητήσει μακριά από το σπίτι την αβέβαιη δουλειά του. Υιοθετώντας αργό και σοβαρό ρυθμό, ο Ράι παρουσιάζει με μαεστρία την καταπίεση μιας παλιάς εξαθλίωσης, το αίσθημα του θανάτου, τον καταποντισμό των προσώπων μέσα στη φύση. Ιδεώδης συνέχεια του Πατέρ Παντσάλι υπήρξε η ταινία Απαρατζίτο (Ο αήττητος), που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στη Μόστρα της Βενετίας το 1957 «για την απλότητα της έκφρασης και την ειλικρίνεια της έμπνευσης». Πραγματικά, μέσα στο φιλμ αυτό υπάρχει μια πίστη στους νέους, που αντιπροσωπεύονται από τον Απού, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του βοηθά τη μητέρα του και μετά τον θάνατό της γίνεται ιερέας. Ο Απού είναι η νέα Ι. Η κλίση του προέρχεται από την άμεση και ενθουσιώδη συμμετοχή στα μυστήρια της φύσης, η χαρά του βρίσκεται στο να κοιτάζει ένα ρυάκι, τους πιθήκους που παίζουν και τις μαγικές τελετές σε έναν ναό. Το 1959, ο Ράι ολοκληρώνει την τριλογία με το φιλμ Απούρ Σανσάρ (Ο κόσμος του Απού), όπου, όπως και στις προηγούμενες κοινωνικές ταινίες του, κυριαρχεί η προσωπική πορεία του πρωταγωνιστή· ο Απού, αναστατωμένος από μια συζυγική κρίση και τη φιλονικία με τον γιο του, προσπαθεί να προσαρμοστεί στον νέο ρυθμό ζωής της αρχαίας χώρας του. Η Τριλογία του Απού είναι στο σύνολό της ένας μεγάλος πίνακας της νέας Ι., που εξετάζεται πότε με λυρικούς τόνους και πότε εξερευνώντας την ψυχή των κατοίκων της. Μεταξύ του δεύτερου και τρίτου μέρους της τριλογίας του, ο Ράι γύρισε δύο ταινίες: την Παράς Πατάρ (Η φιλοσοφική λίθος, 1958), αποτυχημένη απόπειρα κωμικής ταινίας κατά τα δυτικά πρότυπα, και την Τζαλσαγκάρ (Το μουσικό σαλόνι).
Το 1960-61 γύρισε ταυτόχρονα δύο ταινίες για την εκατονταετηρίδα του Ταγκόρ: την Τεν Κάνια (Τρεις κόρες), ένα τρίπτυχο εμπνευσμένο από τα διηγήματα του Ταγκόρ, και ένα ντοκιμαντέρ προς τιμήν του, στο οποίο για πρώτη φορά έκανε χρήση χρωμάτων. Επιστρέφοντας στην πιο γνήσια έμπνευσή του με την ταινία Ντέβι (Η θεά, 1961), όπου αντιμετωπίζει με θάρρος το καυτό θέμα των αρνητικών αποτελεσμάτων της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας, ο Ράι διηύθυνε ύστερα το Αμπιτζάν (Η αποστολή, 1962) και αντιμετώπισε ακόμα τις φάσεις της ζωής ενός ανδρόγυνου στα φιλμ Μαχαναγκάρ (Η μεγάλη πόλη, 1963) και Τσαρουλάτα (Η μοναχική σύζυγος, 1965), έξοχες ανατομίες της ινδικής κοινωνικής ζωής, όπου το θέμα των συζυγικών σχέσεων εξετάζεται με έναν τόνο γεμάτο μελαγχολία. Ανάμεσα στις τελευταίες ταινίες του αναφέρουμε τις Ναγιάκ (Ο ήρωας, 1966), Οι περιπέτειες των Γκούπι και Μπάγκα (1969) και Ασάνι Σανκέτ (Σήμα της βροντής, 1973).
Παράλληλα με τους τρεις αυτούς μεγάλους Ινδούς κινηματογραφιστές, συναντάμε ένα σμήνος από δημιουργούς, πολύ ή λίγο ενδιαφέροντες, όπως τον Κ.Α. Αμπάς. Αυτός γύρισε μια ρεαλιστική ιστορία χωρικών κατά τον λιμό της Βεγγάλης, την Ντάρτικε λαλ (Τα παιδιά της γης, 1946), και το πρώτο φιλμ στη γλώσσα χίντι χωρίς καθόλου χορό ή τραγούδι (Μούνα, 1954), με θέμα τις περιπλανήσεις ενός αγοριού μέσα στη Βομβάη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, εμφανίστηκαν οι: Ταπάν Σίνχα, του οποίου οι ταινίες έχουν γενικά θέματα εμπνευσμένα από τα διηγήματα του Ταγκόρ, όπως τα Καμπουλιβάλα (Ο άνθρωπος της Καμπούλ, 1958), Κσουντίτα Πασάου (Πεινασμένες πέτρες, 1960) και Ατίτι (Ο καλεσμένος, 1965)· Ράτζεν Ταραφντάρ, ο οποίος στο φιλμ Γκάνγκα (Γάγγης, 1960) διηγείται την ιστορία των ψαράδων οι οποίοι ζουν στις όχθες του μεγάλου ποταμού· Ταρούμ Ματζουμντάρ με το Μπαλίκα Μπόντου (Η νεαρή σύζυγος, 1966) και ο Αρούν Γκούχα Τακούρτα, του οποίου το πιο σημαντικό φιλμ, Μπαρανάσι (Μπεναρές, 1966), είναι ένα είδος φόρου τιμής στην ιερή πόλη Μπεναρές. Αλλά οι δύο δημιουργοί που επιβλήθηκαν περισσότερο στην αναζήτηση νέων δρόμων είναι οι Μρινάλ Σεν και Ρίτβικ Γκάτακ. Αντικομφορμιστής και πολεμικός, ο Σεν, από το πρώτο του κιόλας φιλμ, Μπιάσε Σαραβάν (Η 22η Σαραβάν, 1960), στράφηκε στην αναζήτηση νέων θεματικών και στιλιστικών δρόμων για να εκσυγχρονίσει την ινδική κινηματογραφία. Για τον σκοπό αυτό υπέγραψε το 1968 ένα μανιφέστο υπέρ ενός νέου κινηματογραφικού κινήματος. Άλλες ταινίες του είναι οι Πρατινίντι (Ο αντιπρόσωπος, 1964), Ακάς Κουσούμ (Πύργος στον αέρα, 1965), Ματίρα Μανίσα (Άνθρωποι της γης, 1966), Καλκούτα ’71 (1972), με θέμα την αντιφατική αυτή πόλη της Ι., την οποία θεωρεί σύμβολο της πείνας και της εξαθλίωσης όλης της χώρας, και Χορός (1975). Έργα πολεμικής είναι επίσης οι ταινίες του Γκάτακ, ο οποίος είναι γνωστός τουλάχιστον για τα έργα του Ατζααντρίκ (Δεν είναι μηχανή, 1958), Μέγκε Ντάκα Τάρα (Το συννεφιασμένο αστέρι, 1960) και Σουμπαρναρέκα (Η χρυσή γραμμή, 1962). Τα δύο τελευταία φιλμ έχουν για θέμα τους πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τον διαμελισμό της Βεγγάλης συγκλονίζονται από την αδυσώπητη συνείδηση του δράματός τους. Αναφέρουμε επίσης τα έργα Σάρα Ακάς του Μπάσου Τσατερτζί, Ούσκι ρότι (Ο επιούσιος, 1971) του Μάνι Κάουλ και, τέλος, το Σάμνα (Ο δάσκαλος, 1975) του Τζάμπερ Πάτελ.
Το νέο κινηματογραφικό κίνημα έλαβε καινούργια πνοή στη δεκαετία του 1980 με σκηνοθέτες όπως ο Σιάμ Μπενεγκάλ (Μανθάν, Μπουμίκα, Νισάντ και Τρικάλ) και ο Γκοβίντ Νιχαλάνι (Ακρός, Αρντ Σατία στη δεκαετία του 1970 και Ααγκάτ και Ταμάς στη δεκαετία του 1980). Μια νέα σκηνοθέτρια, η Μίρα Ναΐρ, βραβεύτηκε με τη Χρυσή Κάμερα στο φεστιβάλ των Κανών, το 1989, για την ταινία της Σαλαάμ Βομβάη. Η παραγωγή αξιόλογων ταινιών χίντι συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 1990 με νέους σκηνοθέτες, όπως ο Ντίπα Μέχτα (Φωτιά, 1999, και Γη 1947, 1999), ή παλιούς οι οποίοι συνέχισαν τη δημιουργία τους, όπως ο Νιχαλάνι (Ντρίστι και Ντροκάλ). Η νέα χιλιετία άρχισε με το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Ντίπα Μέχτα, Νερό, που αναφέρεται στη ζωή των ινδουιστριών χηρών στη δεκαετία του 1930 και προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην ινδική κοινή γνώμη.Η κάστα των μουσικών. Η μουσική αντιπροσωπεύει, στις διάφορες εκδηλώσεις της, ένα από τα πιο σταθερά και περίπλοκα στοιχεία του ινδικού πολιτισμού και αυτό, όπως μαρτυρεί η βεδική παράδοση, συμβαίνει σχεδόν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Η αρχαιότερη συλλογή ύμνων, βασισμένων στα κείμενα των Ουπανισάδ, είναι η Ριγκβέδα. Διαμορφωμένη τη 2η χιλιετία π.Χ., αποτελεί την αρχαιότερη φωνητική παράδοση του κόσμου, η οποία έφτασε αδιάσπαστη έως τη σύγχρονη εποχή. Σήμερα, η έντεχνη μουσική της Ι. (διαφορετική είναι η ανάλυση των πολλαπλών μορφών της αυθόρμητης εκφραστικότητας) προέρχεται άμεσα από τη διδασκαλία που διασώθηκε, χάρη σε μια μακροχρόνια κληρονομική μεταβίβαση από μουσικό σε μουσικό. Στην Ι. η έντεχνη μουσική είναι μια εκδήλωση κάστας, ένα φαινόμενο πολύ πιο αποκλειστικό και πιο περιορισμένο από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Ο μουσικός βρίσκεται σε μια προνομιούχο και ταυτόχρονα δουλική κατάσταση. Ασκεί ένα προστατευόμενο επάγγελμα, το οποίο δεν μπορεί να έχει άλλη οικονομική λύση παρά την επιχορήγηση από λίγους προνομιούχους που μπορούν να απολαύσουν τη μουσική. Ο μουσικός εισέρχεται στο επάγγελμα από μικρό παιδί, με μια σχολαστική εκπαίδευση και μακροχρόνια μαθητεία.
Ο νέος μέλλων μουσικός μεγαλώνει στο περιβάλλον της διδασκαλίας που μοιράζονται μαζί του οι δάσκαλοι· στις διδασκαλίες αυτές (που δεν είναι μόνο τεχνικές αλλά και πνευματικές, ηθικές και θρησκευτικές) διαπλάθεται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά του. Έτσι διαμορφώνεται από αιώνες στην Ι. η κάστα των μουσικών, θεματοφυλάκων μιας μεγάλης παράδοσης και υπεύθυνων συνεχιστών ενός λαμπρού παραδείγματος. Η ελευθερία τροποποίησης είναι ελάχιστη και το βάρος του παρελθόντος, τόσο φορτωμένου από εντολές, είναι συχνά καταπιεστικό. Μέσα από αυτό τον συντηρητισμό κατόρθωσε η κλασική ινδική μουσική να διατηρήσει τους αρχαϊκούς χαρακτήρες της, διαθέτοντας λίγα και λανθάνοντα σημεία βίαιης δράσης (που θυμίζουν την ιστορία της ευρωπαϊκής μουσικής από τον 14ο αι. έως σήμερα), κατά τη συνεχή αναζήτηση νέων αντιπροσωπευτικών εκφραστικών μέσων, τύπων και κανόνων. Σε μια τόσο στατική κατάσταση, η ίδια η μουσική έχει πολύ σχετική αξία. Εκείνο που λογαριάζεται είναι κυρίως ο τρόπος που εκτελείται. Yπό αυτές τις συνθήκες, ανάμεσα στον μουσικό και στο κοινό του δημιουργείται μια σχέση που υπερβαίνει τα κριτικά πρότυπα και προσηλώνεται σε μια εντονότατη ανταλλαγή πνευματικής συμμετοχής. Έτσι το κοντσέρτο γίνεται ένα γεγονός εξαιρετικά λεπτής ψυχολογικής και πολιτιστικής σημασίας. Η ινδική μουσική θεωρείται θείας καταγωγής. Πραγματικά, η παράδοση υποστηρίζει ότι οι τρεις θεότητες που βρίσκονται στην κορυφή της πολύπλοκης ινδουιστικής θρησκευτικής ιεραρχίας, δηλαδή ο Βράχμα, ο Βισνού και ο Σίβα, ήταν επίσης σοφοί μουσικοί και αυτοί ακριβώς δίδαξαν τους μεγάλους νόμους της έκφρασης στους πρώτους ανθρώπους, οι οποίοι κωδικοποίησαν την ινδική μουσική. Μολονότι οι μουσικολόγοι διακρίνουν δύο μεγάλες σχολές ινδικής μουσικής, τη βόρεια, επηρεασμένη από τον ισλαμισμό (μουσική του Ινδοστάν) και τη νότια, πιο ειδικευμένα και αυτόνομα ινδική (καρνατική μουσική), οι τεχνικές και πνευματικές αρχές οι οποίες κυριαρχούν στη μουσική επικοινωνία της Ι. εξελίχθηκαν ενιαία, γιατί οι δύο παραδόσεις έχουν κοινό υπόβαθρο και κανόνες που συμπίπτουν.
Το βεδικό μέλος. Ο νόμος των ράγκα (τρόπων σύνθεσης, εκτέλεσης ή αυτοσχεδιασμού, σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια) είναι ακόμα και σήμερα σεβαστός με μεγάλη αυστηρότητα και αποτελεί το τεχνικό και πνευματικό θεμέλιο της ινδικής μουσικής. Μία μόνο μορφή μέλους δεν ακολουθεί τους αυστηρούς αυτούς κανόνες, αλλά αντίθετα μια δική της κωδικοποίηση, αυτόνομη κατά σημαντικό μέρος. Πρόκειται για το βεδικό μέλος, μία από τις αρχαιότερες γνωστές μουσικές μορφές, που έχει διατηρηθεί σχεδόν άθικτη εδώ και περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια. Το βεδικό μέλος συνίσταται στη ρυθμική και μουσική απαγγελία της Ταϊτιρίγια Ουπανισάδ, του αρχαιότερου ιερού κειμένου της ινδουιστικής θρησκείας. Το βεδικό μέλος ακολουθεί δύο μετρικά σχήματα, τα οποία, εξαιτίας του χαρακτήρα τους, μας επαναφέρουν στη φύση του ράγκα, αν και υπό απλούστερη μορφή και μη μελωδική ρυθμική αξία. Το ένα μετρικό σχήμα είναι το λεγόμενο κρίσνα (νυχτερινό σχήμα) και το άλλο είναι το σούκλα (της ημέρας). Όμως τα γνωστότερα στον λαό θρησκευτικά μέλη δεν είναι ούτε οι βεδικές απαγγελίες ούτε οι μεγάλες εκτελέσεις των κλασικών ύμνων, αλλά τα επικοθρησκευτικά ποιήματα όπως η Μαχαμπαράτα και η Ραμαγιάνα. Αυτά αποτελούν το βασικό ρεπερτόριο των μουσικών που περιφέρονται στις πόλεις και τα χωριά, απαγγέλλοντας τις πιο ωραίες και πιο φλογερές σελίδες. Η Ραμαγιάνα είναι το κείμενο της προτίμησης των περιπλανώμενων αυτών αοιδών, σχεδόν πάντοτε μοναχών ή βραχμάνων, που γι’ αυτό ακριβώς λέγονται ραμαλίλα, δηλαδή αοιδοί του Ράμα.
Η κιρτάνα. Παράλληλα με το βεδικό μέλος, τους κλασικούς ύμνους και τις επικές και μυθικές απαγγελίες, πρέπει να αναφέρουμε και ένα άλλο είδος καλλιεργημένης ινδικής θρησκευτικής μουσικής παράδοσης: την κιρτάνα. Πρόκειται για ποιητικές συνθέσεις λυρικού και μυστικιστικού χαρακτήρα, γραμμένες από ποιητές που έζησαν μεταξύ 12ου και 13ου αι., όπως οι Τζαγιαντέβα, Τσάντι, Ντάσα, Βιντγιαπάτι. Οι μελωδίες πάνω στις οποίες είναι τονισμένα τα κείμενα αυτά είναι σχεδόν πάντοτε αρχαίες, αλλά δεν λείπουν, σποραδικά, νεότερες συμβολές, εξαιτίας του πιο ελεύθερου χαρακτήρα του είδους.
Η λαϊκή μουσική. Στην ινδική μουσική, εκτός από τη βασική συμβολή της κωδικοποίησης του Μπαράτα, παρατηρούνται καθορισμένες επιδράσεις διαφόρων προελεύσεων. Πολλοί λαοί κατά τη διάρκεια των αιώνων εισέβαλαν ή έφτασαν στην Ι. Κανείς δεν κατάφερε να την υποτάξει και να καταστρέψει τις ουσιαστικές αξίες της εγχώριας πολιτιστικής παράδοσης, αλλά όλοι σχεδόν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, άφησαν τα ίχνη τους. Έλληνες, Άραβες, Πέρσες, Μογγόλοι και Αφγανοί ζουν ακόμα και σήμερα με αναμνήσεις –άλλοτε λανθάνουσες και άλλοτε φανερές– της ινδικής μουσικής. Η ξένη φυλή που επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλη την ινδική ηχητική έκφραση ήταν η μογγολική. Ο Μογγόλος βασιλιάς Άκμπαρ πραγματικά υπήρξε ένθερμος λάτρης της μουσικής καθώς και έξοχος μουσικός.
Παράλληλα με αυτές τις εκδηλώσεις πολύ καλλιεργημένης αξίας, η ινδική μουσική παρουσιάζει και άλλα είδη λαϊκής χρήσης. Yπάρχει, για παράδειγμα, μια ελαφρά μουσική με δυτικοποιημένο χαρακτήρα, πολύ πρόσφατης προέλευσης, αλλά και μια ελαφρά μουσική παραδοσιακού τόνου, γεννημένη από την απλοποίηση των κλασικών προτύπων. Υπάρχουν, τέλος, οι πραγματικές λαϊκές φωνές, ορισμένες από τις οποίες είναι πρωτόγονου χαρακτήρα. Στο νότιο τμήμα της Ινδικής χερσονήσου ζουν φυλές στις οποίες είναι έκδηλο ένα νεγρικό υπόστρωμα, το οποίο φανερώνεται και στη μουσική.
Η σύγχρονη Ι. έχει καταστρέψει σχεδόν παντού την παλιά φεουδαρχική δομή στην οποία στηριζόταν η μουσική. Συγχρόνως παρατηρήθηκε αφενός μια ογκώδης εισβολή ευρωπαϊκής και αμερικανικής μουσικής, αφετέρου μια εξαγωγή ρυθμικών προτύπων· αρκεί να αναφέρουμε ορισμένα μόνο από τα πολυάριθμα παραδείγματα, σε μερικές συνθέσεις του Αφροαμερικανού τζαζίστα Τζον Κολτρέιν ή των Beatles. Η κλασική μουσική επιβιώνει, παρά το γεγονός ότι οι λόγοι της ύπαρξής της εξουδετερώθηκαν με την πάροδο του χρόνου μέσω των συνθετών του ράγκα. Ένας από αυτούς είναι ο Πραμόντ Κουμάρ, το στιλ του οποίου είναι επηρεασμένο από εκείνο του Ραβί Σανκάρ.
Μουσικά όργανα με αρχαία παράδοση. Μεγάλη είναι η ποικιλία των μουσικών οργάνων που συνθέτουν τις ινδικές ορχήστρες, ορισμένα από τα οποία είναι αρχαίας προέλευσης. Η βίνα, το παλαιότερο, συνίσταται σε ένα είδος μεγάλου λαούτου με αρκετά μακριά λαβή, εφοδιασμένη με 19 καβαλάρηδες, στους οποίους βρίσκονται οι χορδές που παίζονται με πένα η οποία έχει μυτερή μεταλλική αιχμή. Ένα χαρακτηριστικό του οργάνου αυτού είναι ότι έχει δύο ηχεία, ένα σε κάθε άκρο της λαβής. Όμοια με τη βίνα είναι το σιτάρ, μικρότερο και με ένα μόνο ηχείο, και το μαγκούντι, αραβικής ίσως προέλευσης. Το σαράνγκι, που μοιάζει με κιθάρα, παίζεται με δοξάρι και μπορεί να ονομαστεί ινδικό βιολί. Αρκετά χαρακτηριστικό σχήμα έχει το μπαλασαρασβάτι, όργανο με πέντε χορδές που παίζεται με δοξάρι και το κρατούν στηριγμένο στη γη όπως το δυτικό κοντραμπάσο· ο οργανοπαίκτης όμως είναι μισοκαθιστός. Η βάση του οργάνου, που ακουμπά στο έδαφος, παραδοσιακά έχει σχήμα παγωνιού. Ο ταμπουράς είναι ένας άλλος τύπος λαούτου που παίζεται στηριγμένο στο έδαφος· ο ελαφρός και επίμονος σαν βουητό ήχος του συνοδεύει αρκετά συχνά τους χορούς.
Οι χορδές όλων αυτών των οργάνων είναι μεταλλικές· το έντερο, που χρησιμοποιείται συνήθως στη Δύση, θα προκαλούσε αποστροφή στους ορθόδοξους ινδουιστές, αφού είναι ζωικής προέλευσης και συνεπώς ακάθαρτο.
Ανάμεσα στα πνευστά όργανα υπάρχουν διάφοροι τύποι φλάουτου, με ίσιο επιστόμιο ή εγκάρσιο (ο τελευταίος αυτός τύπος είναι χαρακτηριστικός του θεού Κρίσνα). Ανάμεσα στις σάλπιγγες που συνοδεύουν τις πένθιμες πομπές με μελαγχολικές μελωδίες, αναφέρουμε τη μακριά ταράι και ένα κόρνο σε σχήμα S, που χρησιμοποιείται σε επίκληση του θεού Σίβα. Υπάρχουν επίσης διάφοροι τύποι κλαρινέτων, σαλπίγγων και βούκινων που αποτελούνται από ένα κοχύλι (σάνκχα). Ανάμεσα στα κρουστά όργανα αρκετά παράξενα είναι τα τζαλατάνγκ, γαβάθες γεμισμένες με νερό σε διάφορες στάθμες, που κρούονται από μια μπαγκέτα, και τα ταλάμ, μετάλλινα πιατάκια απαραίτητα για τη συνοδεία των χορών.
Όμως, το όργανο που προτιμούν οι Ινδοί είναι το τύμπανο. Υπάρχουν τύμπανα κάθε σχήματος και διαστάσεων: τάμπλα και μπάγια, δύο τύμπανα που στην αρχή ήταν ένα μόνο και χρησιμεύουν για τον χορό Κατάκ· το μρντανγκάμ, κλασικό τύμπανο της νότιας Ι., που συνοδεύει τον Μπαράτα Νάτγια· το ντόλακ, μικρότερο αλλά με πιο δυνατό ήχο, που κρούεται με το χέρι και με μια μπαγκέτα. Χαρακτηριστικότερο είναι το νταμάρου, αφιερωμένο στον Σίβα, με σχήμα κλεψύδρας και τόσο μικρό που παίζεται με το ένα χέρι, κρατώντας το σφιχτά στο άλλο.Επιστήμη, θρησκεία και κοινωνία. Μόνο με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1947, αναπτύχθηκε στην Ι. κάποιο ενδιαφέρον για την προέλευση και την ιστορία της ινδικής επιστήμης. Ύστερα από τις αρχικές δυσκολίες, με την έκδοση του Ιndian Journal of the Ηistory of Science (Ινδική Επιθεώρηση της Ιστορίας της Επιστήμης, 1966), το άφθονο υλικό –ανέκδοτο κατά ένα μέρος, και κατά ένα μέρος υλικό που πρέπει να επανεξεταστεί υπό το φως των νέων σύγχρονων σχολών– ακολουθεί μια πιο αυστηρή συστηματοποίηση. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι οι χρονολογίες είναι ακόμα ανεπαρκείς, ενώ οι ημερομηνίες και οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες οφείλονται σε πηγές ξένες προς τον ινδικό πολιτισμό (Μέγας Αλέξανδρος, Μεγασθένης, Αλ-Μπιρούνι, Φα Χσιέν).
Η υλική βάση της ύπαρξης ήταν η γεωργική οικονομία του κοινοτικού χωριού, που υπαγόταν σε ένα σύστημα συγκεντρωτικής εξουσίας· το κτηματολόγιο και το φορολογικό σύστημα ήταν πάρα πολύ εξελιγμένα. Υπό την ώθηση αυτή, το σύστημα της διαίρεσης του πληθυσμού σε κάστες, το οποίο αντανακλούσε μια διαίρεση εργασίας, αποκρυσταλλώθηκε. Η δομή αυτή προερχόταν επίσης από μια θρησκευτική και μεταφυσική αντίληψη βασισμένη στη σαμσάρα, στην πίστη δηλαδή ενός κύκλου μετεμψυχώσεων από τη μία μορφή της ζωής στην άλλη, που θεωρεί τη μετενσάρκωση ως συνέπεια της συμπεριφοράς της προηγούμενης ζωής. Η αντίληψη αυτή συνετέλεσε στο να εδραιώσει τη διάταξη σε κάστες και εξηγεί πώς η ανάπτυξη σε κάθε κλάδο της επιστήμης επηρεάστηκε από τη μεταφυσική πλευρά.
Η ανάπτυξη των επιστημονικών κλάδων. Τα ινδικά θρησκευτικά συστήματα, λόγω του ότι θεωρούσαν τον εμπειρικό κόσμο απατηλό από γνωστικιστική άποψη, δεν επέτρεψαν την ένωση μεταξύ επιστήμης και κουλτούρας που ευνόησε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στην αρχαία Ελλάδα και αργότερα στη Δύση. Στην Ι. από ορισμένες επιστήμες αναπτύχθηκαν μόνο οι στοιχειώδεις γνώσεις: η γεωγραφία περιορίστηκε στη γνώση της χώρας, η φυσική και η χημεία σταμάτησαν στις ατομικές θεωρίες ή στις θεωρίες των πέντε στοιχείων. Όσον αφορά τη ζωολογία και τη βοτανική, δεν καταγράφηκαν σε εγχειρίδια που να ξεπερνούν το κτηνιατρικό ή γεωργικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, οι επιστήμες αυτές είχαν ισχυρή ενδυνάμωση από την πίστη στη σαμσάρα και, συγκεντρωμένες συστηματικά, συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της ιατρικής. Η σπουδή των επιστημονικών αυτών κλάδων χρονολογείται από τη βεδική περίοδο, κατά την οποία οι ασθένειες θεραπεύονταν με μαγικά και θρησκευτικά συστήματα. Η τάση αυτή μεταβιβάστηκε παράλληλα με παραδοσιακές εμπειρικές μεθόδους. Η ιατρική έφτασε σε έναν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης· στη χειρουργική γίνονταν περίπλοκες επεμβάσεις όπως του καταρράκτη, της ρινοπλαστικής και της ραφής του εντέρου· στη γενετική μελετήθηκε το έμβρυο σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του. Το Καμασούτρα του Βατσγιαγιάνα (περ. 500 μ.Χ.) αποκαλύπτει αξιοσημείωτη γνώση της σεξουαλικής ψυχολογίας και φυσιολογίας. Ο πρώτος που εξέθεσε συστηματικά την ιατρική υπήρξε ο Τσαράκα, γιατρός που έζησε ίσως τον 2ο αι. μ.Χ. αλλά οι διατριβές του εκδόθηκαν τον 7ο-8ο αι. Στον Τσαράκα ανήκει η τιμή ότι διατύπωσε τη χυμοπαθολογία, κατά την οποία η υγεία εξαρτάται από τρεις χυμούς: αίμα, χολή και βλέννα. Συνεχιστές της γραμμής αυτής υπήρξαν ο Σουσρούτα και ο Βαγκμπάτα (6ος και 9ος αι.).
Όμως, ο τομέας στον οποίο η Ι. προσέφερε τα μέγιστα είναι τα μαθηματικά, τα οποία, εξαιτίας του αφηρημένου χαρακτήρα τους, πλησίαζαν περισσότερο στα ενδιαφέροντα της ινδικής κουλτούρας. Ήδη από τον 4ο-3ο αι. π.Χ. οι Σουλβασούτρα έδιναν, σε στίχους, κανόνες για την κατασκευή των ιερών περιοχών για τις θυσίες· ορισμένοι από τους κανόνες αυτούς επιβεβαιώνουν τη γνώση του πυθαγόρειου θεωρήματος και της έννοιας του ασύμμετρου αριθμού. Είναι βέβαιο πως το τρίγωνο του Πασκάλ ήταν ήδη γνωστό από τον 3ο αι. π.Χ. για τον υπολογισμό προσωδιακών συνδυασμών. Ιδιαίτερα τα μαθηματικά ήταν συνδεδεμένα με την αστρονομία: ο μαθηματικός Αργιαμπάτα (5ος-6ος αι. μ.Χ.), συγγραφέας μιας διατριβής για την αστρονομία, υπολόγισε την τιμή του π, συνέταξε έναν πίνακα ημιτόνων και συνημιτόνων, προσδιόρισε τη διάρκεια του ηλιακού έτους και απέδωσε τη φύση των εκλείψεων στη σκιά που πέφτει από τη Γη στη Σελήνη. Μετά από αυτόν αναφέρονται: ο Βαραχαμιχίρα (6ος αι.), που ήταν και αυτός αστρονόμος, χρησιμοποίησε τις τριγωνομετρικές συναρτήσεις και ανέπτυξε μια δική του αστρολογική θεωρία· ο Βραχμαγκούπτα (7ος αι.), που ασχολήθηκε με τα κυκλικά τετράπλευρα και τις μεταθέσεις· ο Μπασκάρα (12ος αι.), ο οποίος στο έργο του Βιτζαγκαμίτα κατέδειξε τη λύση των εξισώσεων δευτέρου βαθμού, ενώ στο Σινταντασιρομάνι έφτασε στο πιο προχωρημένο σημείο των ινδικών μαθηματικών.
Η σπουδαιότερη συμβολή, ωστόσο, των ινδικών μαθηματικών στην πρόοδο των επιστημών υπήρξε η εφεύρεση του συστήματος των δεκαδικών αριθμών και της αξίας του μηδενός, τα οποία μέσω των Αράβων πέρασαν ύστερα στην Ευρώπη.
Μετά τον 7ο αι. οι υλιστικές σχολές, που ονομάζονταν Λοκαγιάτα ή Τσερβάκα, απαγορεύτηκαν ανάλογα με ό,τι είχε συμβεί στην Ελλάδα και τη Ρώμη, όπου δέχτηκαν επίθεση οι υλιστικές θεωρίες του Επίκουρου και του Λουκρήτιου, που θεωρήθηκαν ανατρεπτικές για τις πατροπαράδοτες αξίες. Ο εμπειρισμός της παλαιότερης περιόδου αναπτύχθηκε προς δύο κατευθύνσεις: προς τη θρησκευτική λατρεία του πραγματικού κόσμου και προς τον ταντρισμό, που συνδύαζε μαγικές τελετουργικές τεχνικές, στοιχεία εσωτερικού χαρακτήρα και μεταφυσικές θεωρίες. Ο ταντρισμός συνεπαγόταν τη συστηματική παραβίαση των κοινωνικών προκαταλήψεων και ερχόταν σε αντίθεση με το σύστημα της κάστας, με τα ταμπού που σχετίζονταν με τη διατροφή και με την επίδραση των βραχμάνων, εξαίροντας τον ρόλο των γυναικών· ως κίνημα διαμαρτυρίας προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στη σύγχρονη κουλτούρα.
Από την αραβική εισβολή έως την ανεξαρτησία. Κατά τα τέλη του 10ου αι. άρχισε η ισλαμική κατάκτηση, οι πολιτικές επιδράσεις της οποίας διήρκεσαν έως τη βρετανική διείσδυση του 18ου αι. Ωστόσο, ούτε οι Άραβες κατόρθωσαν να επηρεάσουν τη φιλοσοφία και την επιστήμη της Ι., άκαμπτες και απολιθωμένες πια, γιατί οι κατακτητές διατήρησαν στενούς δεσμούς με τις χώρες προέλευσής τους και δεν άφησαν να δημιουργηθεί μια κατεύθυνση σκέψης που θα συγχώνευε τις δύο πολιτιστικές εισφορές. Η κυριότερη επιστημονική δραστηριότητα αναπτυσσόταν στην αυλή των Μογγόλων των Ινδιών, όπου οι αυτοκράτορες Άκμπαρ (1556-1605) και Τζαχανγκίρ (1605-27) ενθάρρυναν τις μελέτες της φυσικής ιστορίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Επίσης, οι μουσουλμάνοι εισήγαγαν την ιατρική γιουνάνι (που στην κυριολεξία σημαίνει Έλληνας), η οποία ακόμα και σήμερα είναι σε χρήση στις ινδικές περιοχές με μουσουλμανικό πληθυσμό, παράλληλα με την ιατρική της Γιατζουρβέδα που είναι κυρίως γνωστή στη χώρα μας με τον όρο αγιουβέρδα.
Μόνο η αστρονομία γνώρισε μια περίοδο άνθησης με τον Τζάι Σινγκ Β’ (1699-1743), βασιλιά της Τζαϊπούρ, που έχτισε γιγαντιαία αστεροσκοπεία. Εκτίς από την Τζαϊπούρ, αναπτύχθηκε και στο Δελχί, στη Ματούρα, στην Μπεναρές και στην Ουτζέν. Ωστόσο αυτά ξεπεράστηκαν κατά κάποιον τρόπο, εξαιτίας του ότι θύμιζαν τα πρώτα αστεροσκοπεία χωρίς φακούς, ενώ το 1609 ο Γαλιλαίος είχε ήδη κατασκευάσει το πρώτο τηλεσκόπιο με φακούς και το 1668 ο Νεύτων ένα ανακλαστικό τηλεσκόπιο.
Με τη βρετανική κατάκτηση η ινδική επιστήμη δεν μπορούσε πια να μην επηρεαστεί από τη δυτική κουλτούρα· ωστόσο, έως το 1930, όταν ο Σαντρασεκάρα Βενκάτα Ράμαν (1888-1970) τιμήθηκε με το Νόμπελ φυσικής (1930), η Ι., μολονότι προσέφερε στην Ευρώπη υλικό μελέτης, αρχαιολογικά ευρήματα και ταλαντούχους ανθρώπους, δεν κατόρθωσε να υπερβεί το στάδιο της επιστημονικής αποικίας.
Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας έγινε προσπάθεια να λυθεί το πρόβλημα της χαμηλής στάθμης της εκπαίδευσης με την ίδρυση ορισμένων κέντρων υψηλού γοήτρου σε τέτοια θέση ώστε να χρησιμεύσουν ως δείγματα επιστημονικής εργασίας υψηλού επιπέδου. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ιδρύματος Τάτα, που ιδρύθηκε το 1945. Χρηματοδοτούμενο από το κεφάλαιο Τάτα, είχε ως πρώτο διευθυντή του τον Χόμι Μπάμπα, ο οποίος έγινε επίσης και διευθυντής του Ατομικού Ιδρύματος της Τρομπάι και πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής για την ατομική ενέργεια. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν πολλά ιδρύματα ανώτερης τεχνολογίας (στην Καραγκπούρ το 1951, στη Βομβάη το 1958, στη Μαδράς το 1959, στην Κανπούρ το 1960, στο Δελχί το 1961), κυρίως με βοήθειες από ξένες χώρες. Παρά τη σταθερή αντιπυρηνική πολιτική σε διεθνές επίπεδο και τη φανερή υπανάπτυξη σε άλλους πρωτεύοντες τομείς, προωθήθηκε ιδιαίτερα ένα πυρηνικό σχέδιο το οποίο επιταχύνθηκε πάρα πολύ από το 1955 και μετά. Το 1960 είχε ήδη ιδρυθεί, με τη συνεργασία της Μεγάλης Βρετανίας και του Καναδά, μια αυτάρκης πυρηνική βάση· το πρόγραμμα τέθηκε υπό την άμεση επίβλεψη του πρωθυπουργού Νεχρού, που ήταν επίσης και υπουργός Ατομικής Ενέργειας.
Η πυρηνική ανάπτυξη διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η χώρα διαθέτει εκτεταμένα κοιτάσματα σχάσιμων υλών, όπως θόριο (υπολογίζεται ότι στα ινδικά κοιτάσματα υπάρχουν 500.000 τόνοι θορίου, οι οποίοι ισοδυναμούν περίπου με τα μισά παγκόσμια αποθέματα που είναι γνωστά), ενώ αρκετά περιορισμένες είναι οι πετρελαιοπηγές.
Αποτελέσματα των εντυπωσιακών προσπαθειών της ινδικής πυρηνικής τεχνολογίας είναι: ο αντιδραστήρας Αpsara (Τρομπάι, 1956), με εμπλουτισμένο ουράνιο, πρώτος ασιατικός ατομικός αντιδραστήρας ερευνών εκτός από εκείνον της Σοβιετικής Ένωσης, το συγκρότημα της Τρομπάι για την παραγωγή θορίου και για τον καθαρισμό του ουρανίου (1959), ο αντιδραστήρας CΙR (Βομβάη, 1960), με φυσικό ουράνιο, πρώτο μεγάλο διεθνές ατομικό πρόγραμμα, ο αντιδραστήρας Ζerlina (Τρομπάι) και το συγκρότημα της Νανγκάλ (1962), για την παραγωγή βαρέως ύδατος στην ποσότητα των 80 τόνων τον χρόνο. Εκτός από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα πυρηνικά σχέδια αποσκοπούσαν και στην πολεμική τεχνολογία· το 1974 η Ι. δοκίμασε την πρώτη ατομική βόμβα. Όσον αφορά τις άλλες επιστήμες, αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί ένα σημαντικό έργο σχεδιασμού (και η Ι. μπορεί να καυχηθεί ότι είναι πρωτοπόρος στις επιστημονικές μεθόδους σχεδιασμού), που έχει ματαιωθεί εξαιτίας της αδράνειας της ινδικής κοινωνίας και των πατροπαράδοτων προλήψεών της. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστούν μερικές επιτυχίες στη ζωοτεχνία και στη γεωργία (εισαγωγή καινούργιων υβριδικών ποικιλιών και χρήση λιπασμάτων σε ευρεία κλίμακα), που συντελούν στη λύση των τεράστιων προβλημάτων διατροφής που αντιμετωπίζει η χώρα. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως, το 1998, ο οικονομολόγος Αμάρτια Σεν, ο οποίος όμως εργάστηκε κυρίως σε αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια, βραβεύθηκε με το Νόμπελ οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια η Ι. έχει σημειώσει σημαντικές προόδους στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, τροφοδοτώντας με υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό εταιρείες ανάπτυξης και λογισμικού σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, μεγάλες εταιρείες της Δύσης, που ειδικεύονται στον τομέα αυτό, εγκαθιστούν τις μονάδες τους στη χώρα, επωφελούμενες από το υψηλό επίπεδο των Ινδών επιστημόνων και το χαμηλό κόστος εργασίας.Οι κάστες. Από αμνημονεύτων χρόνων, η ινδική κοινωνική δομή καθορίζεται από το σύστημα της κάστας, που δεν αναγνωρίζεται πλέον από τον νόμο, αλλά είναι ακόμα βαθιά ριζωμένο στα ινδικά ήθη και έθιμα.
Στην Ι. η παρούσα κατάσταση του ανθρώπου εξαρτάται από τις πράξεις που έκανε στην προηγούμενη ζωή του. Οι πράξεις του στην τωρινή ζωή θα καθορίσουν με τη σειρά τους τη μελλοντική. Ο παρίας που συμπεριφέρεται ευσυνείδητα, σύμφωνα με τους νόμους της κάστας του, θα μπορέσει μια μέρα να ξαναγεννηθεί βραχμάνος, ενώ ο βραχμάνος που συμπεριφέρεται ανέντιμα μπορεί κάποια μέρα να ξαναγεννηθεί με τη μορφή παρία ή, ακόμα χειρότερα, με τη μορφή ενός ακάθαρτου ζώου.
Η υπαγωγή σε μια κάστα καθορίζει τα πάντα στη ζωή ενός ανθρώπου: το επάγγελμα με το οποίο είναι συνδεδεμένος για πάντα, όπως οι πρόγονοί του πριν από αυτόν και οι γιοι του μετά από αυτόν· τον γάμο, επειδή δεν θα μπορέσει να παντρευτεί παρά μια γυναίκα που θα ανήκει στην τάξη του· τις τροφές που μπορεί να τρώει, τα ρούχα που μπορεί να φορά, το χτένισμα των μαλλιών, τον τύπο κατοικίας. Κανείς δεν ξεφεύγει ούτε προσπαθεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του ή να κρυφτεί κάτω από άλλο περίβλημα. Καθένας φέρει καθαρά τα σημάδια της καταγωγής του.
Για την προέλευση του συστήματος αυτού, οι Βέδες αναφέρουν έναν ενδεικτικό θρύλο. Οι κάστες, που αρχικά ήταν τέσσερις, βγήκαν από το σώμα του Βράχμα. Από το κεφάλι γεννήθηκαν οι βραχμάνοι ή ιερείς, θεματοφύλακες της επιστήμης και της θρησκείας· από τα μπράτσα οι ξατρίγια, πολεμιστές και κυβερνήτες· από την κοιλιά οι βαΐσγια, γεωργοί, βιοτέχνες, έμποροι· από τα πόδια οι σούντρα, οι χειρώνακτες, οι εργάτες και οι υπηρέτες των τριών ανώτερων τάξεων. Κάτω από αυτούς είναι οι εκτός κάστας, οι άθικτοι ή παρίες, προορισμένοι για τα πιο ταπεινά και περιφρονημένα επαγγέλματα. Πολλές μελέτες έχουν γίνει για την αληθινή προέλευση της κάστας, ενώ οι πιο παραδεκτές υποθέσεις καταλήγουν στην αρχαία εισβολή των Αρίων. Οι λευκοί κατακτητές δεν θέλησαν να αναμειχθούν με τον εγχώριο πληθυσμό που ήταν μελαψός (η λέξη κάστα στη σανσκριτική είναι βάρνα και σημαίνει χρώμα). Το πρώτο βήμα για την υποδιαίρεση σε κάστες υπήρξαν οι νόμοι που απαγόρευαν τους μεικτούς γάμους μεταξύ Αρίων και Δραβιδών. Αργότερα σχηματίστηκε μια κοινωνική υποδιαίρεση που βασιζόταν στο επάγγελμα ή στην τέχνη και έτσι διαμορφώθηκαν τέσσερις κύριες κάστες, που ανέθεσαν στους ιθαγενείς τα πιο χαμηλά αξιώματα, και ύστερα κατακερματίστηκαν σε άλλες τάξεις και υποτάξεις.
Το ιερατείο και οι άθικτοι. Οι μυθολογικοί αγώνες μεταξύ πολεμιστών και ιερέων, που έληξαν με τη νίκη των τελευταίων τους οποίους βοηθούσε ο ήρωας Ράμα, δεν είναι παρά η συμβολική παράσταση μιας κοινωνικής επανάστασης που σημειώθηκε βαθμιαία με την πάροδο των αιώνων. Κατά τους ηρωικούς χρόνους, μεταξύ 1000 και 500 π.Χ., οι πολεμιστές ή ξατρίγια βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας: στους βραχμάνους ή ιερείς είχαν ανατεθεί καθήκοντα βοηθών στις θυσίες.
Η αυξανόμενη σπουδαιότητα που αποκτούσε η θρησκεία και η εισαγωγή στο τελετουργικό των τελετών, που απαιτούσαν εκτεταμένες γνώσεις στα θρησκευτικά ζητήματα, έδωσε στους βραχμάνους την πρώτη θέση στην ιεραρχία και το πιο υψηλό καθήκον: να προΐστανται των θρησκευτικών τελετών και να διδάσκουν τις ιερές Γραφές.
Μία από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης μετά την ανεξαρτησία (1947) ήταν η κατάργηση της διάκρισης αυτής. Σε ορισμένες επαρχίες, στους άθικτους παραχωρούνται υποτροφίες στα πανεπιστήμια και συχνά επιλέγονται κατά προτίμηση για μερικές δημόσιες θέσεις. Αλλά στα χωριά, όπου κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το σύστημα της κάστας και των παριών έχει παραμείνει σχεδόν το ίδιο.
Η λέξη παρίας, με την οποία οι δυτικοί συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν γενικά τους άθικτους, ανήκει δικαιωματικά μόνο σε μια υπόταξη της ομάδας αυτής, τους τυμπανιστές κατά τις κηδείες. Ο όρος έχει γίνει πλέον γενικά αποδεκτός. Πραγματικά, η επιθυμία της διάκρισης έχει διαιρέσει και τους ίδιους τους άθικτους σε υποκάστες, ορισμένες από τις οποίες, όπως εκείνη των βαλουβάν, κομπογιαννιτών γιατρών και αστρολόγων, διεκδικούν μια ανωτερότητα έναντι των άλλων και χαρακτηρίζονται ως οι βραχμάνοι των παριών.
Η γέννηση. Οι τελετουργίες για τον εορτασμό των γεγονότων της ζωής ενός ινδουιστή αρχίζουν πριν ακόμα από τη γέννησή του. Τέσσερις ημέρες ήδη μετά τον γάμο των γονέων τελούνται εξαγνιστικές θυσίες, ενώ τρεις μήνες μετά τον γάμο γίνεται μια άλλη τελετή προκειμένου να επιτευχθεί η γέννηση αγοριού, κυριότερη φιλοδοξία των γονέων και υπέρτατος σκοπός του γάμου. Μετά τον τοκετό, η γυναίκα θεωρείται ακάθαρτη για μια χρονική περίοδο, που ποικίλλει ανάλογα με τις περιοχές και τις κάστες, και μένει απομονωμένη για έναν ορισμένο αριθμό ημερών. Κατόπιν καλείται ο ιερέας που πραγματοποιεί την τελετή της κάθαρσης.
Η δωδέκατη μέρα αφιερώνεται στη γιορτή της ονομασίας, στην οποία παρίστανται συγγενείς και πολλοί φίλοι. Η εκλογή του ονόματος αποτελεί αντικείμενο μιας σειράς προφυλάξεων: εκτός από το συνηθισμένο όνομα, υπάρχει συχνά ένα μυστικό που πρέπει να μείνει άγνωστο στα πνεύματα του κακού, και ένα αστρολογικό· τα συνηθέστερα ονόματα είναι Ράμα και Κρίσνα, δηλαδή των πιο δημοφιλών θεοτήτων.
Η σπουδαιότερη τελετή της παιδικής ηλικίας είναι μια τελετουργία μύησης, με την οποία το παιδί γίνεται δεκτό στη βραχμανική κοινότητα. Η τελετουργία αυτή συνίσταται στην παράδοση του ιερού κορδονιού, ενός βαμβακερού σπάγγου με τρία στοιχεία, καθένα από τα οποία αποτελείται από εννέα νήματα, που κρεμιέται σαν όπλο από τον αριστερό ώμο στο αριστερό ισχίο. Το βαμβάκι πρέπει να μαζευτεί, να λαναριστεί και να γίνει νήμα από πρόσωπο που ανήκει στην ίδια κάστα. Η τελετή ονομάζεται ουπαναγιάνα, δηλαδή μύηση στη γνώση. Έπειτα από αυτήν, το παιδάκι ανατίθεται σε έναν γκουρού, παιδαγωγό και πνευματικό δάσκαλο συγχρόνως, ο οποίος θα φροντίσει για την εκπαίδευσή του.
Η ηλικία για την παράδοση του κορδονιού κυμαίνεται από τα 5 έως τα 9 χρόνια, ή και αργότερα. Η τελετή αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα στους βραχμάνους, επειδή με αυτήν το παιδί γίνεται δεκτό στα προνόμια της κάστας του. Δέχεται τον τίτλο ντβίτζα (γεννημένο δύο φορές), που σημαίνει τη νέα γέννησή του στην κατάσταση χάριτος, τη συμμετοχή του στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας.
Ο γάμος. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, και κατά ένα μέρος ακόμα και σήμερα, οι διαπραγματεύσεις για τον γάμο άρχιζαν όταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία. Συγκεκριμένα, η ηλικία κατά την οποία γίνονταν κατάλληλοι για γάμο ήταν τα 7-9 χρόνια (αλλά στο παρελθόν κατέβαινε έως τα τέσσερα ή πέντε) για τις γυναίκες και τα δέκα ή έντεκα χρόνια για τους άντρες.
Στην αρχή του 20ού αι. τα πιο φωτισμένα πνεύματα άρχισαν των αγώνα κατά των παιδικών γάμων. Έτσι, το όριο της ηλικίας αυξήθηκε βαθμιαία, ώσπου έφτασε τα 16 χρόνια για τη γυναίκα και τα 18 για τον άντρα.
Στις μεγάλες πόλεις, όπου τα δυτικά έθιμα έχουν εισχωρήσει πιο βαθιά, το κριτήριο της ελεύθερης εκλογής αρχίζει να κερδίζει έδαφος, αλλά στα χωριά, όπου ζει το μεγαλύτερο μέρος του ινδικού πληθυσμού, ο συνδυασμένος γάμος εξακολουθεί να είναι η πιο κοινή μορφή. Εξάλλου ο γάμος από έρωτα είναι άγνωστος σε μεγάλο μέρος του ινδικού και γενικά του ασιατικού κόσμου. Σκοπός του γάμου είναι κυρίως η τεκνοποίηση: η στείρα γυναίκα ή εκείνη που γεννά μόνο κορίτσια μπορεί να διωχτεί ή να αντικατασταθεί από άλλη γυναίκα. Η άρνηση τεκνοποίησης σημαίνει αντίθεση στο ντάρμα που είναι ο ίδιος ο νόμος του σύμπαντος και των μετενσαρκώσεων.
Η κάστα παίζει σπουδαίο ρόλο και στις γαμήλιες τελετές. Ο βραχμανικός γάμος είναι ο εντυπωσιακότερος και διαρκεί συνήθως οκτώ ημέρες, οι πρώτες τρεις από τις οποίες είναι αφιερωμένες σε εξευμενιστικές τελετουργίες. Η σπουδαιότερη και λαμπρότερη τελετή γίνεται την πρώτη ημέρα των πέντε υπολοίπων και η ονομασία της είναι μουχούρτα, δηλαδή ευτυχισμένη ημέρα. Η ένωση των δύο νέων επικυρώνεται από συμβολικές τελετουργίες: την κανκάνα, κατά την οποία οι νεόνυμφοι δένονται από τον καρπό με ένα κλαδί κρόκου· η κάνια ντάνα ή δώρο της παρθένου, κατά την οποία ο πατέρας ενώνει τα χέρια του ζευγαριού ή ράβει μαζί τα ρούχα τους και τους προσφέρει τα γαμήλια δώρα. Για να δείξει ότι τώρα πια η κοπέλα τού ανήκει, ο σύζυγος τη στολίζει με το τάλι, χρυσό κόσμημα με μορφή δακτυλίου που οι παντρεμένες κρεμούν στον λαιμό, ανάμεσα σε φωνές, τραγούδια και ήχους τυμπάνου. Ύστερα δίνουν στο ζευγάρι κάνιστρα με ρύζι (που στις πιο πλούσιες οικογένειες αντικαθίσταται από μαργαριτάρια ή πολύτιμους λίθους), το οποίο οι νεόνυμφοι ρίχνουν ο ένας στον άλλο. Τέλος, οι δυο τους, για να καθαγιάσουν την ένωσή τους, γυρίζουν επτά φορές γύρω από την ιερή φωτιά.
Η τελετή τελειώνει με συνεστίαση· ανάμεσα στους καλεσμένους, άντρες και γυναίκες τρώνε χωριστά, ενώ οι δύο νεόνυμφοι τρώνε μαζί, για να συμβολίσουν τη νέα κατάστασή τους. Οι γάμοι στις άλλες κάστες δεν διαφέρουν στην ουσία από εκείνους των βραχμάνων. Οι τελευταίοι, με την ιδιότητά τους των λειτουργών, είναι απαραίτητοι φιλοξενούμενοι σε όλες τις γαμήλιες τελετές.
Η θυσία των χηρών. Η συνήθεια να καίγεται ζωντανή η χήρα στην πυρά του συζύγου επικρατούσε επί αιώνες. Η μακάβρια τελετή αποτελούσε μέρος του σκηνικού μιας μυθικής και σκληρής Ι. Ωστόσο, αν πολλά από όσα έφτασαν σε μας για τη μυθική Ανατολή οφείλονταν σε φαντασίες, το σάτι ήταν πραγματικότητα.
Ωστόσο, η θυσία αυτή δεν αποτελούσε για τις χήρες κανόνα, αλλά μια εξαίρεση έστω και συχνή. Επίσης, η συνήθεια αυτή ήταν διαδεδομένη μόνο στις ανώτερες κάστες, ιδιαίτερα στη στρατιωτική και στις αυλές των ηγεμόνων, ενώ αποκλείονταν οι γυναίκες σε ενδιαφέρουσα κατάσταση και εκείνες που είχαν μικρά παιδιά. Στη βρετανική Ι. το σάτι απαγορεύτηκε το 1829. Όμως, ακόμα και μετά την απαγόρευση δεν έλειψαν τέτοιες περιπτώσεις, μολονότι σπάνιζαν όλο και περισσότερο έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Σήμερα, το έθιμο αυτό έχει εξαφανιστεί εντελώς. Στη σύγχρονη Ι. ελήφθησαν μέτρα για την προστασία των χηρών αυτών: ο νόμος Widow Remarriage Αct του 1956 επιτρέπει στις χήρες να ξαναπαντρεύονται, ενώ το κράτος τις προστεύει παρέχοντάς τους κοινωνική ασφάλιση και διάφορα βοηθήματα.
Επικήδεια έθιμα. Όταν πλησιάζει η στιγμή του θανάτου, αρχίζουν οι τελετές εξιλέωσης και εξαγνισμού, απαραίτητες για να εξασφαλιστεί ένα άνετο ταξίδι στο υπερπέραν. Ο ετοιμοθάνατος αποσύρεται από το κρεβάτι, επειδή πιστεύεται ότι η ψυχή, βγαίνοντας από το σώμα του νεκρού, μπαίνει στο πιο κοντινό αντικείμενο, δηλαδή στο κρεβάτι, και έτσι θα είναι αναγκασμένη να το κουβαλά στο ταξίδι της προς τον άλλο κόσμο. Ο αυστηρός ινδουιστικός κανόνας περιλαμβάνει επίσης την τελετή του Σάρβα πραγιασίτα, δηλαδή της τέλειας εξιλέωσης· ύστερα από μια τελετουργία εξαγνισμού, ο ετοιμοθάνατος πρέπει να ζητήσει, με τη φωνή ή το πνεύμα του, συγγνώμη για τα αμαρτήματά του.
Η σπουδαιότερη από τις τελετουργίες αυτές είναι η γκοντάνα, δηλαδή το συμβολικό δώρο μιας αγελάδας στους βραχμάνους λειτουργούς (πρόκειται στην πραγματικότητα για μια προσφορά σε χρήμα που αντιστοιχεί στην τιμή του ζώου). Όπως πιστεύουν οι Ινδοί, κατά μήκος του βασιλείου του Γιάμα, θεού του Άδη, ρέει ένας πύρινος ποταμός, τον οποίο οι ψυχές πρέπει να διασχίσουν. Όμως, μια αγελάδα θα περιμένει αυτόν που έχει πραγματοποιήσει την γκοντάνα, η οποία θα τον βοηθήσει να φθάσει στην απέναντι όχθη χωρίς να τον αγγίξουν οι φλόγες.
Όταν κάποιος πεθάνει, τον πλένουν και τον ξυρίζουν, σημαδεύουν το μέτωπό του με σκόνη σάνταλου και τον ντύνουν με τα καλύτερα ρούχα του. Στη συνέχεια, ο νεκρός εκτίθεται σε ένα νεκροκρέβατο, όπου παραμένει για όλο το διάστημα των προετοιμασιών της κηδείας. Όταν συγκεντρωθούν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι, η σορός τυλίγεται με ένα σάβανο, κόκκινο για τις παντρεμένες γυναίκες και άσπρο για όλους τους άλλους νεκρούς, και δένεται με αχυρένια σχοινιά σε ένα απλό φορείο από μπαμπού. Ο στενότερος συγγενής, που κρατά ένα πήλινο δοχείο με την ιερή φωτιά, ανοίγει την πένθιμη πομπή η οποία συνοδεύεται από τις προσευχές των ιερέων και των συγγενών του νεκρού και μερικές φορές από τα βογκητά και τους θρήνους των πενθούντων.
Όταν η πομπή φθάσει στο σημείο που προορίζεται για την καύση του νεκρού, η σορός, απαλλαγμένη πλέον από ρούχα και κοσμήματα, τοποθετείται πάνω στην πυρά και καλύπτεται με ένα άλλο στρώμα από ξύλα. Κατόπιν, ο στενότερος συγγενής γυρίζει τρεις φορές γύρω από τον σωρό με τα ξύλα, ρίχνοντας νερό από ένα δοχείο το οποίο σπάει στη συνέχεια· με την τελετουργία αυτή ορίζεται κληρονόμος του νεκρού. Τέλος, στον συγγενή αυτόν προσφέρουν ένα αναμμένο δαδί με το οποίο βάζει φωτιά στις τέσσερις γωνίες.
Αυτές είναι οι τελετές που ακολουθούνται αυστηρά από τις ανώτερες κάστες και από τις πιο ορθόδοξες οικογένειες, ενώ στους φτωχούς η τελετουργία είναι πιο σύντομη. Κάθε πόλη διαθέτει έναν τσιμεντένιο χώρο, μάλλον φτωχικό, προορισμένο για την καύση των νεκρών· εκείνοι που παρευρίσκονται προστατεύονται από τη μεγάλη θερμότητα χάρη σε ψηλά κινητά σιδερένια προπετάσματα. Στις πόλεις που βρίσκονται στις όχθες κάποιου ιερού ποταμού, μερικά γκατ (δηλαδή τα μεγάλα σκαλιά σαν αναβαθμίδες) είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στην τελετουργία της καύσης των νεκρών: στην Μπεναρές, την ιερή πόλη, στην οποία κάθε ινδουιστής ελπίζει να μπορέσει να πεθάνει αντικρίζοντας τα νερά του Γάγγη, κάθε μέρα ανάβουν δεκάδες πυρές. Το λείψανο βυθίζεται στο νερό για ένα τελευταίο εξαγνιστικό λουτρό, ενώ οι συγγενείς διαπραγματεύονται την απόκτηση ξύλων και αρωμάτων.
Τα κούτσουρα μπαίνουν αργότερα από τους ίδιους τους συγγενείς, ώσπου να σχηματιστεί ένα είδος κρεβατιού, στο οποίο τοποθετείται το πτώμα για να καλυφθεί ύστερα από ένα άλλο στρώμα με ξύλα. Τέλος ανάβει η πυρά.
Στη συνέχεια έρχονται ειδικευμένοι εργάτες που, χρησιμοποιώντας ειδικές τσιμπίδες, παίρνουν τα απανθρακωμένα οστά από τη στάχτη της πυράς και τα τοποθετούν σε ένα δοχείο από οπτή γη, η πολυτέλεια του οποίου εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας του νεκρού. Κατόπιν οι συγγενείς παίρνουν το δοχείο με το περιεχόμενό του και το ρίχνουν στον ιερό ποταμό ή, όταν δεν έχουν την άμεση δυνατότητα, περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να το μεταφέρουν προσωπικά ή το δίνουν σε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης για να το μεταφέρει εκείνο. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι συγγενείς του νεκρού αποστέλλουν τα λείψανα ταχυδρομικώς σε έναν πράκτορα στην Μπεναρές.
Στις πιο ορθόδοξες οικογένειες, το πένθος διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος, ενώ οι πρώτες δέκα μέρες είναι αφιερωμένες σε τελετές εξαγνισμού και μνημοσύνων. Κατά το παρελθόν, η χήρα πήγαινε με τους συγγενείς στην τοποθεσία της αποτέφρωσης, όπου έβγαζε τελετουργικά τα κοσμήματα και τα πλούσια ρούχα της για να φορέσει το άσπρο ένδυμα του πένθους.
Τέλος, με την τελετουργία του σράντα (μια θυσία ρυζιού που γίνεται από τον κληρονόμο), ο νεκρός βρίσκει ανάπαυση και γίνεται δεκτός ανάμεσα στους προγόνους.
Γιορτές και διασκεδάσεις. Στα βάθη του ναού, που φωτίζεται μόνο από καντήλια, οι θεοί περιμένουν στις κόγχες τους τη θυσία των πιστών. Ωστόσο, κάθε τόσο περιφέρεται σε λιτανεία έξω από τον ναό η γιάτρα ή περίπατος του θεού, οργανωμένη με όλες τις απαιτούμενες τιμές. Η θεαματικότερη από τις λιτανείες αυτές γίνεται τον Ιούλιο στην Πούρι, στην Ορίσα, προς τιμήν του Βισνού Τζαγκανάτα (κυρίου του κόσμου). Στο άρμα, που είναι κατασκευασμένο σε μορφή κομμένης πυραμίδας με αναβαθμίδες, παίρνουν θέση δεκάδες πρόσωπα, βραχμάνοι, χορευτές και μουσικοί. Το είδωλο, ντυμένο με τα πλουσιότερα ρούχα του, τοποθετείται σε ένα κεντρικό περίπτερο που περιβάλλεται από πιστούς οι οποίοι, για να το δροσίζουν, του κάνουν αέρα με βεντάλιες από φτερά παγωνιού.
Στην Ι. πολλοί ποταμοί θεωρούνται ιεροί· δηλαδή, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, τα νερά τους έχουν τη δύναμη να λυτρώνουν την ψυχή και το σώμα από κάθε αμάρτημα. Υπάρχουν σταθεροί ιεροί ποταμοί (όπως ο Γάγγης, ο Κόβερι, ο Τζούμνα, ο Βραχμαπούτρα, ο Γκονταβάρι, ο Ινδός και άλλοι) και ύδατα τα οποία μόνο περιοδικά -όπως το τέλμα Κουμπακονάμ στην Ταντζόρε- ή σε ειδικές περιπτώσεις αποκτούν εξαγνιστικές ιδιότητες. Τέλος, η ίδια αρετή των ιερών ποταμών μπορεί να ενισχυθεί σε ορισμένα τμήματα του ρου τους ή σε ορισμένες περιόδους. Το γεγονός αυτό δίνει την ευκαιρία για μεγαλειώδη προσκυνήματα του πλήθους και για θρησκευτικές γιορτές (μέλα), το αποκορύφωμα των οποίων αντιπροσωπεύεται από την είσοδο στο νερό χιλιάδων προσώπων, που κάνουν μπάνιο στα καθαρτήρια νερά για να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους.
Ανάμεσα στις γιορτές αυτές, σχετικά πολυάριθμες σε όλη τη χώρα, η περιφημότερη και θεαματικότερη είναι η Κουμπ-Μέλα. Ο θρύλος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης των θεών με τους δαίμονες, για την κατοχή του γεμάτου θείο νέκταρ αμφορέα (κουμπ), δώδεκα σταγόνες από το πολύτιμο υγρό έπεσαν στη Γη, τέσσερις από τις οποίες πήγαν στην Ι. Οι τοποθεσίες, που έγιναν ιερές χάρη στη θεία βροχή, είναι η Χαρντβάρ, η Ουτζέν, η Αλαχαμπάντ και η Νασίκ. Σε αυτές τελείται εναλλάξ η γιορτή κάθε δώδεκα χρόνια, αλλά το ρεύμα των πιστών δεν σταματά σχεδόν ποτέ. Όταν ο πλανήτης Δίας βγαίνει από τον αστερισμό του Αιγόκερου για να μπει στον αστερισμό του Yδροχόου, τα νερά του Γάγγη που βρέχουν τη Χαρντβάρ και την Αλαχαμπάντ αποκτούν τη θαυμαστή ιδιότητα να εξαλείφουν όλα τα αμαρτήματα. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, η ιερή λεκάνη αποκτά τη θεία αρετή της και τότε το πλήθος, που φοβάται μήπως δεν προλάβει να πλυθεί, συνωστίζεται μέσα στα θαυματουργά ύδατα.
Εκατοντάδες πρόσωπα ποδοπατιούνται, τραυματίζονται, πνίγονται· κάθε φορά αναφέρεται ένας αξιοσημείωτος αριθμός θυμάτων, παρά την επίβλεψη της αστυνομίας και την παρουσία των πρώτων βοηθειών.
Το αποκορύφωμα της γιορτής αντιπροσωπεύεται από τη λιτανεία των σαντού, που προσέρχονται κατά χιλιάδες από κάθε μέρος της Ι., διαιρεμένων σε ομάδες ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκουν. Ανάμεσα στους σαντού διακρίνονται εννέα αιρέσεις, που υφίστανται από αμνημονεύτων χρόνων και τηρούν μια άκαμπτη ιεραρχία η οποία εκφράζεται στο δικαίωμα προτεραιότητας κατά τη λιτανεία της Χαρντβάρ.
Σε όλες αυτές τις γιορτές προστίθενται επίσης οι οικογενειακές γιορτές, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα. Η Μπαράτ Μιλάπ, το φθινόπωρο, επέτειος της συνάντησης του Ράμα με τον πιστό αδελφό του Μπαράτα, θεωρείται παντού μια οικογενειακή γιορτή και οι συγγενείς εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να κάνουν επισκέψεις. Μετά την Ντιβάλι, η επόμενη μέρα, η Καρτίκα, είναι αφιερωμένη στην αδελφική αγάπη.
Εθνικές επέτειοι. Οι εθνικές γιορτές χρονολογούνται από την ίδρυση του καινούργιου κράτους. Η πρώτη μεγάλη γιορτή είναι η Ημέρα της δημοκρατίας, στις 26 Ιανουαρίου. Την ημερομηνία αυτή, το 1929, το Εθνικό Συνέδριο της Ι. ανέλαβε πανηγυρικά την υποχρέωση να εργαστεί αδιάκοπα έως την ίδρυση της δημοκρατίας, που ανακηρύχθηκε ακριβώς είκοσι ένα χρόνια μετά, στις 26 Ιανουαρίου 1950.
Στις 15 Αυγούστου γιορτάζεται η Ημέρα της ανεξαρτησίας, που επιτεύχθηκε το 1947. Η επέτειος της γέννησης του Μαχάτμα Γκάντι, στις 2 Οκτωβρίου, γιορτάζεται με δημόσιες προσευχές. Σε ανάμνηση του συμβόλου του αγώνα του ενάντια στο ξένο μονοπώλιο -τη ρόκα του γνεσίματος, για να γνέθουν οι ίδιοι οι Ι. το βαμβάκι τους- άντρες και γυναίκες, μετά την προσευχή, μεταφέρουν το ταπεινό εργαλείο στους δρόμους και στις πλατείες και γνέθουν σιωπηλοί.
Ο χορός. Σε όλους τους πολιτισμούς ο χορός αρχικά είχε τελετουργικό χαρακτήρα. Στην Ι., όμως, παρέμεινε από την αρχή κιόλας στενά συνδεδεμένος με τις πιο βαθιές έννοιες· υπήρξε με άλλα λόγια δράμα, δράση, γλώσσα. Τα θέματα του ινδικού χορού είναι μυθολογικά: καθένας από τους διάφορους τύπους σχολών χορού έχει τα δικά του προτιμητέα θέματα, που ξεκινούν από τον χορό του Σίβα και καταλήγουν στα αναρίθμητα επεισόδια των επικών ποιημάτων, της Ραμαγιάνα και της Μαχαμπαράτα. Έρωτες θεών και ηρώων, επικοί αγώνες μεταξύ θεών και δαιμόνων, φυγές, απαγωγές, ειδύλλια και οργή, διαβολικοί πειρασμοί, μυστικιστικές εκστάσεις και περιπετειώδη συμβάντα αποτελούν μέρος του εξαιρετικά μεγάλου ρεπερτορίου. Αρκετά συχνά η μουσική συνοδεύεται από το τραγούδι που ερμηνεύουν εκτελεστές εκτός σκηνής, ενώ τα λόγια τα μιμούνται πιστά οι καλλιτέχνες, ερμηνεύοντάς τα ένα-ένα με χειρονομίες και έναν τέλειο συγχρονισμό. Η Νάτγια Σάστρα (επιστήμη του χορού) του σοφού Μπαράτα είναι ένα μνημειακό έργο. Σύμφωνα με τον θρύλο, γράφτηκε ύστερα από απαίτηση των θεών και είναι εμπνευσμένη από το ίδιο το μυαλό του Βράχμα που την ενέπνευσε στον συγγραφέα. Στο έργο αυτό είναι ταξινομημένες κατά χιλιάδες οι διάφορες θέσεις του σώματος (στάνα, μπάνγκα, ασάνα), του κεφαλιού, των μπράτσων (χάστα), των χεριών (μούντρα), των ποδιών (πάντα) καθώς επίσης του λαιμού, των ματιών και των φρυδιών, προσαρμοσμένες στην αφήγηση κάθε δυνατού τύπου γεγονότων και στην έκφραση οποιουδήποτε αισθήματος.
Η Μπαράτα Νάτγια, που είχε το κέντρο της στον ναό της Ταντζόρε στη νότια Ι., ήταν ο χορός των ντεβαντάσι, των ιερών εταίρων του ναού· η κληρονομιά τους έχει συγκεντρωθεί από τις σχολές χορού, οι μαθήτριες των οποίων εμφανίζονται στα θέατρα καθώς και στους ναούς. Ανάμεσα στους διάφορους χορούς ρεπερτορίου είναι απαραίτητος ο Αλαρίπου -επίκληση και πράξη υπακοής στον Σίβα, προστάτη των καλλιτεχνών- που παραδοσιακά τοποθετείται στο άνοιγμα της βραδιάς. Ανάμεσα στους άλλους χορούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην Μπαράτα Νάτγια, υπάρχουν επίσης ο κοσμικός χορός της δημιουργίας, που διαρκεί περίπου έξι λεπτά, και ο θρύλος του Κρίσνα. Το στιλ αυτό, από τα πιο διαδεδομένα στην Ι., είναι το πιο πιστό στους κανόνες της Νάτγια Σάστρα. Κατά συνέπεια, απαιτεί μια βαθύτερη μελέτη των παραδοσιακών κινήσεων και των φάσεων της μυθολογίας. Ακόμα και οι σόλο, γυναικείοι χοροί (στους οποίους η χορεύτρια πρέπει να αναπαραστήσει τις ερωτικές περιπέτειες του Ράμα και της πιστής Σίτα, του Κρίσνα και της γεμάτης πάθος Ράντα), είναι δύσκολοι στην εκτέλεση. Ωστόσο, αυτός ο κομψός και εκλεπτυσμένος χορός, δηλαδή η Μπαράτα Νάτγια, γνώρισε μια μακρά περίοδο παρακμής. Το ίδιο του το θέμα (οι έρωτες των θεών), σε συνδυασμό με την προσωπικότητα των εκτελεστριών, ιερειών και εταίρων, είχε ως αποτέλεσμα η τέχνη αυτή να εκφυλιστεί με την πάροδο του χρόνου σε οργιαστικό χορό. Όμως, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., χάρη στην αναγέννηση του ινδικού χορού που ενθαρρύνθηκε από μια ομάδα διανοουμένων υπό την ηγεσία του ποιητή Ταγκόρ, η Μπαράτ Νάτγια επανήλθε στην αρχική της μορφή. Τα γλυπτά των ναών της Ταντζόρε και της Μαντουράι προμήθευσαν πολύτιμο υλικό για να αποκατασταθούν οι κομμώσεις, οι ενδυμασίες, οι κλασικές πόζες, ενώ οργανώθηκαν καινούργιες σχολές χορού, φεστιβάλ και παραστάσεις. Ο χορός αυτός έχει αποκτήσει πλέον και πάλι την αίγλη του και οι εκτελέστριές του γνωρίζουν μεγάλη δημοτικότητα, ανάλογη με εκείνη των κινηματογραφικών αστέρων.
Ο Κατακάλι (σύνθετη λέξη από τις κάτα, που σημαίνει ιστορία, και κάλι, που σημαίνει παιχνίδι) είναι ένα χορευτικό δράμα, που μπορεί να έχει κάποια μακρινή ομοιότητα με τις ευρωπαϊκές θρησκευτικές παραστάσεις. Το θέμα, μυθολογικό φυσικά, είναι εμπνευσμένο σχεδόν πάντοτε από τη Ραμαγιάνα και από τη Μαχαμπαράτα. Ο Κατακάλι αντιπροσωπεύει πάντοτε τον αιώνιο αγώνα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ανάμεσα στον ευγενικό ήρωα και στον δειλό εχθρό του, ανάμεσα στους θεούς του φωτός και στους δόλιους δαίμονες. Σε μια αυθεντική αναπαράσταση του Κατακάλι πρέπει να εμφανιστούν μόνο άντρες, μια και ο χορός αυτός έχει μάλλον ανδρικό και πολεμικό χαρακτήρα. Εκτός αυτού, η διάρκεια του θεάματος απαιτεί μια αξιοσημείωτη φυσική αντοχή. Οι γυναικείοι ρόλοι δίνονται σε νέους και παιδιά: χάρη στο έντονο μακιγιάζ, με βάση το κίτρινο και το φιλντισένιο χρώμα, στην περίτεχνη ενδυμασία και στην ικανότητα των μίμων, είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβει κάποιος ότι οι ρόλοι δεν ερμηνεύονται από γυναίκες. Στον Κατακάλι διακρίνονται δύο κύρια στιλ, κατάλληλα να εκφράζουν τις διάφορες καταστάσεις. Το ταντάβα είναι επικό και ανδρικό στιλ, που απαιτεί εξαιρετική δύναμη και ικανότητα και χρησιμοποιείται στις σκηνές μάχης, αγώνα, μονομαχίας. Αντίθετα, το λάσια είναι το λυρικό στιλ που χρησιμοποιείται στις σκηνές στις οποίες ο χορευτής πρέπει να εκφράσει ερωτικά και ελεγειακά συναισθήματα. Διακρίνεται σε δύο τύπους, έναν κατάλληλο για άντρες και έναν κατάλληλο για γυναίκες· ο τελευταίος απαιτεί χάρη, εκφραστικότητα και ευκινησία. Εξαιτίας της περιπλοκότητας των θεμάτων και της εναλλαγής μαχών και ερώτων, ο χορευτής πρέπει να ξέρει να περνά από τον ένα τύπο στον άλλο, επιδεικνύοντας και στους δύο την ίδια ικανότητα.
Η χειροτεχνία. Το 1920 ο Γκάντι εγκαινίασε την εκστρατεία για το μποϊκοτάζ των ξένων υφασμάτων. Η τσάρκα, η αρχαία ρόκα με την οποία οι προηγούμενες γενιές έγνεθαν το βαμβάκι και το μαλλί, έγινε το ίδιο το σύμβολο της θέλησης ενός έθνους· στην πρόσκληση του Μαχάτμα, μια ολόκληρη κληρονομιά από ρούχα και πολύτιμα προικιά, που είχαν κατασκευαστεί με ξένα υφάσματα, καταστράφηκε στη φωτιά. Πλούσιοι και φτωχοί εγκατέλειψαν τα ευρωπαϊκά ρούχα και ξαναγύρισαν στις παραδοσιακές ενδυμασίες της χώρας τους. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του Γκάντι -"γνέθετε και υφαίνετε!"- και ντύνονταν με υφάσματα κατασκευασμένα στο σπίτι.
Η προπαγάνδα για την αποκατάσταση του γνεσίματος στο σπίτι ανταποκρινόταν σε πολλούς σκοπούς: στην πραγματοποίηση μιας οικονομικής αυτάρκειας, στην παροχή εργασίας στους βιοτέχνες που καταστρέφονταν από τον συναγωνισμό της βρετανικής βιομηχανίας και στην παροχή μιας πηγής κέρδους στις γυναίκες και στους γεωργούς, στους οποίους ο μικρός κλήρος γης δεν έδινε αρκετό εισόδημα. Κυρίως όμως η τσάρκα έγινε το σύμβολο ενός πολιτισμού που προσπαθούσε να διατηρήσει τις αξίες του και να μην αλλοτροιωθεί από τη δυτική εισβολή.
Η υφαντουργία, αξιόλογη σε όλη τη χώρα μαζί με την ταπητουργία, δεν αποτελεί παρά μόνο μια πλευρά της ποικίλης και πλούσιας ινδικής βιοτεχνίας και οικοτεχνίας. Το σύστημα της κάστας, που καθιστά κληρονομικές τις τέχνες και τα επαγγέλματα, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση παραδοσιακών μεθόδων και μορφών, ενώ οι διάφοροι επάλληλοι πολιτισμοί πλούτισαν την καλλιτεχνική κληρονομιά με καινούργιες τεχνικές και νέα διακοσμητικά μοτίβα.
Αξίζει να αναφερθούν τα μαρμάρινα ενθέματα της Άγκρα, περίφημα από την εποχή των Μογγόλων ηγεμόνων, τα ξύλινα και μπρούντζινα ενθέματα της Βεγγάλης ή τα ξύλινα και φιλντισένια του Παντζάμπ. Οι χαράκτες του ελεφαντόδοντου, προπάντων της Καρνατάκα και της Κεράλα, κατασκευάζουν από το πολύτιμο αυτό υλικό λεπτοδουλεμένα κουτιά και ειδώλια, που παριστάνουν χαρακτηριστικά μοτίβα: μια σειρά από ελέφαντες των οποίων το μέγεθος ελαττώνεται βαθμιαία, σκαλισμένους σε έναν και μόνο χαυλιόδοντα, ζώα της ζούγκλας και παράξενες θεότητες.
Στην ποικίλη παραγωγή μεταλλικών αντικειμένων, την πρώτη θέση κατέχει η λότα, το μικρό χάλκινο ή μπρούντζινο δοχείο με λαβή σαν κουβαδάκι, το οποίο κάθε Ινδός κουβαλά πάντοτε μαζί του, όπου και αν πηγαίνει. Για τις τελετουργικές απολαύσεις, όπου δεν υπάρχει λίμνη ή ποτάμι, η λότα χρησιμεύει ως φορητό ντους. Άλλα αντικείμενα, όπως δοχεία για νερό, καράφες, μπίντρις (τα χαρακτηριστικά φουσκωτά μπρίκια μαυριτανικού τύπου), άλλοτε λεία και άλλοτε πλούσια σμιλεμένα, βερνικωμένα στη φωτιά και δαμασκηνωμένα με χρυσάφι και ασήμι με τεχνική που έχει μεταφερθεί από την Περσία, κατασκευάζονται στην Μπεναρές, στη Μορανταμπάτ, στη Χαϊντεραμπάντ, στη Μαντουράι, στην Ταντζόρ και στην Τζαϊπούρ. Επίσης, υπάρχουν τα κεραμικά και τα αγγεία από οπτή γη, λεία ή διακοσμημένα, που αποτελούν τα πιο κοινά πήλινα αγγεία. Ιδιαίτερα γνωστά, ακόμα και στο εξωτερικό, είναι τα κεραμικά της Γκουάλιορ. Η Καρνατάκα, από την άλλη μεριά, ειδικεύεται στις λάκες -ζωγραφισμένες στο χέρι, με ζωηρά χρώματα και γεωμετρικά μοτίβα- όπως και στα γλυπτά από λευκό ξύλο ή ξύλο σάνταλου. Στην Τζαμπαλπούρ, κατασκευάζουν κουτιά, παιχνίδια και βάζα από μια ειδική μαλακή πέτρα. Έναν άλλο τομέα της χειροτεχνικής παραγωγής αποτελεί και η κατασκευή ψάθας από φυτικές ίνες, ιδιαίτερα κοκκοφοίνικα, που είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της επίπλωσης.
Από την αρχαιότητα χρονολογείται επίσης η πείρα των Ινδών στην κοπή και κατεργασία πολύτιμων λίθων. Το Δελχί, η Μπεναρές και η Τζαϊπούρ είναι τα σπουδαιότερα κέντρα της ανέκαθεν ακμάζουσας αυτής βιοτεχνίας που συχνά φθάνει σε πραγματικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα και τροφοδοτείται από το πάθος των Ινδών, όλων των κοινωνικών στρωμάτων, για τα πολύτιμα στολίδια.
Τα θρυλικά αδαμαντωρυχεία της Γκολκόντα έχουν σχεδόν εξαντληθεί πλέον, αλλά έως την ανακάλυψη των βραζιλιάνικων και νοτιοαφρικανικών κοιτασμάτων, η Ι. ήταν ο μοναδικός προμηθευτής διαμαντιών στον κόσμο. Πολλά από τα περίφημα διαμάντια προήλθαν από τη χώρα αυτή, όπως ο Μέγας Μογγόλος, ο Ορλόφ, ο Αντιβασιλιάς, ο Κοχ-ι-νουρ (Όρος φωτός), που η Εταιρεία των Ινδιών δώρισε το 1850 στη βασίλισσα Βικτόρια. Αξίζει επίσης να αναφερθούν τα ρουμπίνια και τα ζαφείρια του Κασμίρ, τα βηρύλλια του Ρατζαστάν και τα μαργαριτάρια της νοτιοανατολικής ακτής.Ινδουισμός. Ο ινδουισμός αναπτύχθηκε βαθμιαία από την αρχαιότατη βεδική θρησκεία και στην Ι. αριθμεί περισσότερους από 800 εκατομμύρια πιστούς. Έχει θεμελιώσει τη δύναμή του στον κώδικα που έχει διατυπώσει για όλες τις πλευρές της ζωής του ανθρώπου, επιβλέποντας και πλαισιώνοντας κάθε πράξη του ανθρώπου, κλείνοντάς τον σε μια κάστα και δικαιώνοντας το παρόν του με τη σκιά του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα υποθηκεύει, με σιδηρούς νόμους, ακόμα και το ίδιο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος, ασήμαντη σταγόνα στον μεγάλο ποταμό των βίων που ανανεώνονται, δεν σκέφτεται παρά να καταλάβει το μικρό του πόστο. Ο ατομικισμός είναι ίσως η μοναδική ασθένεια που δεν ευδοκιμεί στη χώρα των επιδημιών, ενώ θριαμβεύει μια άλλη ασθένεια του πνεύματος, εκείνη που ο Γκάντι και ο Νεχρού προσπάθησαν, συχνά με ανόμοια μέσα, να καταπολεμήσουν: η αδράνεια, η παθητικότητα, η σιωπή, η καρτερία απέναντι στο πεπρωμένο.
Μια άλλη μεγάλη δύναμη του ινδουισμού υπήρξε η ασυνήθιστη ικανότητά του να αφομοιώνει στοιχεία άλλων θρησκειών. Ο τζαϊνισμός, ο βουδισμός και ο χριστιανισμός επέδρασαν στη θρησκεία αυτή η οποία δεν απορρίπτει τίποτα, αλλά δέχεται στους κόλπους της θεότητες και δοξασίες, λατρείες και έθιμα κάθε προέλευσης, ενσωματώνοντάς τα στο δικό της πλέγμα τόσο καλά ώστε να τα καθιστά μια καινούργια δύναμη.
Μια τελευταία έκπληξη που προσφέρει ο ινδουισμός είναι η φαινομενική αντίθεση μεταξύ της θρησκείας των μαζών και εκείνης των εκλεκτών, μεταξύ της δεισιδαιμονίας και της φιλοσοφίας, μεταξύ του ενός και του πολλαπλού, μεταξύ του θεού και των θεών. Ο ινδουισμός δεν αναγνωρίζει παρά μόνο έναν θεό, τον Βράχμαν ή το απόλυτο πνεύμα. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζει περίπου 330 εκατομμύρια θεότητες, που δεν είναι τίποτε άλλο από τις διάφορες παραστάσεις του μοναδικού θεού.
Έτσι, η θρησκεία του Βράχμαν (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Βράχμα, μέλος της ινδουιστικής τριάδας) εμφανίζεται στους αντίποδες της λαϊκής πίστης. Η αναζήτηση του απόλυτου, από ασκητές και φιλοσόφους, γίνεται πολύ υψηλή θεώρηση, απορρίπτει τις τελετουργίες, τις θυσίες, τους εξαγνισμούς, τις λιτανείες, όλα όσα αποτελούν το ποικίλο θέαμα, άλλοτε γραφικό, άλλοτε φρικαλέο, της θρησκευτικότητας των μαζών.
Ο ινδουισμός έχει και μια άλλη εκπληκτική πλευρά: τον παγανισμό. Ασφαλώς, το απόλυτο δεν είναι δυνατόν να απεικονιστεί ούτε και να εξηγηθεί· ο φιλόσοφος δεν μπορεί να γονατίσει μπροστά σε ένα ομοίωμα από ξύλο ή μέταλλο. Αλλά οι απλές ψυχές έχουν ανάγκη από μια ορατή απεικόνιση, από μια πλαστική απεικόνιση της θεότητας που λατρεύουν. Γι’ αυτό υπάρχουν εκατομμύρια αγάλματα, δημιουργημένα από μια ανεξάντλητη φαντασία, που βρίσκονται τους ναούς, στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια. Αγάλματα που οι πιστοί τα πλένουν, τα ντύνουν, τα αλείφουν με αρώματα, τους προσφέρουν τροφές και λιωμένο βούτυρο, τα μεταφέρουν θριαμβευτικά στους δρόμους, τα λατρεύουν καθημερινά στα σπίτια, ενώ τα επικαλούνται στις τελετουργίες και κατά τις τελετές στις κατοικίες.
Η κυριότερη στιγμή της επίσκεψης σε έναν ναό είναι η νταρσάν, δηλαδή η υλική όψη του αγάλματος του θεού· ένας άγιος γκουρού πρέπει να εμφανιστεί μπροστά στους προσκυνητές. Αυτό το απλό γεγονός της θεώρησης θεωρείται αρκετό για τον πιστό.
Ο Βράχμα ο δημιουργός, ο Βισνού ο προστάτης και ο Σίβα ο καταστροφέας συνθέτουν την Τριμούρτι, την τριάδα των σπουδαιότερων θεοτήτων. Αλλά ενώ ο Βισνού στα βόρεια και ο Σίβα στα νότια μοιράζονται τους περισσότερους πιστούς, ο Βράχμα έχει παραμεληθεί από τη λαϊκή ευλάβεια: δεν υπάρχουν ιδιαίτερες λατρείες ή θρησκευτικές αιρέσεις αφιερωμένες σε αυτόν, ενώ δεν είναι γνωστός παρά μόνο ένας ναός σε όλη την Ι., και για την ακρίβεια στην Ατζμέρ, που είναι αφιερωμένος αποκλειστικά και μόνο σε αυτόν.
Η μυθολογία δίνει φυσικά μια φανταστική εξήγηση για το γεγονός αυτό, η οποία μπορεί να φανεί μάλλον παράξενη. Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Βράχμα, κυριευμένος από ανόσιο πάθος για την κόρη του, Σαρασβάτι, προστάτιδα των τεχνών και της ευγλωττίας, θέλησε να την παντρευτεί. Όμως, οι θεοί, ντροπιασμένοι από την παραβίαση αυτών των νόμων της φύσης, τον τιμώρησαν με το να του αρνηθούν για πάντα τις λατρευτικές τιμές και τις θυσίες. Ωστόσο, η πραγματική αιτία είναι άλλη: όπως φαίνεται καθαρά από το όνομα, ο Βράχμα είναι η προσωποποίηση του Βράχμαν, του ουδέτερου και απόλυτου πνεύματος που απαντάται ήδη στην αρχαία βεδική θρησκεία. Το γεγονός ότι προέρχεται από μια αφηρημένη έννοια, έκανε τον λαό να προτιμήσει τις άλλες δύο θεότητες, που έπαιρναν ευκολότερα ανθρώπινες πλευρές και ιδιότητες.
Η σπουδαιότερη λειτουργία του Βράχμα υπήρξε η δημιουργία του ανθρώπου, που ήταν μάλλον κοπιαστική. Η επέμβασή του στην ανθρώπινη ζωή είναι αποφασιστική και χωρίς αναθεώρηση: την έβδομη νύχτα μετά τη γέννηση ενός παιδιού, ο Βράχμα πηγαίνει προσωπικά να γράψει στο μέτωπό του το πεπρωμένο του, και εκείνο που έχει αποφασιστεί πρέπει να γίνει. Όταν ταλαιπωρείται από διάφορα προβλήματα, ο ινδουιστής παρηγορείται λέγοντας: «Ήταν γραμμένο στο μέτωπό μου!».
Αντίθετα, ο Βισνού, ο θεός-προστάτης, είναι εξαιρετικά δημοφιλής, ιδιαίτερα στους βραχμάνους. Οι πολυάριθμες θρησκευτικές αιρέσεις που είναι αφιερωμένες στη λατρεία του χαρακτηρίζονται από την αυτοεγκατάλειψη με εμπιστοσύνη σε αυτόν και από την ευλαβική αγάπη (μπάκτι), επειδή ο Βισνού, τον οποίο επικαλούνται κατά τους κινδύνους, εμφανίζεται ως λυτρωτής και σωτήρας της ανθρωπότητας. Η γυναίκα του, Λάκσμι, γεμάτη ακτινοβολία και καλοσύνη, είναι η θεά της ομορφιάς και της ευτυχίας.
Ο Σίβα, το τρίτο πρόσωπο του ινδουιστικού Ολύμπου, είναι διπρόσωπη θεότητα και συγκεντρώνει αντιτιθέμενες ιδιότητες. Ως καταστροφέας ταυτίζεται με τον θάνατο· είναι ο Χάρα, αυτός που παίρνει μακριά, αλλά είναι και ο Μπαϊράβα, αυτός που εμπνέει τρόμο, ο κύριος των δαιμόνων. Αλλά επειδή ζωή και θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες και αυτό που πεθαίνει ξαναγεννιέται σε καινούργια ζωή, είναι επίσης και ο θεός της δημιουργίας και της γονιμότητας, ως Σίβα (δωρητής αγαθών) και Ναταράτζα (βασιλιάς του χορού). Με τον χορό της δημιουργίας, ο Σίβα έθεσε σε κίνηση το σύμπαν· ο ταύρος Νάντι, σύμβολο γονιμότητας, είναι το πολεμικό του άτι. Η προστασία των τεχνών και των θεωρητικών επιστημών αποτελεί άλλο ένα μέρος της λειτουργίας του ως δημιουργού. Τέλος, εμφανίζεται και ως ασκητής που κάθεται στις κορυφές των Ιμαλαΐων, καλυμμένος με στάχτες.
Αυτός ο τρομερός και βίαιος θεός, σύζυγος-εραστής της θεάς Παρβάτι, ο οποίος έχει μια τάση προς την απιστία, λατρεύεται προπάντων με τη μορφή του γεννήτορα. Το λίνγκαμ, φαλλικό σύμβολο, υπήρξε αντικείμενο μιας από τις σημαντικότερες λατρείες. Η αίρεση των λινγκαγιάτ, μία από τις σπουδαιότερες ανάμεσα στις πολυάριθμες σιβαϊκές αιρέσεις, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη λατρεία του θεού με τη μορφή αυτή.
Αν ο Σίβα συναγωνίζεται τον Βισνού και τις μετενσαρκώσεις του στη λατρεία του λαού, η σύντροφος και σύζυγός του είναι η πιο λατρευτή και επίφοβη γυναικεία θεότητα. Έχει και αυτή πολλές πλευρές, αγαθές ή σκληρές, και εμφανίζεται ως χορηγός ζωής και θανάτου. Λατρεύεται ως θεία ερωμένη, κόρη του βουνού (Παρβάτι) και είναι πρωταγωνίστρια των ερωτικών περιπετειών και των συζυγικών παραστρατημάτων του πιο δημοφιλούς ζευγαριού του ινδουισμού. Είναι επίσης παρθένος (Κουμάρι) και πιστή σύζυγος (Σάτι): με αυτή την ιδιότητα η θεά, που σύμφωνα με τον μύθο έπεσε στην πυρά για να μην παρευρεθεί σε μια διένεξη ανάμεσα στον πατέρα της και στον σύζυγό της, έγινε το πρότυπο και το παράδειγμα των σάτι, των χηρών που καίγονται ζωντανές στην πυρά των συζύγων τους. Επίσης, είναι η Ούμα, η μεγάλη μητέρα των ανθρώπων, αγαθή και συμπονετική στα βάσανά τους· η Αναπούρνα, αυτή που δωρίζει άφθονο ρύζι στους πεινασμένους· η Μάγια, η θεά της δημιουργίας.
Ωστόσο, παράλληλα με τη μητρική και ερωτική αυτή πλευρά, η Παρβάτι έχει επίσης και το πρόσωπο της καταστροφής και του θανάτου: είναι η Ντούργκα η Απρόσιτη, η Μπαϊράβι η Τρομερή, η Κάντι η Βίαιη, η Γκουάρι η Θηριώδης, η Καμούντα η Κυρία του Θανάτου, η Σιτάλα η Θεά των επιδημιών, η Κοραβέι η Νικήτρια, η Κάλι η Μαύρη. Καθεμία από τις πλευρές αυτές προϋποθέτει μια σειρά από τελετές, από γιορτές και από θυσίες διαφορετικού χαρακτήρα, αλλά και απεικονίσεις της θεότητας αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Προς τιμήν της θεάς γίνονταν, άλλοτε, ανθρωποθυσίες, κωδικοποιημένες λεπτομερώς στο Κάλι-Πουράνα. Όμως, εξακολουθούν ακόμα οι θυσίες ζώων, αν και δεν αποτελούν πρακτική του ινδουισμού.
Σημαντικό ρόλο στον ινδουισμό διαδραματίζουν οι ασκητές ή σαντού. Ο σαντού –ο άγιος, ο δίκαιος– είναι μια μορφή ζωντανή ακόμα στη σύγχρονη Ι. Είτε είναι ο σραμάνα αΐν, ο σιβαΐτης γιόγκι, ο βραχμάνος σανιάσι, ο μπικού ή βουδιστής ζητιάνος μοναχός, είναι ο άνθρωπος που με τη θέλησή του έχει εγκαταλείψει τα πάντα για να επιτύχει τον υπέρτατο σκοπό του, τη συγχώνευση με το απόλυτο, δηλαδή με τον θεό. Ο σαντού δεν έχει πια οικογένεια ούτε περιουσία· δεν έχει πια κάστα, επειδή έχει ξεπεράσει τις κάστες, δεν έχει υποχρεώσεις, επειδή έχει υπερβεί τους νόμους· έχει απομακρυνθεί εκουσίως από την ινδική κοινωνία.
Ο τίτλος σανιάσι, που χρησιμοποιείται γενικά ως συνώνυμο του σαντού, στην αρχική έννοιά του δήλωνε τον βραχμάνο ο οποίος, αφού εκπλήρωνε το κοινωνικό του καθήκον και γινόταν πατέρας και σύζυγος, εγκατέλειπε σύζυγο και παιδιά για να αφιερωθεί στον θρησκευτικό στοχασμό. Σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα, η ιδεώδης ζωή του βραχμάνου περιλάμβανε τέσσερις σταθμούς: του έγγαμου αφιερωμένου στη μελέτη, του έγγαμου αφιερωμένου στην οικογένεια, της απάρνησης της κοινωνίας (βάνα-πράστα), κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος εγκατέλειπε τη γυναίκα του και άρχιζε την ασκητική ζωή και, τέλος, τον σταθμό του σανιάσι, δηλαδή της πλήρους εγκατάλειψης κάθε δεσμού με τη γη. Ο κανόνας αυτός των σταθμών ζωής παρέμεινε πιθανώς θεωρητικός.
Τα δικαιώματα του ασκητισμού σε αυτό τον λαό, που οδηγήθηκε έτσι στον ασκητικό βίο, έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Ο σεβασμός και η λατρεία που περιβάλλουν τον ινδουιστή μοναχό ίσως δεν συναντώνται σε άλλες χώρες: ο τίτλος που τους ανήκει είναι ο μαχαράτζα ή μεγάλος βασιλιάς, επειδή ο πιο φτωχός και πιο ρακένδυτος από τους ανθρώπους αυτούς διαθέτει έναν πνευματικό πλούτο άγνωστο στους επίγειους βασιλείς. Όμως, για να φτάσει ο ινδουιστής μοναχός στον βαθμό αυτό, είναι απαραίτητη μια περίοδος μύησης, που μπορεί να ποικίλλει από δύο έως δέκα χρόνια, ανάλογα με τις διαθέσεις και την ευφυΐα του νεοφώτιστου. Η μαθητεία, που συνήθως γίνεται στην Μπεναρές, συνίσταται σε κάθε είδους τιμωρίες του σώματος, σε θρησκευτικές και φιλοσοφικές μελέτες και ασκήσεις γιόγκα.
Αναπόσπαστο μέρος των προκαταρκτικών δοκιμασιών είναι ένα ταξίδι κυμαινόμενης διάρκειας, που ο νεοφώτιστος πρέπει να κάνει με τα πόδια στη χώρα, ζώντας από ελεημοσύνες και έχοντας μαζί του μονάχα ένα μπαστούνι για να στηρίζεται και μια κοτύλη (γαβάθα) για να συγκεντρώνει τις προσφορές, επειδή δεν πρέπει να αγγίξει τα χρήματα με τα χέρια του. Αφού τελειώσει η περιπλάνηση, ο νεοφώτιστος επιστρέφει στο μοναστήρι για να αντιμετωπίσει άλλες δοκιμασίες που θα τον οδηγήσουν, αν ξεπεραστούν, στην πλήρη καθαγίαση.
Ορισμένοι ασκητές, μάλιστα, που έχουν γίνει γνωστοί με τον αραβικής προέλευσης όρο φακίρης (που αρχικά σήμαινε ζητιάνος αλλά πλέον για τους Ινδούς σημαίνει μεγάλος άγιος), υποβάλλουν το σώμα τους σε απίστευτες δοκιμασίες. Ωστόσο, το φαινόμενο της επίδειξης που γίνεται για τους δυτικούς και είναι μια μορφή επετείας και θεάματος δεν πρέπει να συγχέεται με τον πραγματικό σαντού, ο οποίος δεν θα έκανε ποτέ δημόσια επίδειξη για αμοιβή.
Οι δοκιμασίες στις οποίες υπόκεινται οι άνθρωποι αυτοί προϋποθέτουν μια δύναμη θέλησης και μια αντοχή στον φυσικό πόνο, οι οποίες μόνο από μια ειλικρινή θρησκευτική πίστη μπορούν να προκύψουν. Το παντς Άγκνι, ή τιμωρία των πέντε πυρών, συνίσταται στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία επί πολλές ώρες, κατά τις μεσημβρινές ώρες των πιο θερμών μηνών. Επιπροσθέτως, ο φακίρης ανάβει γύρω του πέντε φωτιές που τροφοδοτούνται από περιττώματα βοδιού. Άλλοι κάθονται στο κλασικό κρεβάτι με τα καρφιά, ενώ άλλοι ακινητοποιούνται για μεγάλο διάστημα σε μια άβολη ή αφύσικη θέση.
Ένα πιο θεαματικό φαινόμενο είναι αυτό κατά το οποίο ο φακίρης ή μεγάλος άγιος τρυπά το κορμί του με καρφίτσες ή στιλέτα, χωρίς να προκαλείται φαινομενικά πόνος ή χωρίς να χάνει αίμα. Το γεγονός αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση καταληψίας, ένα είδος έκστασης που φαίνεται να αναστέλει ορισμένες φυσικές λειτουργίες και να αδιαφορεί για τους φυσικούς νόμους.
Ένα φαινόμενο που εξηγείται λιγότερο εύκολα είναι εκείνο κατά το οποίο άνθρωποι οι οποίοι θάβονται για μερικές μέρες σε ένα φέρετρο κατόπιν βγαίνουν έξω ζωντανοί και σε κατάσταση καταληψίας. Η προετοιμασία της δύσκολης αυτής δοκιμασίας συνίσταται σε μια βαθμιαία και μακρά νηστεία.
Όταν ο άνθρωπος είναι πάρα πολύ εξασθενημένος και φαίνεται πλέον ότι η ζωή του κρέμεται μονάχα από μια κλωστή, τότε είναι η καταλληλότερη στιγμή για την ταφή του. Εκείνος θα προσδιορίσει, πριν από το πείραμα, την ημέρα και την ώρα της ανάστασης, που την παρακολουθούν με αγωνία οι μαθητές του και ένα πλήθος περιέργων.
Δεν μπορεί να γνωρίζει κάποιος πώς νιώθει ο άνθρωπος αυτός κατά τη διάρκεια του ύπνου, που μοιάζει με θάνατο, και ούτε πρόκειται για μια μεταβιβάσιμη εμπειρία.
Ορισμένοι από αυτούς που βίωσαν κάτι τέτοιο έχουν βεβαιώσει ότι έκαναν θαυμάσια όνειρα μέσα στο φέρετρο, ελεύθεροι από το βάρος της γήινης ύπαρξης. Όπως αναφέρουν, η οδυνηρότερη στιγμή ήταν το ξύπνημα, όταν η ψυχή, που απολάμβανε ήδη τις ουράνιες χαρές, ήταν αναγκασμένη παρά τη θέλησή της και παρά τη φυσική κλίση της να επιστρέψει στο σώμα.
Βουδισμός. Σύμφωνα με τις στατιστικές, ο αριθμός των βουδιστών στην Ι. ανέρχεται γύρω στα 4-5 εκατομμύρια. Ο αριθμός αυτός είναι μικρός, όσον αφορά τη συγκεκριμένη θρησκεία η οποία, ύστερα από μια μακρά περίοδο μεγαλείου, εξαφανίστηκε τελείως από τη χώρα για να διαδοθεί ευρύτατα, στην αρχική της διδασκαλία και στις παράγωγες μορφές της, στους άλλους ασιατικούς λαούς.
Μολονότι βρίσκεται σε δευτερεύουσα μοίρα, ο βουδισμός έχει γερές ρίζες στην ινδική κουλτούρα. Το περίφημο κιονόκρανο των λεόντων της στήλης του Ασόκα, του βασιλιά που προσηλυτίστηκε και έγινε μοναχός, απεικονίζεται στο έμβλημα της χώρας, ενώ ο τροχός του νόμου, που ο Βούδας έθεσε σε κίνηση με την πρώτη του διδασκαλία στη Σαρνάτ, βρίσκεται στο κέντρο της εθνικής σημαίας. Ο βουδισμός γεννήθηκε ως αίρεση του ινδουισμού και, τουλάχιστον στην Ι., επέστρεψε στους κόλπους του: η αφετηρία είναι όμοια, έστω και αν τα μέσα είναι διαφορετικά. Ο βουδισμός, επίσης, δέχεται τον κύκλο των αναγεννήσεων, την αξία των έργων για τον καθορισμό των συνθηκών της μελλοντικής ζωής, την ανάγκη απελευθέρωσης από τα πάθη. Όμως, αντί για την αυτοτιμωρία και τον εκούσιο βασανισμό, προτιμά μια μέση ζωή αξιοπρεπούς φτώχειας και στοχασμού. Το σημείο εκκίνησης συνίσταται στην ανακάλυψη ότι η αιτία του ανθρώπινου πόνου βρίσκεται στον πόθο για ζωή, δηλαδή στις πάντα απατηλές εγωιστικές επιθυμίες· αν παραμεριστούν οι επιθυμίες αυτές, ο πόνος νικιέται.
Τζαϊνισμός. Όπως ο βουδισμός, έτσι και ο τζαϊνισμός είναι αποτέλεσμα μιας εξέγερσης που σημειώθηκε τον 6ο αι. π.Χ. κατά του βραχμανισμού, ο οποίος είχε φθαρεί από τις δεισιδαιμονίες και τις σκληρές τελετουργίες. Ιδρυτής του είναι ο Βαρνταμάνα, ο επιλεγόμενος Μαχαβίρα (μεγάλος ήρωας), που γεννήθηκε το 599 π.Χ. και η ζωή του έχει πολλές ομοιότητες με του Βούδα. Γιος ενός αρχηγού φυλής, πλούσιος και ισχυρός, ο Βαρνταμάνα εγκατέλειψε τον κόσμο και απαρνήθηκε όλες τις ανέσεις, για να αφιερωθεί στην αυστηρή ζωή του θρησκευτικού στοχασμού. Κατά το δέκατο τρίτο έτος της τιμωρίας αυτής δέχθηκε τη φώτιση και αφιερώθηκε επί είκοσι χρόνια σε μια ακούραστη αποστολική διδαχή, κατακτώντας μεγάλες μάζες λαού με τη διδασκαλία του. Ο τζαϊνισμός, περισσότερο από θρησκεία, αποτελεί μια ηθική διδασκαλία που βασίζεται σε πέντε εντολές: να μη σκοτώνει ο πιστός κανένα ζωντανό πλάσμα, να μην ψεύδεται, να μην κλέβει, να είναι αγνός και να διατηρεί ακτημοσύνη. Η ίδια η λέξη τζαΐν σημαίνει νικητής των πειρασμών και των πόνων που βασανίζουν εκείνον που είναι προσκολλημένος στα γήινα πράγματα.
Ο τζαϊνισμός αποκρούει τις δεισιδαίμονες τελετουργίες, τις θυσίες και τη λατρεία των θεοτήτων, ενώ δέχεται την ύπαρξη ενός ανώτατου όντος, όμοιου με εκείνου των βουδιστών. Ωστόσο, αποδέχεται ορισμένα στοιχεία του ινδουισμού: το δόγμα της μετενσάρκωσης και την πίστη ότι η ασκητική ζωή μπορεί να διακόψει τον κύκλο των αναγεννήσεων και να οδηγήσει στην οριστική απελευθέρωση. Η λυτρωμένη ψυχή (σίντα) μπορεί να φθάσει έτσι στην απόλαυση της γαλήνης, στον παράδεισο Ισατπραγκμπάτα.
Όσον αφορά τον τρόπο ζωής, οι τζαϊνιστές διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: στους ασκητές (γιάτι), ανάμεσα στους οποίους γίνονται δεκτές και γυναίκες, και στους λαϊκούς, δηλαδή εκείνους που, μολονότι δέχονται τις πέντε εντολές της τζαϊνικής ηθικής, τις συμβιβάζουν, τροποποιώντας τις κατάλληλα, με τις απαιτήσεις της πρακτικής ζωής. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η τζαϊνική κοινότητα, που ξεπερνά τα δυόμισι εκατομμύρια άτομα, είναι μία από τις πλουσιότερες της Ι. και σε αυτήν ανήκουν έμποροι, τεχνίτες, τραπεζίτες και ελεύθεροι επαγγελματίες.
Ο ισλαμισμός. Η διαίρεση της παλαιάς Ι. σε δύο κράτη, Ινδική Ένωση και Πακιστάν, με πλειονότητα αντίστοιχα ινδουιστική και μουσουλμανική, ήταν η κατάληξη μιας μακράς σειράς διενέξεων που συγκλόνιζαν επί αιώνες τη χώρα. Τον 11ο αι. η ισλαμική εισβολή, που έγινε από τον σουλτάνο Μαχμούτ, άφησε στην Ι. τη σφραγίδα του αραβικού κόσμου και έφερε το κήρυγμα του Προφήτη στη γη του Μπαράτα. Ήδη από τότε άρχισαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους εισβολείς, που επιθυμούσαν να επιβάλουν την πίστη τους, και στους ινδουιστές, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στις παραδόσεις τους και στις αξίες του αρχαίου πολιτισμού τους. Ο αγώνας έγινε πιο βίαιος υπό τη μουσουλμανική δυναστεία των Μογγόλων των Ινδιών: αν ο Μεγάλος Άκμπαρ διεξήγαγε μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας, οι διάδοχοί του δεν δίστασαν να αρχίσουν διωγμούς κατά των ινδουιστών, να καταστρέψουν τους ναούς τους και να πολεμήσουν το γόητρο της Μπεναρές, της ιερής πόλης του ινδουισμού. Ο ινδουισμός, που υπήρξε πολύ δεκτικός ως προς τις άλλες θρησκείες, δεν απορρόφησε κανένα ισλαμικό στοιχείο. Δύο ασυμβίβαστοι κόσμοι έζησαν κάτω από τον ίδιο ουρανό, ενώ οι προσπάθειες ειρήνευσης παρέμειναν άγονες· από την ουτοπία του Νανάκ, που θέλησε να συγχωνεύσει τις δύο θρησκείες σε μία, έως την απόπειρα συμβιβασμού του Γκάντι, ο οποίος προσπάθησε μάταια να εμποδίσει τη διαίρεση μεταξύ Ι. και Πακιστάν.
Οι σιχ. Η θρησκεία των σιχ είναι η πιο πρόσφατη από εκείνες που αναδύθηκαν από το ινδικό έδαφος, βγαίνοντας από το μεγάλο χωνευτήρι διδασκαλιών που είναι ο ινδουισμός. Ο ιδρυτής της, ο γκουρού Νανάκ που έζησε τον 16ο αι. μ.Χ., προσπάθησε να συμβιβάσει την αντίθεση ανάμεσα σε ινδουισμό και ισλαμισμό, που από αιώνες προκαλούσε αιματηρούς αγώνες, με την ένωση των καλύτερων στοιχείων και των δύο θρησκειών σε ένα νέο πιστεύω. Δεν θα υπήρχαν πλέον ινδουιστές και μουσουλμάνοι, αλλά μόνο σιχ, δηλαδή μαθητές, άνθρωποι που θα επιθυμούσαν να μάθουν την αλήθεια και να ακολουθήσουν την αρετή (σήμερα πλησιάζουν τα 20 εκατομμύρια).
Σύμφωνα με τη μεγαλόψυχη ουτοπία του Νανάκ, οι άνθρωποι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία και να γίνουν αδέλφια, ακολουθώντας τον νόμο της αγάπης και της κατανόησης. Οι ειρηνευτικές προθέσεις των σιχ είχαν, όμως, μικρή διάρκεια. Ο φανατικός Μογγόλος αυτοκράτορας Τζαχανγκίρ υποπτεύθηκε ότι ο προφήτης συνωμοτούσε με τον γιο του για να αποκτήσει τον θρόνο και, αφού τον συνέλαβε, τον άφησε να πεθάνει στη φυλακή. Από τότε κηρύχθηκε πόλεμος ανάμεσα σε μουσουλμάνους και σιχ· εκείνοι που έπρεπε να διεξάγουν τη συμβιβαστική αποστολή οργανώθηκαν σε πολεμική αίρεση, ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του τελευταίου γκουρού Γκοβίντ.
Αυτός θέσπισε ένα είδος τελετής μύησης πολεμικού χαρακτήρα, την παχούλ, προορισμένη να διακρίνει τους σιχ από τους άλλους ανθρώπους. Στην περίπτωση αυτή ο νεοφώτιστος, αφού διάβαζε τα άρθρα της πίστης, άρχιζε τη χρήση των πέντε κ, που διαχωρίζει εκείνους που ανήκουν στην αίρεση αυτή, δηλαδή: κάνγκα (μεγάλη τσατσάρα στα μαλλιά), κες (μακριά μαλλιά δεμένα σε κότσο), κάντα (δίκοπο μαχαίρι που το φέρουν στο πλευρό), κατσχ (κοντά παντελόνια) και κάρα (σιδερένιο βραχιόλι). Στην αίρεση γεννήθηκε ένα είδος εθνικής υπερηφάνειας, που οδήγησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους του Παντζάμπ με πρωτεύουσα τη Λαχώρη. Η αυτοκρατορία διήρκεσε έως τη βρετανική κατάληψη, στα μέσα του 19ου αι.
Σήμερα οι σιχ είναι διασκορπισμένοι λίγο-πολύ σε όλη τη χώρα. Όμως, κατοικούν κυρίως στο Παντζάμπ, όπου σημείωσαν μια μεγάλη πολιτική επιτυχία το 1966, επιτυγχάνοντας τη διαίρεση του κρατιδίου αυτού με τρόπο που να αποκλείονται σχεδόν όλοι οι ινδουιστές, η πολυάριθμη παρουσία των οποίων εξασθενούσε ανέκαθεν τη δύναμή τους. Η Αρμιτσάρ είναι η ιερή πόλη τους, έδρα ενός από τους ωραιότερους ναούς της Ι., του Χρυσού Ναού, ινδικού και μογγολικού στιλ.
Οι σιχ ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους κατοίκους στην εμφάνιση: ρωμαλέοι και υψηλού αναστήματος, στις πόλεις αποτελούν συχνά μέρος της αστυνομίας, είναι φύλακες και οδηγοί ταξί. Η ενδυμασία τους αποτελείται από στενό παντελόνι, μακριά πουκαμίσα με ζωηρά χρώματα, που κουμπώνει μπροστά, και ένα χαρακτηριστικό τουρμπάνι. Η θρησκεία τους απαγορεύει να κόβουν τα μαλλιά τους, που τα έχουν δεμένα κότσο στο πάνω μέρος του κεφαλιού με μια τσατσάρα, καθώς και τα γένια τους, που μαζεύονται σε ένα φιλέ. Επίσης, απαγορεύεται να πίνουν οινοπνευματώδη ποτά και να καπνίζουν, αν και σε αυτά είναι διαλλακτικοί.Όσον αφορά την ενδυμασία, οι άντρες έχουν υιοθετήσει πλέον, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, τα ευρωπαϊκά ρούχα. Ωστόσο, το μεγάλο μέρος των Ινδών γυναικών, και στην ίδια την Ι. αλλά και στο εξωτερικό, έχουν παραμείνει πιστές στην εθνική ενδυμασία, το σάρι, που αποτελείται από μια λωρίδα υφάσματος μήκους έξι μέτρων και πλάτους 90 εκατοστών, η οποία διπλώνεται γύρω από το σώμα κατά διάφορους τρόπους.
Κάτω από το σάρι φοριέται το κόλι, ένα είδος γιλέκου με κοντά μανίκια και ντεκολτέ, που αφήνει ακάλυπτο ένα μέρος της κοιλιάς. Οι μάλλινες εσάρπες και οι εσάρπες με ανοιχτά ή σκούρα χρώματα και με ρίγες χρυσές ή ασημένιες συμπληρώνουν τη γυναικεία γκαρνταρόμπα.
Η ανδρική εθνική ενδυμασία αποτελείται από ένα πολύ εφαρμοστό παντελόνι και από μια πουκαμίσα, σφιχτή στη μέση και μακριά έως τα γόνατα, που κλείνει μπροστά με μια μακριά σειρά από κουμπάκια. Όμως, μια τέτοια φορεσιά σε κομψή και λιτή γραμμή, που δεν είναι πολύ κατάλληλη για το θερμό κλίμα ούτε πολύ άνετη για τις κινήσεις, αποτελεί μάλλον επίσημη ενδυμασία που φοριέται κατά τις τελετές. Οι περισσότεροι Ινδοί προτιμούν το άνετο και ελαφρύ ντότι, που είναι ένα μακρύ κομμάτι άσπρο ύφασμα, βαμβακερό κατά κανόνα, το οποίο αναδιπλώνεται στη ζώνη με το πέρασμα ενός άκρου ανάμεσα στις γάμπες. Είναι ένα υποτυπώδες παντελόνι που το μάκρος του κανονίζεται κατά βούληση. Πάνω από το ντότι φοριέται, ανάλογα με τη θερμοκρασία ή με το προσωπικό γούστο, ένας μανδύας, ένα σακάκι, ένα σάλι ή ακόμη και ευρωπαϊκό πουκάμισο. Σε ορισμένες περιοχές είναι διαδεδομένα παντελόνια διαφόρων σχημάτων, από τις πατζάμα (πιτζάμες) έως τα τζοντπούρ, που φθάνουν έως τα γόνατα.
Τα καλύμματα του κεφαλιού των αντρών διακρίνονται για την ποικιλία τους και τον μεγάλο τους αριθμό. Στην γκάμα περιλαμβάνονται το φέσι και ο μάλλινος σκούφος των μουσουλμάνων, η μίτρα των Πάρσων, το κάλυμμα του κεφαλιού των κατοίκων του Γκουτζαράτ, που μοιάζει με διακοσμημένο κουτί, το άσπρο δίκοχο που φορούσε ο Νεχρού και η άσπρη κουκούλα του Γκάντι. Το γνωστότερο, όμως, είναι το τουρμπάνι, που φορούν οι Ινδοί, οι σιχ και οι μουσουλμάνοι.
Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες αξιοποιούν ό,τι ωραιότερο διαθέτουν, δηλαδή τα μάτια τους, που συνήθως είναι σκούρα και έχουν ωραίο σχήμα. Για να δώσουν περισσότερη λάμψη στο βλέμμα, υπογραμμίζουν τα βλέφαρα με μαύρο χρώμα, που το εφαρμόζουν με ένα πινελάκι βουτηγμένο σε κολ, ένα καλλυντικό με βάση το αντιμόνιο. Η χωρίστρα των μαλλιών, οι παλάμες των χεριών, τα πέλματα των ποδιών και τα νύχια βάφονται κόκκινα με χένα, φυτική βαφή που χρησιμοποιείται και από τους άντρες για να βάφουν τα γένια με ξανθοκοκκινωπό χρώμα.Το ρύζι αποτελεί βασική τροφή των Ινδών. Χρησιμοποιείται ως γαρνιτούρα, για την παρασκευή γλυκισμάτων, αλλά τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από το κάρι, το γνωστότατο μπαχαρικό που χρησιμοποιείται παντού.
Στη βόρεια Ι. το πατροπαράδοτο φαγητό είναι το τσαπάτι, πίτες που ως βάση τους έχουν το ζυμάρι, το οποίο ανοίγεται σε φύλλο σχήματος μεγάλης τυρόπιτας και τηγανίζεται ώσπου να ροδίσει.
Εκτός από τα βασικά αυτά φαγητά, υπάρχουν και πολλά άλλα που βασίζονται στα χορταρικά και στα όσπρια. Αναρίθμητα είναι τα εδέσματα που παρασκευάζονται με κουνουπίδι, μπιζέλια, ντομάτες, και καρυκεύονται με γιαούρτι και με την απαραίτητη σάλτσα κάρι. Μεγάλη κατανάλωση έχει το νταλ, ένα είδος φακής, της οποίας το άλευρο χρησιμοποιείται ως βάση σε σούπες και πίτες.
Ανάμεσα στα φαγητά του νότου, που –κατά παράδοση– είναι τα πιο πικάντικα, αξίζει να αναφερθεί η πιπεράτη σούπα, που αποτελείται από το χόρτο βενταγιάμ και κρεμμύδια βρασμένα σε άφθονο νερό με κάρι, ζαφορά, ολόκληρους σπόρους πιπεριού και σιναπιού, σκόρδο και ψίχα ταμάρινδου, και η πάτνα, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από κρεμμύδια της Βομβάης σε άλμη, με κόκκινο πιπέρι.
Οι Ινδοί κατώτερης κάστας και οι μουσουλμάνοι μπορούν να τρέφονται με κρέας. Ωστόσο, και στις άλλες κάστες, λόγω της επίδρασης των ευρωπαϊκών συνηθειών, έχει περιοριστεί ο αριθμός των φυτοφάγων. Η σπάλα αρνιού στη σούβλα ή μαγειρεμένη με καϊμάκι και κάρι θεωρείται από τα εκλεκτότερα εδέσματα. Σε αυτά περιλαμβάνεται και η κότα, παραγεμισμένη με ρύζι ή τηγανητή ή γεμιστή με κάρι, που στη συνέχεια μαγειρεύεται κοκκινιστή σε σιγανή φωτιά.
Οι Ινδοί έχουν πάθος για τα γλυκά. Ένα από τα γλυκά με τη μεγαλύτερη κατανάλωση είναι το χαλβά (ο χαλβάς), του οποίου η ονομασία μαρτυρεί αραβική προέλευση. Πρόκειται για ρυζάλευρο ζυμωμένο με γάλα καρύδας, με σταφίδες, κανέλα και αμύγδαλα, τηγανισμένο σε λιωμένο βούτυρο. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν η πουτίγκα κι, με βάση το ρύζι ή καρότα, τα ζαχαρωμένα καρύδια, τα γεμιστά δαμάσκηνα, τα γλυκά που τηγανίζονται σε βραστό λάδι και ύστερα περιλούονται με σιρόπι, τα γλυκά που φτιάχνονται από αμυγδαλόψιχα και ψίχα καρύδας κ.ά.
Το πιο διαδεδομένο ρόφημα είναι το γάλα, που πίνεται άβραστο, βρασμένο, πηγμένο ή συμπυκνωμένο (βρασμένο δηλαδή μέχρι να γίνει πυκνόρρευστο, οπότε ονομάζεται κόα). Το λάσι, δηλαδή το αραιωμένο με νερό και λεμόνι γιαούρτι, είναι δροσιστικό ποτό που καταναλώνεται σε μεγάλη κλίμακα και προσφέρεται στους δρόμους από πλανόδιους πωλητές. Στον νότο το αρωματίζουν με τζίντζερ, κρεμμύδι και πιπέρι. Το τσάι αρωματίζεται με δυόσμο ή κάρδαμο· εξαιρετικές είναι οι ποιότητες που προέρχονται από το Ασάμ και τη Μανιπούρ. Ο καφές, που διυλίζεται από μεταλλικό φίλτρο, είναι μάλλον πηχτός και σερβίρεται διαλυμένος σε άφθονο γάλα. Αρκετή κατανάλωση έχουν οι χυμοί φρούτων, με βάση τον ανανά, το μάνγκο, το πορτοκάλι, το μήλο, το λεμόνι, και τα ροφήματα, όπως τα σιρόπια ταμάρινδου, το γλυκάνισο, ο δυόσμος και η σουμάδα.
Γενική άποψη του Μπορομπουντούρ, που αποτελεί το μεγαλύτερο μνημείο της ιαβαϊκής τέχνης.
Πυροτεχνήματα πάνω από την «πύλη της Ινδίας» στη Βομβάη (φωτ. ΑΠΕ).
Γητευτής φιδιών (φωτ. ΑΠΕ).
Ο περίφημος ινδουιστής μυστικιστής Ραμακρίσνα.
Το κρίκετ είναι από τα πιο δημοφιλή σπορ στην Ινδία, κατάλοιπο της βρετανικής αποικιοκρατίας (φωτ. ΑΠΕ).
Μουσικός με παραδοσιακή ενδυμασία σε γιορτή για τον ερχομό της άνοιξης (φωτ. ΑΠΕ)
Η μητέρα Τερέζα συνέδεσε τη ζωή της και προσέφερε ένα μεγάλο μέρος της φιλανθρωπικής δράσης της στην Ινδία (φωτ. ΑΠΕ).
Προσκήνυμα μουσουλμάνων σε τζαμί στην πόλη Μποπάλ της Ινδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Χιλιάδες πιστοί Σιχ επισκέπτονται τον Χρυσό Ναό στο Αμριτσάρ, στην επέτειο της γέννησης του ιδρυτή της θρησκεία τους γκουρού Νανάκ (φωτ. ΑΠΕ).
Οι οπαδοί της αίρεσης Σιχ ξεχωρίζουν από τις μακριές γενειάδες, τα χαρακτηριστικά τουρμπάνια και την ευγενική αλλά πολεμοχαρή εμφάνιση.
Προσευχή σε βουδιστικό μοναστήρι (φωτ. ΑΠΕ).
Με τη γιόγκα οι Ινδοί ασκητές φτάνουν στην πλήρη κυριαρχία του σώματός τους και, μέσω του στοχασμού και της αυτοσυγκέντρωσης, στην έκσταση.
Ο σαντού είναι ένας ασκητής, που έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια και θεωρείται άγιος για την ινδική κοινωνία (φωτ. ΑΠΕ).
Ινδουιστής πιστός, ο οποίος τρυπά το κορμί του με καρφίτσες ή στιλέτα χωρίς να πονάει ή να χάνει αίμα (φωτ. ΑΠΕ).
Οι ινδουιστές τρέφουν μεγάλο σεβασμό για τις αγελάδες. Δεν είναι επομένως σπάνιο το θέαμα ιερών αγελάδων, που περιφέρονται, χωρίς κανείς να τολμά να τις ενοχλήσει, στους κεντρικούς δρόμους των πόλεων.
Ο ινδουισμός επηρέασε βαθιά την τέχνη και τη σκέψη της Ινδίας. Στη φωτογραφία, ναός του 8ου αι., αφιερωμένος στον Σίβα, στην πόλη Μαμαλιπούραμ.
Πιστοί ινδουιστές λούζονται στα νερά του ιερού ποταμού Γάγγη.
Ινδουιστής ιερέας σε τελετή στον ποταμό Γάγγη (φωτ. ΑΠΕ).
Ελέφαντες πλούσια στολισμένοι σε μία λιτανεία στην Τρικούρ της Κεράλα.
Ανάμεσα στα τυπικά φαγητά της ινδικής κουζίνας είναι η κότα «ταντούρι», ψημένη στη σούβλα και καρυκευμένη με μπαχαρικά.
Απαραίτητο στοιχείο της ινδικής κουζίνας είναι το ρύζι, που καρυκεύεται με ζαφορά και λέγεται «πουλάο».
Μεγάλο ποσοστό Ινδών γυναικών, που ζουν στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό, μένουν πιστές στην παραδοσιακή ενδυμασία με το σάρι (φωτ. ΑΠΕ).
Ελέφαντες πλούσια στολισμένοι για την παρέλαση του μαχαραγιά της Μισόρι, που γινόταν κατά τη διάρκεια της «Ντασάχρα», δεκαήμερης γιορτής της πολεμικής θεάς Ντούργκα. Με την ευκαιρία αυτή, όπως και σε πολλές άλλες ανάλογες, οι μαχαραγιάδες προσέφεραν στον λαό θεάματα και άλλες διασκεδάσεις.
Η θεά των ινδουιστών σε περίοπτη θέση, την τελευταία ημέρα μιας ινδουιστικής γιορτής.
Χορεύτριες παραδοσιακού ινδικού χορού (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από τη γιορτή της Χόλι, που με τον ερχομό της άνοιξης συναρπάζει τις μάζες των Ινδών.
Πυρά για την καύση νεκρού σε ένα γκατ στην Μπεναρές, την ιερή πόλη της Ινδίας.
Γαμήλια πομπή στην πόλη Μπανγκαλόρ.
Στιγμιότυπο από παραδοσιακή γαμήλια τελετή ανθρώπων που ανήκουν στη θρησκεία Σιχ.
Ένας βραχμάνος που προσεύχεται. Στην κάστα των βραχμάνων, την ανώτερη στην ινδική κοινωνία, έχει ανατεθεί όλο το λειτουργικό της θρησκείας και η διδασκαλία.
Η κορανική σχολή του Τζάμι Μαστζίντ στη Φατεχπούρ Σίκρι.
Ερείπια του βουδιστικού πανεπιστημίου της Ναλάντα, που γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του από τον 7ο έως τον 10ο αι.
Ο Σατγιατζίτ Ράι διηγείται σε μια «τριλογία» του την παιδική και εφηβική ηλικία του Απού (πάνω), ενός αγοριού που είναι αναγκασμένο να αγωνίζεται μόνο του ενάντια στα πανάρχαια δεινά της χώρας του.
Ο Σατγιατζίτ Ράι διηγείται σε μια «τριλογία» του την παιδική και εφηβική ηλικία του Απού (πάνω), ενός αγοριού που είναι αναγκασμένο να αγωνίζεται μόνο του ενάντια στα πανάρχαια δεινά της χώρας του.
Σκηνή από την ταινία «Καλκούτα ‘71» του Μρινάλ Σεν, ενός από τους πιο σημαντικούς Ινδούς σκηνοθέτες.
Αγροτικό κάρο με διαφημιστικές αφίσες ταινιών, που παίζονται από έναν περιοδεύοντα κινηματογράφο στις αγροτικές περιοχές.
Σκηνή από την ταινία «Ντεβντάς» (1955) του Μπιμάλ Ρόι, του σκηνοθέτη που αποκάλυψε τον ινδικό κινηματογράφο στο φεστιβάλ των Κανών του 1954 με το έργο «Δύο στρέμματα γης».
Ο σκηνοθέτης Σατγιατζίτ Ράι.
Ινδοί χορευτές με ιερές μάσκες.
Μαριονέτες κουκλοθέατρου. Η δημοτικότητα των θεαμάτων αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι αναπτύσσονται εκεί λαϊκές και μυθολογικές ιστορίες, οι οποίες γοητεύουν ακόμα και σήμερα το ινδικό κοινό.
«Αυλική σκηνή», υδατογραφία του 17ου αι., έργο πιθανότατα του ζωγράφου Μονοχάρ, ενός από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της μογγολικής αυλής (Μουσείο του Μαχαραγιά, Τζαϊπούρ, Ινδία).
Ο Χρυσός Ναός των Σιχ στην Αμριτσάρ (φωτ. ΑΠΕ).
Το Τατζ Μαχάλ στην Άγκρα, ένα από τα αριστουργήματα της ινδομουσουλμανικής τέχνης.
«Καμήλες που παλεύουν», μικρογραφία του 17ου αι., χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης της περιόδου των Μογγόλων.
Το μεγαλύτερο τζαμί της χώρας Τζάμα Μασίντ, στο Νέο Δελχί (φωτ. ΑΠΕ)
Ερείπια του ιστορικού τζαμιού Φερόζ Σαχ Κότλα, στο Νέο Δελχί (φωτ. ΑΠΕ).
Ο ναός της Κονάρακ, στην Ορίσα, αφιερωμένος στον Σούργια, τον θεό του Ήλιου.
Το μεγάλο τζαϊνικό τέμενος στην Καλκούτα.
«Βασιλιάς και βασίλισσα, σκηνή του παλατιού», τοιχογραφία στο σπήλαιο της Ατζάντα.
Οι ναοί της Ατζάντα έχουν σκαφτεί στον βράχο από βουδιστές μοναχούς. Στη φωτογραφία, η πρόσοψη του σπηλαίου αρ. 19.
Το μεγαλόπρεπο Καϊλασανάτα, αφιερωμένο στον Σίβα, επιβλητικό μονολιθικό οικοδόμημα (8ος αι.) της Ελόρα, μιας από τις σπουδαιότερες αρχαιολογικές περιοχές της αρχιτεκτονικής σε βράχους στην Ινδία.
Το εσωτερικό του σπηλαίου αρ. 26, ενός από τα πέντε «τσάιτγια» της Ατζάντα.
Για τις προσόψεις και τις τοιχογραφίες των εσωτερικών τοίχων, η Ατζάντα μπορεί να θεωρηθεί μοναδικό μουσείο βουδιστικής ινδικής τέχνης. Στη φωτογραφία, η πρόσοψη του σπηλαίου αρ. 26.
Τμήμα μιας από τις τέσσερις πύλες της στούπας του Σάντσι, διακοσμημένης με ανάγλυφα, εμπνευσμένα από τον βουδισμό.
Ινδουιστικός ναός στο Μπουμπανεσβάρ, σε ορθογώνιο σχήμα με καμπυλόγραμμη στέγη, χαρακτηριστικό δείγμα ρυθμού της Ορίσα.
Η μουσουλμανική εισβολή στην Ινδία άσκησε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της ινδικής τέχνης, όπως η πύλη του τζαμιού Αρχάι Καζόνπρα στο Ατζμέρ.
Λεπτομέρεια ενός γλυπτού, που προέρχεται από μία στούπα της Αμαραβάτι του 2ου αι. μ.Χ.
«Η γέννηση του Γκοτάμα Βούδα», ανάγλυφο, δείγμα της τέχνης της Γκαντάρα (Εθνικό Μουσείο, Λαχώρη).
«Τριμούρτι», παράσταση των τριών κυριότερων θεοτήτων του ινδουισμού, του Βράχμα, του Βισνού και του Σίβα, δείγμα της τέχνης τσαλούκια.
Ο βόρειος πυλώνας ή «τοράνα» της μεγάλης στούπας της Σάντσι (1ος αι. π.Χ.). Οι διακοσμήσεις των εγκάρσιων δοκών αναπαριστάνουν τα κυριότερα επεισόδια της ζωής του Βούδα.
Ο Γκουρού Νανάκ, ιδρυτής του σιχισμού, σε μογγολική μικρογραφία του 17ου αι.
Δύο ασκητές από χειρόγραφο της «Μαρκαντέγια-πουράνα», συλλογής φιλοσοφικών δοξασιών, θρησκευτικών διδασκαλιών και ιατρικών συμβουλών.
Ο Ινδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1913.
«Ο δαίμονας Μούντα πολεμά τις δυνάμεις του Ντούργκα», μικρογραφία από το «Ντούργκα-μαχάτμιγια» (Μουσείο του Νέου Δελχί, Ινδία).
Ο θεός Σίβα.
«Μιτούνα», ζευγάρι ερωτευμένων, γλυπτό των ναών της Χατζουράχο.
Ο Βισνού και η σύζυγός του, Λάκσμι, καθισμένοι πάνω στο πουλί Γκαρούντα.
Ο ποιητής Μπαρτριχάρι, συνοδευόμενος από τους περιπλανώμενους αδελφούς του, συναντάται με τη γυναίκα του, που ακολουθείται από τις θεραπαινίδες της.
«Ο Ράμα τεντώνει το τόξο», εικόνα από τη «Ραμαγιάνα». Ο Ράμα είναι η κεντρική μορφή του μεγάλου ινδικού έπους, που αποτελεί πρότυπο ηρωισμού και σοφίας.
Οι συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2001 ανάμεσα στον Ινδό πρωθυπουργό Βατζπαγί και στον Πακιστανό πρόεδρο, στρατηγό Πέρβεζ Μουσαράφ, δεν κατέληξαν σε συμφωνία για την οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών στα εδάφη του Κασμίρ (φωτ. ΑΠΕ).
Χειρόγραφο με μικρογραφίες ενός κειμένου των Πάλα (Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ).
Τον Ιούλιο του 1999 σταμάτησαν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στην Ινδία και στους ισλαμιστές αντάρτες, οι οποίοι είχαν εισβάλει τον Μάιο του ίδιου χρόνου στο ινδικό Κασμίρ (φωτ. ΑΠΕ).
Τον Οκτώβριο του 1999 ο Ατάλ Βατζπαγί ανέλαβε πρωθυπουργός της Ινδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Η πολιτικός Σόνια Γκάντι (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Ναρασίμχα Ράο ανέλαβε την πρωθυπουργία της Ινδίας μετά τη δολοφονία του Ρατζίβ Γκάντι (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πρόεδρος της Ινδικής Ένωσης Σάστρι (1964-66) συναντάται με τον πρωθυπουργό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης Κοσίγκιν στην Τασκένδη? ο σοβιετικός ηγέτης είχε μεσολαβήσει μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, κατά τη σύγκρουσή τους το 1965.
Η Ινδή πολιτικός Ίντιρα Γκάντι, κόρη του Παντίτ Τζ. Νεχρού.
Ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, δύο προσωπικότητες που καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Ινδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Ινδός πολιτικός Τζαβαχαρλάλ Νεχρού.
O Μαχάτμα Γκάντι κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στον αντιβασιλιά των Ινδιών λόρδο Λούι Μαουντμπάτεν και στη σύζυγό του, το 1947 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Μαχάτμα Γκάντι, «ψυχή» του ινδικού αντιαποικιακού αγώνα, σε θρησκευτική περισυλλογή.
Επεισόδιο από την εξέγερση των «σεπόι»· το πρώτο σύνταγμα τυφεκιοφόρων της Βεγγάλης εγκαταλείπει τα στρατόπεδά του.
Τα αγγλικά στρατεύματα ανακαταλαμβάνουν το Δελχί· λιθογραφία του Τζ. Φ. Άτκινσον.
Το φρούριο του Γκβάλιορ, στο Μάντγια Πραντές, ένα από τα κέντρα της εξεγέρσεως των Σεπόι, την οποία υποστήριζε η ανώτερη ινδική κοινωνία, εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας.
Αραβική ταπετσαρία του 17ου αι., που απεικονίζει Άγγλους εμπόρους στην Ινδία (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Ο ιδρυτής της εφήμερης πορτογαλικής αυτοκρατορίας στην Ινδία, Αλφόνσο ντε Αλμπουκέρτε (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Ο λόρδος Ρόμπερτ Κλάιβ, διοικητής του στρατού της Εταιρείας των Ινδιών, έθεσε τις βάσεις της βρετανικής δύναμης στην Ινδία.
Ο Μογγόλος αυτοκράτορας της Ινδίας Άκμπαρ έφιππος, σε μικρογραφία (Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, Λονδίνο).
Ο Τζένγκις Χαν ονομάζει υπαρχηγό τον γιο του, σε μικρογραφία του 16ου αι. Ο Μογγόλος στρατηλάτης είχε δημιουργήσει μια εκτεταμένη αυτοκρατορία κατά τον 13ο αι. που περιλάμβανε και την Ινδική χερσόνησο (Εθνική Βιβλιοθήκη, Τεχεράνη).
Ο Ινδικός ωκεανός σε χάρτη του πορτογαλικού άτλαντα του Μίλερ (αρχές 16ου αι.) (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Λιοντάρια που υποτάσσουν ελέφαντες, γλυπτά του ναού του Σούργια (θεού του Ήλιου), στην Κονάρακ? συμβολίζουν τη νίκη του ινδουισμού επί του βουδισμού.
Ο «τοράνα» (πυλώνας) ενός από τους ναούς της Μπουμπανεσβάρ (9ος αι.) στην Ορίσα.
Πέτρινο άγαλμα του Βούδα (5ος-6ος αι.), δείγμα της τέχνης της σχολής της Σαρνάθ, που άνθησε κατά την περίοδο Γκούπτα (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Ένας γιγαντιαίος Βούδας, σκαμμένος στον βράχο στην Γκουάλιορ, κοντά στην Άγκρα, που χρονολογείται από τον 15ο αι.
Μία σφραγίδα που προέρχεται από την κοιλάδα του Ινδού, με μία ενδιαφέρουσα απεικόνιση ενός ταύρου.
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένες είναι οι συγκοινωνίες μέσω των ποταμών (φωτ. ΑΠΕ).
Ο σιδηρόδρομος είναι το κυριότερο μέσο μεταφοράς στην Ινδία (φωτ. ΑΕΠ).
Ιστορική φωτογραφία από την πρώτη υπόγεια πυρηνική δοκιμή, που πραγματοποίησε η Ινδία τον Μάιο του 1974 στην έρημο του Ρατζαστάν (φωτ. ΑΠΕ).
Άνδρες ασφαλείας επιβλέπουν τη περιοχή πάνω από τα διυλιστήρια πετρελαίου του Γκαουχάτι (φωτ. ΑΠΕ).
Ο άνθρακας και ο λιγνίτης χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Σταθμός παραγωγής ενέργειας στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα (φωτ. ΑΠΕ).
Οι βούβαλοι χρησιμοποιούνται κυρίως στις γεωργικές εργασίες στην Ινδία (φωτ. ΑΠΕ).
Το σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής τσαγιού προέρχεται από το Ασάμ και ιδιαίτερα από την κοιλάδα της βόρειας Βεγγάλης (φωτ. ΑΠΕ).
Η ινδική κουζίνα χαρακτηρίζεται από μεγάλη χρήση μπαχαρικών.
Συγκομιδή τσαγιού κοντά στην Ντατζίλινγκ, στο Ασάμ.
Αποξήρανση βομβυκιών μεταξοσκώληκα στη Δυτική Βεγγάλη, όπου είναι ακόμα ιδιαίτερα ανεπτυγμένος ο κλάδος αυτός της υφαντουργίας.
Άποψη της παραλιακής οδού της Βομβάης, που βρίσκεται στη δυτική ακτή της χερσονήσου, κοντά στο ακρωτήριο Μαλαμπάρ.
Βουδιστικός ναός στην Καλκούτα (φωτ. ΑΠΕ).
Πανοραμική άποψη της Μαντουράι, με τον ναό που είναι αφιερωμένος στον θεό Σίβα.
Το Σαγκάμ είναι το σημείο συνάντησης τριών ποταμών, του Γάγγη, του Γιαμούνα και του Σαρουσουάτι, στο Αλαχαμπάντ της Ινδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Οι κατοικίες, που είναι φτιαγμένες στο νερό, είναι συχνές σε μία χώρα όπως η Ινδία, πλούσια τόσο σε ποταμούς όσο και σε ανθρώπους.
Το εθνολογικό πλαίσιο της Ινδίας, εξαιτίας των επάλληλων στρωμάτων και των διεισδύσεων κατά διαδοχικές εποχές, είναι αρκετά πιο περίπλοκο απ’ όσο πιστεύεται συνήθως.
Τύπος Ινδού που ανήκει σε μία από τις μογγολικές ομάδες του πληθυσμού.
Χαρακτηριστικός τύπος Ινδής.
Αντιπροσωπευτικός τύπος νεαρήςΙνδής.
Αντιπροσωπευτικός τύπος νεαρήςΙνδής.
Από τα λείψανα των δραβικών ομάδων, που είναι εγκατεστημένες στα κεντρικά υψίπεδα, προχωρεί κανείς σε μογγολικά στοιχεία, διαδεδομένα κυρίως σε ιμαλαϊανές περιοχές.
Η διάκριση των ανθρώπινων τύπων που κατοικούν στην Ινδία αντιπροσωπεύει ένα περίπλοκο πρόβλημα.
Φωτογραφία των δέλτα των ποταμών Γκονταβάρι και Κρίσνα στην Ινδία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Οκτώβριο του 1989 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ο ποταμός Τζελούμ διαρρέει τη Σριναγκάρ, γραφικό κέντρο με τυπικά ιμαλαϊανά χαρακτηριστικά.
Φωτογραφία του ποταμού Βραχμαπούτρα στην Ινδία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, την άνοιξη του 1997 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Φωτογραφία της κοιλάδας του Κασμίρ (κέντρο) στην Ινδία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Νοέμβριο του 1994 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Τεράστια κύματα που προκαλούν οι μουσώνες (φωτ. ΑΠΕ).
Ένα τοπίο της νότιας Ινδίας, κοντά στο ακρωτήριο Κόμοριν, στο άκρο της μεγάλης τριγωνικής χερσονήσου.
Λιμνοθάλασσες στον κόλπο της Βεγγάλης, κοντά στη Μαδράς.
Ο Τζούμνα, παραπόταμος του Γάγγη, κοντά στην Άγκρα.
Η άρδευση είναι ένας τρόπος να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες την περίοδο που δεν υπάρχουν βροχές.
Η πολύ πλατιά κοίτη του Γάγγη κοντά στην Κανπούρ, στο Ουτάρ Πραντές.
Φυτεία τσαγιού κοντά στο Νταρτζίλινγκ, στη Δυτική Βεγγάλη.
Φωτογραφία του ποταμού Γάγγη από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Νοέμβριο του 1985. Διακρίνεται το Surdandans (σκούρο κόκκινο), ένα έλος με πολλά δέντρα (ριζοφόρος η μάγκλη), που αποτελεί το φυσικό περιβάλλον της τίγρης της Βεγγάλης (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Άποψη της κοιλάδας του Κασμίρ, κοντά στη Σριναγκάρ.
Δρόμος της Τζαϊπούρ, όπου μεταξύ του πλήθους και των τροχοφόρων κυκλοφορούν και αγελάδες.
Ένα δημόσιο πλυντήριο στη Βομβάη.
Η Ινδία ενίσχυσε τη στρατιωτική υπεροχή της στην ευρύτερη περιοχή αναπτύσσοντας πυρηνικά όπλα (φωτ. ΑΠΕ).
Μερική άποψη του λιμανιού της Καλκούτας, από τα σπουδαιότερα της Ινδίας.
Το κτίριο της ινδικής βουλής.
Ομάδα γυναικών της Ινδίας σε τοπική αγορά.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)
Ένα παιδάκι από την Ντανουσκόντι, στην Ταμίλ Ναντού (νότια Ινδία).
Όργωμα με πρωτόγονο άροτρο που το σέρνουν δύο βούβαλοι στην Ινδία.
Χαρτονόμισμα των 20 ρουπίων που εκδόθηκε το 2001 και απεικονίζει τον εθνικό ηγέτη της Ινδίας, Μαχάτμα Γκάντι.
Στη Σαρνάτ, τοποθεσία της πρώτης διδασκαλίας του βουδισμού, ανάμεσα στα ερείπια ναών και μοναστηριών, ξεχωρίζει η επιβλητική στούπα της Νταμέκ.
Ένας τζαϊνιστής πιστός στα πόδια του τεράστιου αγάλματος του αγίου Γκοματεσβάρα στη Στραβάνα Μπελγκόλα, στην Καρνατάκα.
Γυναίκες προσεύχονται μπροστά στο είδωλο της θεάς Ντούργκα (φωτ. ΑΠΕ).v
Υδατογραφία της περιόδου των Μογγόλων, όπου εικονίζεται μουσικό θέαμα προς τιμήν κάποιου πρίγκιπα (Ινδικό Μουσείο, Καλκούτα).
Το μνημειακό συγκρότημα της Ατζάντα περιλαμβάνει τα πιο αξιόλογα ευρήματα όλης της ινδικής τέχνης πάνω στους βράχους. Στη φωτογραφία, η πρόσοψη του σπηλαίου αρ. 1 της Ατζάντα.
Dictionary of Greek. 2013.